Ποιος είναι ο δημιουργός της γνωστής εταιρείας ειδών υγιεινής και πλακιδίων  που πήρε μια τοπική αλυσίδα της Θήβας και τη μετέτρεψε σε αξιόμαχο πανελλαδικό παίκτη

Τoυ Δημήτρη Μαρκόπουλου

Τα κλισέ είναι κακό πράγμα. Συνηθίζουν να κολλάνε ρετσινιές εκεί που δεν υπάρχουν και να δημιουργούν στερεότυπα που η ίδια η ζωή ανατρέπει. Λέει, λοιπόν, ο αστικός μύθος ότι η πρώτη γενιά δημιουργεί και η δεύτερη καταστρέφει. Να, όμως, που υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που αποδεικνύουν το εντελώς αντίθετο. Οπως ο δημιουργός της γνωστής εταιρείας ειδών υγιεινής και πλακιδίων Ravenna, Ανδρέας-Πλάτωνας Βρεττός, ο οποίος όχι μόνο σεβάστηκε αυτό που του άφησε ο πατέρας του, αλλά κυριολεκτικά το απογείωσε. Πήρε μια τοπική αλυσίδα της Θήβας και τη μετέτρεψε σε αξιόμαχο πανελλαδικό παίκτη, με ανάπτυξη, επενδύσεις, προσωπικό 75 ατόμων, δημιουργώντας ένα success story στην Ελλάδα της κρίσης. Μια κερδοφόρα επιχειρηματική προσπάθεια, όταν η υπόλοιπη αγορά, λόγω της πτώσης της οικοδομής, καταποντιζόταν.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο Ανδρέας-Πλάτωνας Βρεττός γεννήθηκε το 1974, συγκεκριμένα λίγο πριν τη Μεταπολίτευση, στο Σίδνεϊ. Ο πατέρας του, Ιωάννης, ήταν από την πρώτη σειρά μεταναστών στην Αυστραλία, ο οποίος πήγε εκεί στα 18 του και συνολικά έζησε 24 χρόνια κατορθώνοντας να κάνει όσα όφειλε για να αναπτυχθεί και να κερδίσει στη ζωή του. Αφού ο πρώτος στόχος, δηλαδή να βγει η οικογένεια από τη φτώχεια και να ορθοποδήσει, επιτεύχθηκε, αποφάσισαν με τη σύζυγό του να πάρουν τα παιδιά τους και να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Για ένα διάστημα 2-3 ετών ζούσαν όλοι μεταξύ Ελλάδας και Λονδίνου μέχρις ότου να αποφασιστεί ποια θα είναι η μόνιμη έδρα τους, που δεν ήταν άλλη από την Ελλάδα και συγκεκριμένα την πόλη της Θήβας. Παρά την επιβεβαίωση του γνωστού στίχου του Διονύση Σαββόπουλου για το πόσο «άθλια και ασυνάρτητη» ήταν η ελληνική επαρχία, η Θήβα για την οικογένεια Βρεττού εξελίχθηκε σε μια πόλη ευκαιρίας. Ο μικρός Ανδρέας-Πλάτωνας σε αυτή την πόλη έκανε τα πρώτα του βήματα τη δεκαετία που καθόρισε την εξέλιξη των πραγμάτων στη χώρα μας, δηλαδή το ’80. Ο ίδιος μάλιστα θυμάται:

«Μεγάλωσα στη Θήβα και από μικρός ήμουν ένα πολύ ανήσυχο παιδί το οποίο δεν το χωρούσε ο τόπος, αλλά γενικά με χαμηλό προφίλ και όχι ιδιαίτερα κοινωνικό. Γενικά ήμουν πολύ ανήσυχος και υπερβολικά δραστήριος και συνέχεια ήθελα να κάνω παραπάνω πράγματα. Ο πατέρας μου ξεκίνησε να ασχολείται με τα πλακάκια και τα είδη υγιεινής το 1981 ανοίγοντας ένα μικρό κατάστημα στη Θήβα. Δεν θυμάμαι κανένα Σάββατο πρωί από τα 7 μου χρόνια που να μη με ξύπνησε το πρωί στις 7 για να με πάρει μαζί του στη δουλειά. Οπως επίσης και τα καλοκαίρια. Από την πρώτη ημέρα τον διακοπών πήγαινα μαζί του στο μαγαζί».

Με πολύ κόπο και αγώνα η οικογένεια συνέχισε να κάνει αυτό που γνώριζε πολύ καλά από την Αυστραλία: να εργάζεται σκληρά. Κάπως έτσι, η καλή πορεία του πρώτου καταστήματος με είδη υγιεινής έφερε ένα δεύτερο στη γειτονική Χαλκίδα και ένα τρίτο στη Λιβαδειά. Ο Ανδρέας-Πλάτωνας Βρεττός, όμως, από πολύ μικρός είχε αποφασίσει ότι πρέπει να αποκτήσει τις δικές του εικόνες και εμπειρίες. Ετσι, μόλις τελείωσε το Λύκειο έφυγε αμέσως για σπουδές στην Αυστραλία. Οπως λέει ο ίδιος, όμως, με μια μικρή διαφορά: «Δεν πήγα στο Σίδνεϊ όπου είχα συγγενείς, αλλά στη Μελβούρνη, έτσι ώστε ανεπηρέαστος να αρχίσω να χτίζω το όνειρό μου. Σπούδασα Διεθνές Εμπόριο και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο RMIT University of Melbourne. Για να μπορέσω να συντηρηθώ και να βγάλω τα έξοδά μου παράλληλα με τις σπουδές μου δούλευα στα “Burger King” (στην Αυστραλία λειτουργούν με το όνομα “Hungry Jack’s”). Επειδή το κατάστημα όπου εργαζόμουν ήταν σε πρατήριο Shell και επομένως άνοιγε στις 6 το πρωί, αυτό με βόλευε γιατί μπορούσα να δουλεύω μέχρι τις 10 και μετά να πηγαίνω στο πανεπιστήμιο. Οταν τελείωσα τις σπουδές μου, οι γονείς μου μού ζήτησαν να επιστρέψω για να βοηθήσω στην οικογενειακή επιχείρηση. Αν και η ελληνική πραγματικότητα δεν ήταν το περιβάλλον που θα ήθελα να δραστηριοποιηθώ, τελικά επέστρεψα».

ravenna

Η ελληνική πραγματικότητα

Ηδη όμως o 43χρονος σήμερα επιχειρηματίας είχε δημιουργήσει το πλάνο στο μυαλό του για το πώς θα μπορούσε να εξελίξει μαζί με την οικογένειά του την εταιρεία του πατέρα του, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια της Θήβας ή, πιο σωστά, αξιοποιώντας την ευκαιρία που η περιοχή του έδινε. Ετσι, λοιπόν, μαζί με τον αδελφό του Λουκά ανέλαβαν τον έλεγχό της. Ο ίδιος ασχολήθηκε με τις εισαγωγές και την οικονομική διαχείριση και ο αδελφός του με τις πωλήσεις.

Μεγάλο ρόλο στην εξέλιξή τους έπαιξε και η εμπιστοσύνη που τους είχε ο πατέρας τους, με αποτέλεσμα από τα 25 του χρόνια ο σημερινός ιδιοκτήτης της Ravenna να πηγαίνει μόνος του σε εκθέσεις στο εξωτερικό, να κλείνει συμφωνίες και να διαπραγματεύεται με τα εργοστάσια. Η ίδια η δουλειά εξελίχθηκε στο δικό του σχολείο. Μετά από δύο χρόνια είχε φτάσει η ώρα να γίνει και το επόμενο βήμα.

Ο ίδιος θυμάται: «Η πρώτη σκέψη ήταν να πάμε την εταιρεία κοντά στην Αθήνα, αλλά αυτό δεν ήταν οικονομικά εφικτό. Ετσι, κάνοντας έρευνα για έναν χρόνο περίπου, βρήκα το οικόπεδο στο Σχηματάρι, το οποίο ήταν σε κομβικό σημείο στη Στερεά Ελλάδα, δίπλα σε Εύβοια και Βοιωτία και μισή ώρα από την Αθήνα. Το 2002, λίγο προτού κλείσω τα 28 μου, ξεκίνησε η Ravenna, η οποία είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της. Δημιουργήσαμε ένα νέο concept για την ελληνική αγορά, με έναν δικό μας και ξεχωριστό τρόπο λειτουργίας. Μεγάλη γκάμα προϊόντων, όλα ετοιμοπαράδοτα, άμεση εξυπηρέτηση και παράδοση στους πελάτες, δίνοντας μεγάλη σημασία στην ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών. Φυσικά, αυτό που καταφέραμε ήταν να έχουμε τις πιο ανταγωνιστικές τιμές, με αποτέλεσμα να προσελκύουμε πελάτες από όλη την Ελλάδα. Υπήρχαν πελάτες που έπρεπε να οδηγήσουν 200 και 300 χιλιόμετρα, ή ακόμα και να πάρουν αεροπλάνο ή καράβι για να έρθουν στην Αθήνα και να μας επισκεφθούν. Το πιο δυνατό μας σημείο ήταν η ρευστότητα στις επιχειρήσεις. Δεν δεχόμασταν επιταγές, δεν είχαμε ανοιχτό κανένα υπόλοιπο με τους πελάτες μας και όλες οι πωλήσεις γίνονταν τοις μετρητοίς. Σαφώς και χάναμε δουλειές, αλλά η ρευστότητα ήταν για εμάς πιο σημαντική, γιατί μας βοηθούσε να δουλεύουμε χωρίς να έχουμε ανάγκη τις τράπεζες, όπως επίσης να κάνουμε καλύτερες αγορές από τους ανταγωνιστές μας. Ετσι, όταν έφτασε η κρίση ήμασταν η μόνη εταιρεία στον κλάδο μας που δεν έχασε χρήματα, αφού ούτε υπόλοιπα είχαμε στην αγορά, ούτε επιταγές πελατών στα χέρια μας».

Η εταιρεία μεγάλωνε συνεχώς και στα επόμενα  3 χρόνια έγινε αγορά 15 στρεμμάτων σε απόσταση 3 χιλιόμετρων από τις εγκαταστάσεις της προκειμένου να στεγαστούν οι κεντρικές αποθήκες της σε στεγασμένο χώρο 5.500 τετραγωνικών μέτρων. Η επιχείρηση συνέχισε να μεγαλώνει και να βασίζεται μόνο σε ίδια κεφάλαια και χωρίς δανεισμό. Επίσης, προγραμματίζοντας το επόμενο βήμα, το οποίο ήταν να μετεξελιχθεί η Ravenna σε πολυκατάστημα, με ένα τελείως διαφορετικό concept από τα συνηθισμένα, κάποια στιγμή προχώρησε η αγορά 50.000 τ.μ. στο Σχηματάρι και εκδόθηκε άδεια για logistics 20.000 τ.μ. Δυστυχώς, λόγω των άσχημων οικονομικών εξελίξεων αυτό θα έπρεπε προς το παρόν να περιμένει.

«Αποφάσισα ότι θα πρέπει να μείνω πιστός στο πλάνο που είχα και να επιμείνω στο διαφορετικό και στην ποιότητα των υπηρεσιών που θα προσφέραμε στους πελάτες μας», λέει ο επιχειρηματίας και συνεχίζει: «“Χαμηλό προφίλ και πολλή δουλειά” ήταν αυτά που συνιστούσα συνεχώς στον εαυτό μου και στους συνεργάτες μου, αν και ομολογώ ότι δεν ήταν πάντα εύκολο. Τελικά ο χρόνος μάς δικαίωσε και παρά την πολύ δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε όλα αυτά τα χρόνια, η Ravenna όχι μόνο άντεξε, αλλά προχώρησε και σε επενδύσεις. Το 2012 δημιουργήσαμε ένα τμήμα που θα ασχολείται αποκλειστικά με τη χονδρική πώληση, εντελώς ανεξάρτητο από τη λιανική. Αυτό στελεχώθηκε με ανθρώπους που είχαν μεγάλη εμπειρία στον κλάδο της χονδρικής στα πλακάκια και ειδή υγιεινής. Και σ’ αυτό μας το βήμα κρατήσαμε τις σταθερές μας άξιες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να δημιουργήσουμε ένα αρκετά μεγάλο δίκτυο συνεργαζόμενων καταστημάτων, τα οποία μας έδειξαν εμπιστοσύνη και έτσι το συγκεκριμένο τμήμα να πρωταγωνιστεί πλέον στη χονδρική στην Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του 2012 και ενώ ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε το επόμενο μεγάλο βήμα, ο αδελφός μου αποφάσισε να αποχωρήσει από την εταιρεία. Σίγουρα υπήρξε μεγάλο συναισθηματικό κόστος για εμένα, αλλά και οικονομικό για την εταιρεία. Πάντα έλεγα και συνεχίζω να λέω καθημερινά στο εαυτό του ότι είμαι γεννημένος για τα δύσκολα, γιατί εκεί είναι που έχω λιγότερο ανταγωνισμό. Δεν είχα το δικαίωμα να τα παρατήσω και έτσι μετά από δύο χρόνια ήμουν έτοιμος για τα επόμενα βήματα».

Η εταιρεία αναδιοργάνωσε πολλά τμήματά της, άλλαξε ριζικά την γκάμα των προϊόντων της και αύξησε σχεδόν στο διπλάσιο τους κωδικούς. Επίσης, ένα κομβικό σημείο στην ανανεωμένη εικόνα της Ravenna ήταν και η συνεργασία της με τον αρχιτέκτονα Σπύρο Σούλη, ο όποιος έγινε ο ambassador της εταιρείας. Παράλληλα, το 2015 ξεκίνησε και το eshop της επιχείρησης, με πολλές καινοτομίες, που πρώτη φορά παρουσιάζονται στην Ελλάδα. «Δούλεψα πάνω σε αυτό το πλάνο μόνος μου επί δύο ολόκληρα χρόνια: οι πελάτες έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν έως έξι διαφορετικά είδη πλακιδίων και με κόστος 25 ευρώ να τους αποσταλούν τα δείγματα με courier στον χώρο τους. Ταυτόχρονα εκδίδεται και ένα κουπόνι ώστε με την αγορά των πλακιδίων αυτά τα 25 ευρώ να τους επιστρέφονται σε μορφή έκπτωσης. Μέσω της πλατφόρμας που έχουμε δημιουργήσει, εμπορεύματα μπορούν να αποσταλούν σε όλα τα σημεία της χώρας. Μετά από πολλά χρόνια προσωπικής έρευνας και μελέτης αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα για το νέο φυσικό κατάστημα της Ravenna. Μπορεί ακόμα η αγορά να έχει δυσκολίες, εγώ όμως ήμουν έτοιμος να πάρω το ρίσκο μου. Τον Φεβρουάριο του 2017 δημιουργήσαμε το επόμενο φυσικό σημείο πώλησης της εταιρείας, προσθέτοντας στην ήδη υπάρχουσα γκάμα ακόμα δύο κατηγορίες προϊόντων: έπιπλα σπιτιού και φωτισμό. Το κατάστημα αυτό έγινε στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στο πιο εμπορικό σημείο της πόλης, δίπλα από το “Mediterranean Cosmos” στην Πυλαία.
Επέλεξα τη Θεσσαλονίκη γιατί πιστεύω ότι έλειπε γενικότερα από τη Βόρεια Ελλάδα μια εταιρεία με τη δική μας δομή και φιλοσοφία. Η επένδυση στοίχισε 3,1 εκατ. ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος προήλθε από ίδια κεφάλαια», τονίζει.

Πολύ μεγάλο βάρος απέδωσε η εταιρεία στην επιλογή και εκπαίδευση των 28 ατόμων που θα στελέχωναν το κατάστημα της Θεσσαλονίκης, η οποία έγινε στις κεντρικές εγκαταστάσεις της στο Σχηματάρι για δύο μήνες. Σήμερα η Ravenna απασχολεί 75 άτομα, αριθμός που αναμένεται να μεγαλώσει. Ανθρωποι που, όπως αναφέρει ο ιδιοκτήτης, «ξέρουν πολύ καλά ότι μπορούν να έρθουν στο γραφείο μου ανά πάσα στιγμή και να μου μιλήσουν για οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίζουν, γνωρίζοντας ότι απέναντί τους έχουν κάποιον που θα τους ακούσει». Και καταλήγει: «Είμαι μόλις 43 ετών, με πολλή όρεξη για δουλειά. Ο μόνος μου εχθρός είναι η ίδια η χώρα που βάζει καθημερινά εμπόδια στις σωστές επιχειρήσεις και επιτρέπει σε άλλες να φοροδιαφεύγουν καθημερινά και να κάνουν αθέμιτο ανταγωνισμό σε εμάς».