Έχετε ποτέ πειστεί ότι κάτι είναι αληθινό για να ανακαλύψετε μετά από χρόνια ότι όλα όσα θυμάστε είναι λάθος; Αν ναι, φαίνεται ότι έχετε βιώσει το φαινόμενο που είναι γνωστό ως «Mandela Effect».
Το Mandela Effect αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία μια μεγάλη μάζα ανθρώπων πιστεύει ότι ένα συμβάν συνέβη ενώ δεν έχει συμβεί.
Αυτή η μορφή συλλογικής αναμνήσεως κοινών γεγονότων ή λεπτομερειών εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2010, όταν αμέτρητοι άνθρωποι στο διαδίκτυο θυμήθηκαν ψευδώς ότι ο Νέλσον Μαντέλα είχε πεθάνει. Συγκεκριμένα, πιστεύεται ευρέως ότι είχε πεθάνει στη φυλακή κατά τη δεκαετία του 1980, ενώ στην πραγματικότητα, ο Μαντέλα απελευθερώθηκε το 1990 και απεβίωσε το 2013 – παρά τους ισχυρισμούς ορισμένων ανθρώπων ότι θυμούνται αποσπάσματα της κηδείας του στην τηλεόραση.
Η Fiona Broome, ερευνήτρια του μεταφυσικού, επινόησε τον όρο “Mandela Effect” για να εξηγήσει αυτό το είδος παραμνησίας.
Ο όρος αυτός δημιουργήθηκε για να εξηγήσει τα συλλογικά αυτά λαθάκια της μνήμης, ένα παιχνίδι του μυαλού με πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις που κανείς δεν ήξερε από πού προέρχονταν.
Όλοι, ας πούμε, ξέρουμε ότι ο ηλικιωμένος κύριος της Monopoly φορά μονόκλ (δεν φορά) ή ότι ο αγαπημένος C-3PO του «Star Wars» είναι ολότελα χρυσός (δεν είναι, το ένα του πόδι είναι ασημένιο). Τέτοιες παρανοήσεις είναι συχνότατες σε λογοτεχνία και κινηματογράφο, νομίζοντας πως κάτι είναι έτσι, ενώ δεν είναι.
Η Broome εξηγεί ωστόσο το φαινόμενο Mandela μέσω ψευδοεπιστημονικών θεωριών. Ισχυρίζεται ότι οι διαφορές προκύπτουν από την κίνηση μεταξύ παράλληλων πραγματικοτήτων (το multiverse). Αυτό βασίζεται στη θεωρία ότι σε κάθε σύμπαν υπάρχουν εναλλακτικές εκδόσεις συμβάντων και αντικειμένων.
Η ψυχολογία εξηγεί το «Φαινόμενο Μαντέλα», αυτή την «πλαστή μνήμη» δηλαδή που εδράζεται σε πραγματικά μνημονικά ίχνη και κοινωνικές πιέσεις. Η γνωστική ψυχολογία μάς λέει πως ανακαλούμε γεγονότα ή εμπειρίες με τρόπο λανθασμένο ή διαστρεβλωμένο στο πλαίσιο των λεγόμενων «ψευδομνημών», μιας ασυνείδητης κατασκευής προκατασκευασμένων ή παρερμηνευμένων μνημών.
Τις ψευδομνήμες τις μελετά η ψυχολογία εδώ και καιρό και σε ένα τρανό πείραμα αποδεικνύει πως όταν έχουμε να απομνημονεύσουμε μια λίστα με λέξεις που συνδέονται στενά (όπως ας πούμε «κρεβάτι» και «μαξιλάρι»), τότε δεν είναι καθόλου σπάνιο να ανακαλούμε λέξεις που έχουν κάποια συνάφεια, μόνο που δεν παρουσιάστηκαν στη λίστα (όπως «ύπνος»).
Το «Φαινόμενο Μαντέλα» είναι για την επιστήμη άλλο ένα γνωσιακό σφάλμα της μνήμης μας. Η μνήμη μας δουλεύει μέσω «σεναρίων», πακέτων γνώσης δηλαδή που ενεργοποιούνται αυτόματα και κατευθύνουν εν πολλοίς τη μνήμη μας. Είναι στρατηγικές επιβίωσης, ώστε να έχεις μια πρώτη και γρήγορη εντύπωση για τον κόσμο και το εκάστοτε περιβάλλον, μόνο που είναι γεμάτες λάθη και διαστρεβλώσεις.
Και βέβαια είναι και η απλούστερη αλήθεια ότι ένα λάθος που επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται θα γίνει τελικά μαζική αλήθεια. Κάτι που ξέρει καλά το ίντερνετ που μας παραθέτει μονίμως φράσεις που έχουν πει διάσημοι, ενώ ποτέ τους δεν τις ξεστόμισαν. Το «Φαινόμενο Μαντέλα» δεν είναι λοιπόν τίποτα παραπάνω από μνημονικό λάθος και κοινωνική παραπληροφόρηση. Γι’ αυτό εξάλλου και οι ανακρίβειές του είναι τετριμμένες, μικρολαθάκια δηλαδή σε λεπτομέρειες παρά στη συνολική εικόνα.
Πίσω στην πραγματικότητα
Τα συχνά αναφερόμενα σφάλματα μπορούν στη συνέχεια να γίνουν μέρος της συλλογικής πραγματικότητας. Και το Διαδίκτυο μπορεί να ενισχύσει αυτήν τη διαδικασία κυκλοφορώντας ψευδείς πληροφορίες. Για παράδειγμα, οι προσομοιώσεις του αυτοκινητιστικού δυστυχήματος της πριγκίπισσας Diana το 1997 θεωρούνται λανθασμένα ως πραγματικό υλικό.
Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν, η πλειοψηφία των Mandela Effects οφείλεται σε σφάλματα μνήμης και κοινωνική παραπληροφόρηση. Το γεγονός ότι πολλές ανακρίβειες είναι ασήμαντες, υποδηλώνει ότι προκύπτουν από επιλεκτική προσοχή ή λανθασμένο συμπέρασμα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το φαινόμενο Mandela δεν μπορεί να εξηγηθεί υπό το πρίσμα της θεωρίας των παράλληλων συμπάντων. Πράγματι, η έννοια των παράλληλων συμπάντων συνάδει με το έργο της κβαντικής φυσικής. Αλλά έως ότου τεκμηριωθεί η ύπαρξη εναλλακτικών πραγματικοτήτων, οι ψυχολογικές θεωρίες φαίνονται πολύ πιο εύλογες.