Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές πολιτικές προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας.

Με καριέρα που εκτείνεται από την αντιδικτατορική δράση έως την κορυφή της πολιτικής ηγεσίας, σημάδεψε την πορεία της χώρας με το όραμά του για εκσυγχρονισμό, οικονομική σταθερότητα και ευρωπαϊκή ενοποίηση. Άφησε την τελευταία του πνοή την Κυριακή, 5 Ιανουαρίου στις 08:10 το πρωί στο νοσοκομείο Κορίνθου όπου και διακομίστηκε από το εξοχικό του στους Αγίους Θεοδώρους όπου και βρισκόταν.

Πρώτα χρόνια και σπουδές

Γεννημένος στον Πειραιά στις 23 Ιουνίου 1936, ο Σημίτης μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με έντονη πολιτική παράδοση. Ο πατέρας του, Γεώργιος Σημίτης, ήταν δικηγόρος, καθηγητής στην ΑΣΟΕΕ και ενεργό μέλος της Εθνικής Αντίστασης, ενώ η μητέρα του, Φανή Χριστοπούλου, υπήρξε κορυφαίο στέλεχος γυναικείων οργανώσεων της Αριστεράς. Οι γονείς του συμμετείχαν ενεργά στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι εμπειρίες της οικογένειας επηρέασαν βαθιά τη σκέψη του νεαρού Κώστα Σημίτη.

Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ στη Δυτική Γερμανία και οικονομικά στο London School of Economics. Μετά την ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής το 1959, ξεκίνησε μια διακεκριμένη ακαδημαϊκή καριέρα, διδάσκοντας στα πανεπιστήμια της Κωνσταντίας και του Γκίσεν στη Γερμανία. Το 1977 εξελέγη καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου συνέβαλε σημαντικά στην ακαδημαϊκή κοινότητα.

Αντίσταση και συμμετοχή στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο Σημίτης ίδρυσε τον Όμιλο Πολιτικής Έρευνας «Αλέξανδρος Παπαναστασίου», που αποτέλεσε τη βάση για την αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα».

Η δράση του τον οδήγησε σε εξορία, ενώ η σύζυγός του, Δάφνη, κρατήθηκε σε απομόνωση για δύο μήνες από το καθεστώς. Το 1974, συμμετείχε στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση της ιδεολογίας και της οργανωτικής του δομής. Διετέλεσε μέλος της πρώτης Κεντρικής Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου.

Πολιτική διαδρομή και υπουργικές θητείες

Η πολιτική καριέρα του Σημίτη αναβαθμίστηκε μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Ως υπουργός Γεωργίας (1981-1985), προώθησε την ένταξη της ελληνικής γεωργίας στην ευρωπαϊκή πολιτική, εξασφαλίζοντας σημαντικές ενισχύσεις. Ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας (1985-1987), εφάρμοσε το πρώτο πρόγραμμα σταθεροποίησης, μειώνοντας τον πληθωρισμό και τις δημοσιονομικές ανισορροπίες. Επανήλθε ως υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Εμπορίου (1993-1995), όπου έθεσε τις βάσεις για τη μακροχρόνια ανάπτυξη του τομέα.

Κώστας Σημίτης: Τα πρώτα χρόνια στο ΠΑΣΟΚ, οι σχέσεις με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τα Ίμια, και η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ

Η προσήλωσή του στις μεταρρυθμίσεις συχνά τον έφερε σε αντιπαράθεση με τον Ανδρέα Παπανδρέου, γεγονός που οδήγησε σε προσωρινή απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση. Παρά τις διαφορές, η επιμονή του Σημίτη στην οικονομική αναδιάρθρωση κέρδισε την εκτίμηση τόσο εντός όσο και εκτός ΠΑΣΟΚ.

Ανάληψη της πρωθυπουργίας

Στις 18 Ιανουαρίου 1996, μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου λόγω υγείας, ο Σημίτης εξελέγη πρωθυπουργός από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Το όραμά του για εκσυγχρονισμό και ευρωπαϊκή σύγκλιση καθόρισε την πολιτική του πορεία. Τον Ιούνιο του 1996, εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και κέρδισε τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 και του Απριλίου 2000.

Οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις

Η πρωθυπουργία του Σημίτη χαρακτηρίστηκε από φιλοευρωπαϊκή πολιτική και δημοσιονομική πειθαρχία. Μεταξύ των σημαντικότερων επιτευγμάτων του ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) το 2001, η οποία ενίσχυσε την οικονομική σταθερότητα και τη θέση της χώρας στην Ευρώπη. Παράλληλα, η κυβέρνησή του προώθησε ιδιωτικοποιήσεις και μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές, όπως η Αττική Οδός, η Εγνατία Οδός και το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Ωστόσο, η πολιτική λιτότητας που εφαρμόστηκε για την επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ προκάλεσε κοινωνικές αντιδράσεις. Παρά τις προκλήσεις, ο Σημίτης υπερασπίστηκε την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές, θεωρώντας τις απαραίτητες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της οικονομίας.

Ίμια, εξωτερική πολιτική και ευρωπαϊκή πορεία

Από τις 25 Δεκεμβρίου του 1996, με αφορμή ένα ναυτικό ατύχημα, είχε αρχίσει να εξελίσσεται η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τη Δευτέρα 29 Ιανουαρίου η Άγκυρα δήλωσε ότι τα Ίμια ανήκουν στην Τουρκία και μια τουρκική φρεγάτα πλησίασε τις βραχονησίδες. «Την Τρίτη 30.1 το πρωί συγκαλώ τα αρμόδια για το θέμα μέλη της Κυβερνητικής Επιτροπής (…) Την ίδια ημέρα η ΕΥΠ ενημερώνει το ΓΕΝ ότι εντοπίστηκε σήμα από τουρκική πηγή προς τουρκικό πλοίο στην περιοχή με οδηγία να φωτογραφηθεί και αν βιντεοσκοπηθεί μια νησίδα των Ιμίων. Πρόκειται για εκείνη που στη συνέχεια θα καταληφθεί από τους Τούρκους».

Το απόγευμα της Τρίτης συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, οι πληροφορίες λένε ότι ο τουρκικός στόλος βγήκε από τα Δαρδανέλια, και ο Μπιλ Κλίντον καλεί τον Έλληνα Πρωθυπουργό. «Ο πρόεδρος Κλίντον με πληροφορεί ότι ανησυχεί μήπως η κρίση στα Ίμια οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών και συμβουλεύει να πάρουμε τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφευχθεί μια πολεμική σύγκρουση. Από τη συνομιλία μας σχημάτισα την εντύπωση ότι η ενημέρωσή του ήταν ελλιπής (…) Του απάντησα ότι Ίμια ανήκουν στην Ελλάδα» είχε δηλώσει ο Κώστας Σημίτης.

Μετά τη λήξη της κοινοβουλευτικής συζήτησης πραγματοποιήθηκε και δεύτερη σύσκεψη της Κυβερνητικής Επιτροπής. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Λυμπέρης έχει απλώσει τους χάρτες πάνω στο τραπέζι και υποστηρίζει ότι η Ελλάδα έχει εκεί «τη μεγαλύτερη δύναμη» και ότι η Τουρκία κάνει κινήσεις τακτικής. Ο Σημίτης ρώτησε τον Λυμπέρη αν φυλάσσεται η δεύτερη βραχονησίδα, «μου απάντησε χωρίς δισταγμό ότι βεβαίως και φυλάσσεται». «Συμφωνούμε όλοι ότι πρέπει να απευθυνθούμε στις ΗΠΑ, επειδή είναι η μόνη χώρα που μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά την τουρκική στάση. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος ανέλαβε να μιλήσει με τον Χόλμπρουκ, όταν η Άγκυρα ανακοίνωσε ότι Τούρκοι κομάντος κατέλαβαν την μία από τις δύο νησίδες. Ο Λυμπέρης το διέψευδε, αλλά το επιβεβαίωναν οι Αμερικανοί. Ζητήθηκε η βοήθεια των ΗΠΑ για απεμπλοκή. Πολύ αργότερα ο Σημίτης ενημερώθηκε για την πτώση του ελικοπτέρου και τα τρία νεκρά μέλη του.

Την Τετάρτη ενημέρωσε τη Βουλή και ευχαρίστησε τους Αμερικανούς για τη συμβολή τους, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων ακόμα και από ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ που αμφισβήτησε την ικανότητα της κυβέρνησης να χειρίζεται τα εθνικά θέματα.

Συνολικά στην εξωτερική πολιτική, ο Σημίτης υιοθέτησε μια στρατηγική μετριοπάθειας και συνεργασίας. Προώθησε τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, συμμετείχε στις συνομιλίες για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και υποστήριξε την ενίσχυση της παρουσίας της Ελλάδας στα Βαλκάνια.

Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ το 2003, υπογράφηκε η ένταξη δέκα νέων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, ενώ ολοκληρώθηκε το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος.

Η ένταξη στο ευρώ

Στις 19 Ιουνίου 2000 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα, αποφασίστηκε η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος Ευρώ από την Ελλάδα.

Ο Κώστας Σημίτης, στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του (2000-2003), ήταν και τα πρώτα χρόνια της Ελλάδας στο ευρώ. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες 11 χώρες.

Τα οφέλη από την ένταξη στο ευρώ έγιναν αισθητά τα πρώτα αυτά χρόνια. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι επενδύσεις για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Η ένταξη στο ευρώ έφερε μαζί με το νέο νόμισμα αυξημένη αξιοπιστία αλλά και σημαντικούς περιορισμούς στη μακροοικονομική πολιτική της χώρας. Η νομισματική πολιτική είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη της ΕΚΤ. Η δημοσιονομική πολιτική όφειλε να τηρεί της δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειούμενο δημόσιο χρέος.

Τέλος θητείας και αποχώρηση από την πολιτική

Ο Σημίτης ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ τον Ιανουάριο του 2004, παραδίδοντας τη θέση στον Γιώργο Παπανδρέου. Παρέμεινε ενεργός στη δημόσια ζωή, συγγράφοντας βιβλία και αρθρογραφώντας για την πολιτική και την οικονομία. Το 2008, η αποπομπή του από την κοινοβουλευτική ομάδα λόγω διαφωνιών για τη Συνθήκη της Λισσαβώνας σηματοδότησε το τέλος της άμεσης πολιτικής του παρουσίας.

Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr