Από τη γεύση και τη διατροφική τους αξία, έως το περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος τους, ερευνούμε ποια είναι η καλύτερη επιλογή για εμάς: το “ζωικό” ή το φυτικό γάλα;
Σε σύγκριση με την ιστορία 300.000 ετών του είδους μας, η κατανάλωση γάλακτος αποτελεί τελικά μια αρκετά νέα συνήθεια, καθώς πριν από περίπου 10.000 χρόνια, σχεδόν κανείς δεν έπινε γάλα και αν το έκανε γινόταν μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Από τότε ωστόσο, έχουμε διανύσει μεγάλη απόσταση, ξεκινώντας με τους πρώτους ανθρώπους στη Δυτική Ευρώπη -αγρότες και κτηνοτρόφοι- που έπιναν τακτικά γάλα και φτάνοντας στο σήμερα, όπου η κατανάλωση γάλακτος είναι μια κοινή πρακτική στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και σε ένα μείγμα άλλων τόπων του κόσμου.
Τα τελευταία χρόνια βέβαια, παρατηρείται μια ακόμη μεγάλη αλλαγή γύρω από την συνήθειά μας αυτή. Μια μεταστροφή του κοινού σε γάλατα, μη ζωικά, αλλά φυτικά, που παράγονται από κάθε είδους πρώτη ύλη και προτιμώνται είτε για οργανικούς, γευστικούς ή ηθικούς λόγους. Γάλατα από σόγια, αμύγδαλα, καρύδα, βρώμη ή αρακά συνυπάρχουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ, ή αντικαθιστούν πολλές φορές τα ζωικά προϊόντα στα καφέ και τα ψυγεία μας. Το κοινό όντως φαίνεται να αγκαλιάζει πλέον με μεγαλύτερη χαρά αυτή την αλλαγή και να εξαιρεί το ζωικό γάλα από την καθημερινή διατροφή του. Αυτή η μετάβαση όμως, είναι που έχει αρχίσει να μπερδεύει ένα μεγάλο μέρος του κοινού, το οποίο έχει αμφιβολίες για το ποιο από των δυο ειδών γάλα είναι τελικά καλύτερο για εμάς.
Ζωικό vs Φυτικό
Το ζωικό γάλα, που προέρχεται από αγελάδες, αποτελεί βασικό συστατικό της διατροφής μας εδώ και αιώνες. Λατρεύεται καθώς θεωρείται ότι είναι πλούσια πηγή ασβεστίου, πρωτεϊνών και βασικών βιταμινών όπως η Β12. Μάλιστα, το 2000, η Κίνα ξεκίνησε μια πανεθνική εκστρατεία για να ενθαρρύνει τους ανθρώπους της να καταναλώνουν περισσότερο γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα για λόγους υγείας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια προκύπτουν όλο και περισσότερες ανησυχίες σχετικά με τη δυσανεξία στη λακτόζη, τα κορεσμένα λίπη και τις ορμόνες που υπάρχουν σε ορισμένα συμβατικά γαλακτοκομικά προϊόντα. Και ενώ οι βιολογικές επιλογές μετριάζουν αυτές τις ανησυχίες, συχνά έχουν πολύ υψηλό κόστος.
Στον αντίποδα λοιπόν βρίσκονται τα γάλατα φυτικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από διάφορες πηγές όπως η σόγια, τα αμύγδαλα, η βρώμη και οι καρύδες και εξυπηρετούν άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη και vegans, ενώ προσφέρουν μια σειρά από γεύσεις και διατροφικά προφίλ. Το γάλα αμυγδάλου, για παράδειγμα, διαθέτει λιγότερες θερμίδες και κορεσμένα λιπαρά από τα γαλακτοκομικά, αλλά μπορεί να στερείται πρωτεΐνης. Το γάλα βρώμης, εν τω μεταξύ, παρέχει μια κρεμώδη υφή που μοιάζει με το γάλα γαλακτοκομικών και συχνά είναι εμπλουτισμένο με βασικά θρεπτικά συστατικά όπως ασβέστιο και βιταμίνη D.
Ποιο όμως έχει μεγαλύτερη διατροφική αξία;
Οσον αφορά τη διατροφή μας, τα φυτικά γάλατα φαίνεται να υπερέχουν σε ορισμένους τομείς. Είναι φυσικά απαλλαγμένα από χοληστερόλη, έχουν λιγότερες θερμίδες και συχνά είναι εμπλουτισμένα με βασικές βιταμίνες και μέταλλα. Το βασικότερο όμως πλεονέκτημά τους είναι ίσως το γεγονός ότι αποτελούν την ιδανική εναλλακτική για όσους δεν μπορούν να καταναλώσουν γάλα, λόγω δυσανεξίας τους σε αυτό. Και αν αναρωτιέστε πόσοι μπορεί να είναι αυτοί, είναι πολλοί, καθώς σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 68% του παγκόσμιου, συνολικού πληθυσμού έχει δυσανεξία στη λακτόζη, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, με τους περισσότερους να μην το γνωρίζουν καν.
Ο λόγος γι’ αυτή τη δυσκολία είναι ωστόσο βιολογικός. Το γάλα περιέχει ένα είδος σακχάρου που ονομάζεται λακτόζη, το οποίο διαφέρει από τα σάκχαρα που βρίσκονται στα φρούτα και σε άλλες γλυκές τροφές. Οταν είμαστε μωρά, το σώμα μας παράγει ένα ειδικό ένζυμο που ονομάζεται λακτάση και που μας επιτρέπει να χωνέψουμε τη λακτόζη στο γάλα της μητέρας μας. Αφού απογαλακτιστούμε στην πρώιμη παιδική ηλικία όμως, για πολλούς ανθρώπους αυτό σταματά. Ετσι, χωρίς τη λακτάση, δεν μπορούμε να χωνέψουμε σωστά τη λακτόζη του γάλακτος, με αποτέλεσμα, αν ένας ενήλικας πίνει πολύ γάλα να μπορεί να παρουσιάσει μετεωρισμό, επώδυνες κράμπες και ακόμη και διάρροια.
Πιο συγκεκριμένα, στη βόρεια Ευρώπη, πάνω από το 90% των ανθρώπων είναι ανθεκτικοί στη λακτάση. Το ίδιο ισχύει και σε λίγους πληθυσμούς στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Στην Ασία, Νότια Αμερική και Αφρική ωστόσο, το χαρακτηριστικό αυτό είναι ασυνήθιστο, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να μην μπορεί να καταναλώσει το ζωικό γάλα και έτσι να στρέφεται προς το φυτικό. Ωστόσο, ακόμα και τα γάλατα φυτικής προέλευσης, μπορεί τελικά να στερούνται βασικών πρωτεϊνών, σε σύγκριση με τα γαλακτοκομικά προϊόντα, γεγονός που αποτελεί ανησυχία για τα άτομα που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε φυτικές δίαιτες. Παρ’ όλα αυτά, η ποικιλία επιλογών επιτρέπει στους καταναλωτές να επιλέγουν με βάση τις διατροφικές τους ανάγκες και προτιμήσεις.
Ποιο έχει το μικρότερο οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος
Από πλευράς κόστους, τα γάλατα φυτικής προέλευσης μπορεί να ποικίλουν. Ενώ ορισμένες επιλογές, όπως το γάλα αμυγδάλου και το γάλα σόγιας, μπορεί να είναι συγκρίσιμες σε τιμή με το ζωικό γάλα, άλλες, όπως το γάλα από μακαντέμια ή το γάλα κάνναβης, τείνουν να είναι ακριβότερες επιλογές, λόγω των διαδικασιών παραγωγής τους και της περιορισμένης διαθεσιμότητάς τους. Ωστόσο, το κόστος μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα με παράγοντες όπως η περιοχή και η μάρκα.
Το πόσα χρήματα θα ξοδέψουμε ωστόσο δεν φαίνεται να αποτελεί τη μοναδική παράμετρο επιλογής ενός γάλακτος, με πολλούς ανθρώπους πλέον να λαμβάνουν υπόψιν τους και το περιβαλλοντικό κόστος. Μάλιστα, ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος του γάλακτος γαλακτοκομικών έναντι του γάλακτος φυτικής προέλευσης αποτελεί ένα φλέγον και πολυσυζητημένο θέμα. Ο λόγος είναι ότι η γαλακτοκομική παραγωγή συμβάλλει σημαντικά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στη χρήση γης και στην κατανάλωση νερού. Αντίθετα, τα εναλλακτικά γάλατα φυτικής προέλευσης έχουν γενικά χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, καθώς απαιτούν λιγότερους πόρους, όπως νερό και γη. Επιπλέον, εκπέμπουν λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου, καθιστώντας τα μια πιο βιώσιμη επιλογή για τους καταναλωτές με οικολογική συνείδηση, αναδεικνύοντας τα φυτικά γάλατα τους “νικητές” αυτής της οικολογικής μάχης.
Ποιο κάνει τον καλύτερο αφρό;
Μια κρίσιμη πτυχή που συχνά παραβλέπεται, αλλά είναι πολύ σημαντική για εμάς τους Ελληνες που απολαμβάνουμε τα ροφήματα, είναι το πόσο καλά αυτά τα γάλατα σχηματίζουν αφρό στον καφέ μας, παράγοντας καθοριστικός για πολλούς λάτρεις του latte. Αν και το ζωικό γάλα προτιμάται παραδοσιακά για τις ικανότητές του στο να κάνει αφρό και πολλά φυτικά γάλατα απορρίπτονται, οι εναλλακτικές λύσεις φυτικής προέλευσης έχουν κάνει σημαντικά βήματα προόδου σ’ αυτόν τον τομέα. Πιο συγκεκριμένα, το γάλα βρώμης, ειδικότερα, έχει κερδίσει δημοτικότητα για την ικανότητά του να δημιουργεί μια κρεμώδη και βελούδινη υφή στον καφέ, ανταγωνιζόμενο τα πλήρη ζωικά γάλατα.
Υπάρχει νικητής;
Στην αναμέτρηση ζωικού έναντι του φυτικού γάλακτος, φαίνεται πως δεν υπάρχει ξεκάθαρος νικητής, καθώς το καθένα από αυτά έχει τα δικά του πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, απευθυνόμενο σε διαφορετικές προτιμήσεις και διατροφικές ανάγκες των καταναλωτών. Ενώ λοιπόν το γαλακτοκομικό γάλα παραμένει μια αξιόπιστη πηγή πρωτεϊνών και θρεπτικών συστατικών για ορισμένους, τα εναλλακτικά προϊόντα φυτικής προέλευσης προσφέρουν μια ποικιλία γεύσεων, απευθυνόμενα σε όσους έχουν διατροφικούς περιορισμούς. Τελικά, η επιλογή καταλήγει στις προσωπικές προτιμήσεις, τις διατροφικές απαιτήσεις και τις περιβαλλοντικές εκτιμήσεις. Ετσι, είτε απολαμβάνετε έναν αφρώδη latte, είτε ρίχνετε γάλα πάνω στα δημητριακά σας, η απόφαση είναι δική σας.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image