«Οριστικό τέλος τέθηκε στο σκάνδαλο δωροδοκίας της Siemens στην Ελλάδα, για το ελληνικό μέρος του μεγαλύτερου ίσως σκανδάλου διαφθοράς στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας», γράφει η tageszeitung. «Πέντε χρόνια μετά την έναρξη της δίκης αποφασίστηκε σε δεύτερο βαθμό ότι και οι 22 κατηγορούμενοι ανεξαιρέτως την γλιτώνουν. Οι επικριτές κάνουν λόγο για σκανδαλώδη ατιμωρησία – και δικαίως».
Εξαιτίας της βαρύτητας των κατηγοριών «η παραγραφή των αδικημάτων ήταν 20ετούς διάρκειας και έληγε το 2022. Τότε όμως εκκρεμούσε ακόμη η δευτεροβάθμια δίκη – και οι δικαστές άφησαν απλώς τις διαδικασίες να τρέχουν για την πλειοψηφία των κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένων ανωτάτων Ελλήνων και Γερμανών στελεχών της Siemens, έως ότου τελικά να παραγραφούν. Μία κατηγορούμενη αθωώθηκε, ένας φυγόποινος κατηγορούμενος δεν άσκησε έφεση ποτέ, ενώ ένας άλλος πέθανε», επισημαίνει η εφημερίδα του Βερολίνου.
Ισχυρές διασυνδέσεις στην πολιτική ηγεσία
Ανάμεσα στους κατηγορουμένους ήταν και ο Μιχάλης Χριστοφοράκος, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Siemens Hellas, ο οποίος διώχθηκε για αδικήματα που διαπράχθηκαν έως το 2002 – και εν τέλει παρήλθε η προθεσμία παραγραφής τους. «Ο Χριστοφοράκος, διατηρώντας τότε ισχυρές διασυνδέσεις με κορυφαία στελέχη των κυβερνώντων κομμάτων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, κατάφερε ήδη από νωρίς να διαφύγει από την Ελλάδα», αναφέρει η taz.
Το Εφετείο Αθηνών αποφάσισε επιπλέον «να επιστρέψει τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία είχαν παγώσει ως προϊόντα νομιμοποίησης εσόδων από δωροδοκία και αυτό όχι μόνο για την κατηγορούμενη που αθωώθηκε αλλά και για τους υπόλοιπους 19 πρώην κατηγορούμενους, σε βάρος των οποίων διακόπηκε η δίκη λόγω παραγραφής. Τα ελληνικά μέσα αξιολογούν την κρίση αυτή ως “μία ακόμη ιδιαιτέρως εξευτελιστική απόφαση” στο απερίγραπτο σκάνδαλο διαφθοράς της Siemens».
Οι χρυσές δουλειές της Siemens στην Ελλάδα
Οι δραστηριότητες στην Ελλάδα κατά τις δεκαετίες του ’90 και του 2000 «ήταν για τη Siemens ένα πραγματικό χρυσωρυχείο. Με αμφίβολα μέσα η εταιρεία του Μονάχου έκλεισε άκρως προσοδοφόρα συμβόλαια με τον ελληνικό δημόσιο τομέα», γράφει η taz.
Διαβάστε περισσότερα στην DW