Ο Τζακ Ντάνιελ έµεινε γνωστός όχι µόνο για το εξαίσιο ουίσκι του, αλλά και την εξωτερική του εµφάνιση.
Από τη στιγµή που έγινε 21 χρονών µέχρι το θάνατό του, φορούσε πάντα ένα µακρύ παλτό, καπέλο καλλιεργητή, µεταξωτό γιλέκο, άσπρο υφασµάτινο πουκάµισο και πλατύ παπιγιόν.
Ακόµα και όταν τα µαλλιά και το µεγάλο δασύτριχο µαύρο µουστάκι του γκρίζαραν, αυτός δεν πτοήθηκε και τα έβαφε µαύρα. Για πολλούς, η εµµονή του στην εξωτερική εµφάνιση είχε να κάνει µε το ότι ήταν μικροκαμωμένος, όµως στις καρδιές των εραστών του ουίσκι το όνοµά του θα βρίσκεται πάντα ψηλά.
Ο Ντάνιελ ήταν ο µικρότερος από τα δέκα αδέρφια µιας φτωχής οικογένειας. Το πότε ακριβώς γεννήθηκε παραμένει μυστήριο καθώς τα αρχεία γεννήσεων καταστράφηκαν σε μία πυρκαγιά.
Όταν η µητέρα του πέθανε και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, κατάλαβε ότι δεν θα τον φρόντιζε κανείς, γι’ αυτό και πήγε να µείνει σε µια γειτονική οικογένεια. Ήταν µόλις επτά χρονών όταν δούλεψε σε έναν ιεροκήρυκα, ο οποίος παράλληλα παρασκεύαζε και πουλούσε ουίσκι από το µαγαζί του.
Το µικρό αγόρι από το Τενεσί εργάστηκε σκληρά και αποδείχτηκε ικανότατος µαθητής. Έδειχνε µεγάλο ενδιαφέρον για την παρασκευή του ουίσκι και είχε µάθει τη διαδικασία τόσο καλά, που ο ιεροκήρυκας τον έκανε συνεταίρο του. Όταν αργότερα αποσύρθηκε για να ασχοληθεί αποκλειστικά µε τα ιερατικά, πούλησε το µερίδιό του στον 13χρονο.
Στόχος του Ντάνιελ ήταν να παράγει όσο το δυνατόν καλύτερο ουίσκι. Το έφτιαχνε από καλαµπόκι, σίκαλη και βύνη, έχοντας ως αρχή το κατακάθι της προηγούµενης επεξεργασίας να το χρησιµοποιεί στην επόµενη φουρνιά.
Επίσης, εφήρμοσε µια ξεχωριστή διαδικασία «καθαρισµού» µε σκοπό να «εξευγενίσει» το ουίσκι που έβγαινε από το αποστακτήριο. Η διαδικασία αυτή απαιτούσε επιπλέον 10-12 µέρες, ώστε να καθαρίσει το ουίσκι τελείως από το ξυλοκάρβουνο των βαρελιών, τα οποία παρεμπιπτόντως κατασκευάζονταν μέσα στο αποστακτήριο, όµως ο ίδιος πίστευε ότι άξιζε το χρόνο και την προσπάθεια.
Κατά τη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου, ο Ντάνιελ µαζί µε ένα φίλο του φόρτωναν το καµουφλαρισµένο µε σανό ουίσκι σε µια άµαξα και μετέβαιναν στην πόλη, ογδόντα χιλιόµετρα µακριά, για να το πουλήσουν. Ο κίνδυνος ήταν µεγάλος για τους δύο νέους, αφού αν τους περνούσαν για Βόρειους θα τους σκότωναν, ενώ πάντα υπήρχε ο φόβος να τους λεηλατήσουν στον δρόµο.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ο σερίφης τούς είχε απαγορεύσει να πουλάνε ουίσκι, γεγονός που τους ανάγκαζε να περιµένουν ως τα µεσάνυχτα έξω από την πόλη και να το πουλούν µε προσοχή τις πρώτες πρωινές ώρες. Όµως, ακόµα και όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Βόρειους, αυτοί δεν ενόχλησαν τον Ντάνιελ αφού δεν ήθελαν να ξεµείνουν από ουίσκι.
Καθώς το ουίσκι άρχισε να γίνεται δηµοφιλές, ο Ντάνιελ αναζήτησε µέρη µε απεριόριστη ποσότητα νερού µε ασβεστόλιθο. Τελικά, βρήκε στο κοίλωµα ενός σπηλαίου, στην είσοδο του οποίου σήμερα δεσπόζει ο ανδριάντας του, µία τρεχούµενη πηγή όπου το νερό δεν είχε υπολείµµατα σιδήρου και µε θερµοκρασία 10 βαθµών Κελσίου «φάνταζε» ως ιδανικό για την παραγωγή µοναδικού ουίσκι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1860, η Οµοσπονδιακή Κυβέρνηση άρχισε να νοµιµοποιεί, ώστε να φορολογεί, τις εταιρείες παραγωγής ουίσκι, και έτσι το 1866 η εταιρεία Jack Daniel Distillery ήταν η πρώτη εγγεγραµµένη οινοπνευµατοποιία στην Αµερική. Το 1890 ήταν ο µεγαλύτερος παραγωγός στο Τενεσί, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα η φήµη του εξαπλώθηκε σε όλη την Αµερική όταν κέρδισε έναν γευστικό διαγωνισµό για το καλύτερο ουίσκι.
Στην αρχή, το ουίσκι εµφιαλωνόταν σε πήλινες στάµνες µε χαραγµένο το όνοµα του ιδρυτή, το οποίο λειτουργούσε και ως διαφήµιση, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 καθιερώθηκαν τα γυάλινα µπουκάλια. Αν και τα πρώτα μπουκάλια ήταν σχετικά στρογγυλά, ο Ντάνιελ, που πάντα θεωρούσε ότι η συσκευασία έπρεπε να τραβάει την προσοχή, εισήγαγε το 1895 ένα τετράγωνο µπουκάλι µε ραβδωτό λαιµό, µοναδικό για την εποχή.
Αναμφίβολα, χρονολογία-ορόσημο αποτελεί το 1876 όταν παρουσιάστηκε το Jack Daniel’sOld No. 7. Υπάρχουν διάφορες εικασίες σχετικά με την επιλογή του εν λόγω αριθμού. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το επτά ήταν ο αγαπημένος αριθμός του Ντάνιελ, άλλοι ότι τα εμπορεύματά του μεταφέρονταν από το έβδομο βαγόνι του τρένου ή ότι ο ίδιος είχε επτά φιλενάδες. Πάντα υπάρχει ένας μύθος για ένα προϊόν που θα έγραφε ιστορία…
Ο Ντάνιελ δεν είχε παιδιά και έτσι ανέθεσε στον αγαπηµένο του ανιψιό, Λεµ Μότλοου, την τήρηση των βιβλίων της επιχείρησης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν πια ήταν ιδιαίτερα εύπορος, δώρισε µεγάλα ποσά στην εκκλησία και σε κοινωνικές οργανώσεις. Παρέµεινε εργένης σε όλη του τη ζωή, μολονότι γνώρισε αρκετές όµορφες κοπέλες, ορισµένες αρκετά µικρές για να είναι κόρες του.
Το 1907, προβλήµατα υγείας τον ανάγκασαν να παραδώσει την επιχείρηση στον ανιψιό του. Μερικά χρόνια αργότερα, η μοίρα του έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Συγχυσµένος επειδή δεν µπορούσε να θυμηθεί το συνδυασμό για να ανοίξει το χρηµατοκιβώτιο στο γραφείο του, το κλώτσησε. Με το χτύπημα έσπασε το δάχτυλο του ποδιού του και μολύνθηκε, με αποτέλεσμα να προκληθεί σηψαιμία που οδήγησε στο θάνατό του το 1911, στα 61 ή στα 65 του χρόνια.
Την ίδια χρονιά παρασκευάστηκε και το άλλο διάσημο προϊόν της εταιρείας, το Black Label, το οποίο εικάζεται ότι διέθετε μαύρη ετικέτα ως φόρο τιμής στον ιδρυτή. Πάντως ο Μότλοου, όπως και οι τέσσερις γιοι του που τον διαδέχτηκαν, σεβάστηκαν την ποιότητα, την παράδοση και τις µοναδικές διαδικασίες παραγωγής του ουίσκι, που όρισε ο Τζακ Ντάνιελ πριν από 140 περίπου χρόνια.
πηγή: ”Γνωστά Ονόματα Άγνωστες Ιστορίες 1” (εκδ. Σταμούλης)