Τρεις φορές είχε παραιτηθεί ο Κώστας Σημίτης των αξιωμάτων που κατείχε στην εκάστοτε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στον κομματικό μηχανισμό ή και στα δύο. Και τρεις φορές επανήλθε. Το 1979, δύο χρόνια προτού το ΠΑΣΟΚ αναλάβει την εξουσία, ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε από το Εκτελεστικό Γραφείο, διαχωρίζοντας τη θέση του από την κομματική γραμμή, με αφορμή ένα φυλλάδιο κατά της ΕΟΚ.

Κατόπιν, ο Σημίτης παραιτήθηκε από υπουργός Εθνικής Οικονομίας το 1987 και πάλι το 1995, από ένα διαφορετικό «παραγωγικό» υπουργείο, αλλά εκφράζοντας ξανά, ανοιχτά και δημόσια, την κάθετη διαφωνία του με τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Έτσι, ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ο μόνος από τους πρωτοκλασάτους επιτελείς του Παπανδρέου ο οποίος αποστασιοποιήθηκε τόσες φορές, και μάλιστα με τόσο έντονη διάσταση απόψεων με τον αρχηγό του, αλλά και τόσο ειρηνικά, τόσο αναίμακτα -δημοσίως τουλάχιστον- τόσο «πολιτισμένα». Ήταν, άραγε, αυτό ένα στοιχείο του χαρακτήρα του ή μία συνειδητά, προσεκτικά σχεδιασμένη τακτική; Τώρα πια μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα ότι ήταν και τα δύο, αξεχώριστα.

Ο Σημίτης ήταν ο μόνος μεταξύ των ηγετικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ που πάντα γύριζε πίσω, κάπως σαν επιβεβαίωση της κατά Φρίντριχ Νίτσε θεωρίας περί της «αιώνιας επιστροφής». Αποφεύγοντας να ακολουθήσει τη συνήθη οδό των διαφωνούντων, ότι θα τον ενδιέφερε σοβαρά π.χ. η δημιουργία ενός διαφορετικού κόμματος από το ΠΑΣΟΚ.

Επιπλέον, το ότι διατήρησε απαρέγκλιτα έναν κώδικα συμπεριφοράς κόσμιο, χωρίς ρητορικές κορώνες και ακρότητες, χωρίς μελόδραμα και παραστάσεις πολιτικής οπερέτας όπως θα έκαναν πολλοί στη θέση του, δείχνει το ποιος ήταν ο Κώστας Σημίτης: Ένας εξαιρετικά φιλόδοξος άνθρωπος, με σπάνια πολιτική ευφυΐα και οξυδερκή αντίληψη για το πώς λειτουργεί το σύστημα νομής και διαχείρισης της εξουσίας, πώς θα μπορούσε ο ίδιος να πατήσει τα σωστά πλήκτρα και να γυρίσει τους σωστούς μοχλούς τη σωστή στιγμή ώστε να αναδειχθεί κυρίαρχος του παιχνιδιού.

Διέθετε επίσης και μία ακόμη πιο σπάνια, ειδικά για Έλληνα πολιτικό, μεθοδικότητα. Πιθανώς επειδή, ως κοινωνός της γερμανικής κουλτούρας και νοοτροπίας, ο Κώστας Σημίτης είχε ενστερνιστεί τον διάσημο νιτσεϊκό αφορισμό, που ο ίδιος ακολούθησε πιστά, σαν δόγμα για την ανέλιξή του. «Ό,τι δεν σε σκοτώνει» -στην πολιτική εν προκειμένω- «σε κάνει πιο ισχυρό».

Και η ισχύς του Κώστα Σημίτη ήταν ακριβώς η μεθοδικότητα, η υπομονή, η επιμονή. Η επιφανειακή συγκαταβατικότητα που έκρυβε όμως μια χαλύβδινη αυτοπεποίθηση. Οι χαμηλοί τόνοι. Η στρατηγική του, γενικώς, ήταν αυτή του μαραθωνοδρόμου, όχι του σπρίντερ ή του σούπερ-σταρ που μπορεί να γίνει διάττων. Ήξερε τους στόχους του και ήξερε επίσης τι χρειαζόταν για να τους επιτύχει, σε όλα τα επίπεδα.

Η φιλοδοξία του Κώστα Σημίτη να φτάσει ως την απόλυτη κορυφή είναι εκ των υστέρων ευανάγνωστη, σχεδόν προφανής. Εντούτοις, το στοιχείο που ίσως τον έκανε να ξεχωρίζει από κάθε άλλον ανταγωνιστή του στην κούρσα διαδοχής του Ανδρέα, ήταν ότι η «μέθοδος Σημίτη» ήταν εντελώς αντίθετη από τη «μέθοδο Παπανδρέου». Ο Σημίτης ήξερε ότι δεν θα μαγέψει ποτέ τα πλήθη όπως ο Ανδρέας, ότι ακόμη και εάν ευαγγελιζόταν οποιαδήποτε σοσιαλιστικό -ή σοσιαλδημοκρατικό, έστω- μετασχηματισμό, δεν θα γινόταν πιστευτός. Ούτε από τους ψηφοφόρους ούτε από το κόμμα.

Εξάλλου, το 1995-1996, όταν ανοίχτηκε μπροστά του ο δρόμος προς την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και της χώρας (ή μάλλον με αντίστροφη σειρά), το πνεύμα των καιρών, το zeitgeist της εποχής, δεν ήταν πια εκείνο του ’81. Το επερχόμενο Millennium υπαγόρευε κάτι εντελώς διαφορετικό από τη σοσιαλίζουσα, αντι-δυτική υστερία που πυροδοτούσε και ενορχήστρωνε ο Ανδρέας Παπανδρέου καθ’ οδόν προς την κατίσχυση της «Αλλαγής» στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης.

Ο Σημίτης είχε συνειδητοποιήσει από νωρίς ότι, τουλάχιστον εντός ΠΑΣΟΚ, κανείς δεν είχε τη δική του συγκρότηση, τη δική του αντίληψη των τάσεων που διαμορφώνονταν διεθνώς και που η Ελλάδα θα έπρεπε, επιτέλους, να αποφασίσει πως θα έπρεπε να ακολουθήσει. Εξού και το δικό του όραμα, το δικό του «πρόταγμα» με καστοριαδικούς όρους, ήταν αυτό του εκσυγχρονισμού. Της σύγκλισης με την Ενωμένη Ευρώπη και τις ΗΠΑ επί της ουσίας -αλλά και πάση θυσία όπως θα αποδεικνυόταν.

Γι’ αυτό και καθεμία από τις τρεις παραιτήσεις του Κώστα Σημίτη ήταν και μια δοκιμαστική, διερευνητική βολή για το κατά πόσον πρόσφορο ήταν το έδαφος για να προχωρήσει. Εμμέσως ή και αμέσως, μια πολιτική διακήρυξη, ένα κωδικοποιημένο μανιφέστο. Το νόημα του οποίου, στον πυρήνα του, ήταν κάθε φορά ίδιο: Ότι ο Κώστας Σημίτης δεν ήταν διατεθειμένος να υποκύπτει εσαεί στη βούληση του αρχηγού του. Ότι δεν έβλεπε τον εαυτό του μόνο ως στενό συνεργάτη του Ανδρέα Παπανδρέου, συναγωνιστή και συνοδοιπόρο του από το 1969. Ο Σημίτης έβλεπε τον εαυτό του ως αυτόνομο και αυτόφωτο πολιτικό -ακόμη και σαν διάδοχο του Ανδρέα Παπανδρέου στην ηγεσία, του ΠΑΣΟΚ αλλά και της χώρας. Δήλωνε παρών -αλλά και ότι δεν βιαζόταν.

Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr