Η ελληνική οικονομία εκπλήσσει θετικά με τις επιδόσεις της αναφέρουν οικονομολόγοι της βρετανικής τράπεζας HSBC. Όπως εξηγεί, η τράπεζα, “αν αναλογιστεί κανείς την εξάρτηση της ανάπτυξης από τον τουρισμό, το κατόρθωμά είναι πιο εντυπωσιακό” για το δεύτερο τρίμηνο, με την οικονομία να έχει επιστρέψει στα επίπεδα προ πανδημίας, μια από τις ελάχιστες στην Ευρωζώνη που το έχουν καταφέρει. Βέβαια, η μείωση του ΑΕΠ κατά 20% την περίοδο της κρίσης του χρέους δημιουργεί μια χαμηλή βάση σύγκρισης αλλά και πάλι είναι εντυπωσιακό”, επισημαίνει η HSBC.
Ο βρετανικός οίκος έχει αναθεωρήσει προς τα πάνω την πρόβλεψη του για την ανάπτυξη φέτος στο υψηλό 7,5% από 4,5% πριν και προς τα κάτω λίγο για το επόμενο έτος από 6,0% στο 5,0%, εν μέρει λόγω της εκκαθάρισης των αποθεμάτων και της υψηλότερης βάσης σύγκρισης. Για το 2023, προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα συνεχίζει να είναι πάνω από τη δυνητική ανάπτυξη της χώρας στο 4,0%, με ώθηση από τον τουρισμό και το ταμείο της ΕΕ NGEU. Η HSBC βλέπει έλλειμμα στο 10,5% του ΑΕΠ φέτος και στο 6,5% του επόμενου έτους. Εάν το έλλειμμα παραμείνει μόνιμα υψηλότερο από ό,τι πριν πριν από την κρίση, αυτό θα μπορούσε να απαιτήσει κάποια μέτρα εξυγίανσης για να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΚ μετά τη διάσωση.
Τέλη Σεπτεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την τριμηνιαία έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της χώρας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για την εκπλήρωση των μεταρρυθμιστικών της δεσμεύσεων. Στην έκθεση όμως η επιτροπή σημειώνει καθυστερήσεις σε τομείς όπως: η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους, που αυξήθηκαν ελαφρώς, και η επεξεργασία των εκκρεμών υποθέσεων αφερεγγυότητας των νοικοκυριών. Η επόμενη επανεξέταση που συνδέεται με μέτρα ελάφρυνσης του χρέους ύψους 0,7 δισ. ευρώ αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας, 9,7% και 205,6% του ΑΕΠ το 2020, εκτοξεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Παρά την ισχυρή ανάκαμψη φέτος, το έλλειμμα είναι κατά 2% υψηλότερο από ό,τι πέρυσι στο 5,2% του ΑΕΠ την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου από 3,2%, λόγω των υψηλότερων δαπανών. Τα μέτρα ανακούφισης για τις πυρκαγιές στο 0,3% του ΑΕΠ και η δημοσιονομική χαλάρωση που ανακοινώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου, βαραίνουν το έλλειμμα φέτος. Η Ελλάδα έλαβε ήδη προπληρωμή ύψους 4 δισ. ευρώ το καλοκαίρι στο 13% της συνολικής κατανομής από το ταμείο NGEU της ΕΕ, με την κυβέρνηση να επιβεβαιώνει πρόσφατα ότι σκοπεύει να ολοκληρώσει μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου και τα 15 μεταρρυθμιστικά ορόσημα που απαιτούνται για να ξεκλειδώσει την επόμενη δόση ύψους 4,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 1,97 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και τα 2,12 δισ. ευρώ είναι δάνεια με ευνοϊκή μεταχείριση. Συνολικά, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει 31 δισ. ευρώ από το ταμείο έως το 2026, τα οποία, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα μπορούσαν να αυξήσουν το ΑΕΠ κατά 7% μέχρι τότε.
Κίνδυνοι
Η Ελλάδα συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα επειγουσών αγορών της ΕΚΤ για πανδημία (PEPP) παρά το γεγονός ότι δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, οπότε αν το PEPP λήξει τον ερχόμενο Μάρτιο, όπως αναμένει η βρετανική τράπεζα, πιθανότατα θα χάσει την πρόσβαση στο QE. Η ΕΚΤ χορήγησε επίσης στην Ελλάδα προσωρινή εξαίρεση (έως τον Ιούνιο 2022), ώστε τα ελληνικά κρατικά ομόλογα (GGBs) να μπορούν να είναι επιλέξιμα ως ενέχυρο στις χρηματοδοτικές πράξεις της. Εφόσον η Ελλάδα μπορεί να κλείσει γρήγορα το έλλειμμά της, και λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλά ταμειακές αποθεματικά, η απώλεια της πρόσβασης στο QE δεν θα πρέπει απαραίτητα να αποτελεί ανησυχία για τις αγορές.
Η άρση του waiver όμως θα κάνει δυσκολότερο το έργο για τις τράπεζες να αξιοποιήσουν τα δάνεια από τα TLTROs και να επηρεάσουν τη ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς. Μέχρι στιγμής ο αντίκτυπος της πανδημίας στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών και στην ποιότητα του ενεργητικού είναι περιορισμένοι, αλλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προειδοποιήσει ότι ο πλήρης αντίκτυπος μπορεί να μην είναι σαφής πριν από το 2022, όταν λήξουν οι εγγυήσεις του δημόσιου τομέα. Από τη θετική πλευρά, οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται και ανέρχονται σήμερα σε 166,7 δισ. ευρώ, σχεδόν 30 δισ. ευρώ υψηλότερα από ό,τι πριν από δύο χρόνια.
Διαβάστε ακόμη
Όμιλος Σαρακάκη: Με δυνατές «άμυνες», αλλά και «ουδέν νεώτερον» για τα δάνεια