Στις τρεις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο εγχώριος τραπεζικός τομέας, προκειμένου να συνεχίσει την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας εστιάζει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας οι τομείς που χρήζουν της προσοχής των τραπεζών είναι οι εξής:
Πρώτον, το υφιστάμενο ιδιαίτερα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), το οποίο αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα, αντικατοπτρίζοντας την επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα ως αποτέλεσμα της πανδημίας και της σταδιακής άρσης των μέτρων αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων (moratoria) και των άλλων υφιστάμενων μέτρων προστασίας των δανειοληπτών.
Δεύτερον, στην ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credit),το οποίο, επίσης, αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες προβαίνουν σε ενέργειες μείωσης του αποθέματος των ΜΕΔ.
Τέλος, στη χαμηλή οργανική κερδοφορία των τραπεζών στο υφιστάμενο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που αναμένεται να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μην διαφαίνεται πιθανή η δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου.
«Τα υφιστάμενα διαθέσιμα εργαλεία και οι ενέργειες των εμπλεκόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβουλίας του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ να προσδιορίζεται στο 35,8% βάσει στοιχείων εννεαμήνου του 2020, την αβεβαιότητα αναφορικά με την κλιμάκωσή του στο επόμενο διάστημα, την περιορισμένη δυνατότητα, λόγω χαμηλής κερδοφορίας, για δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου από τις τράπεζες, την εκτιμώμενη επιδείνωση της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης έναντι του Δημοσίου ως ποσοστού των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες, τόσο από τις τράπεζες, όσο και από την Πολιτεία», επισημαίνεται χαρακτηριστικά και προστίθεται:
«Εμπειρικά στοιχεία από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαιώνουν ότι Εταιρίες Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού (Asset Management Companies – AMC) με άρτιο σχεδιασμό και επαγγελματική διαχείριση μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία ανάκτησης των ενεχύρων και να αποτρέψουν την περιττή απώλεια πόρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των ΜΕΔ».
Σύμφωνα με την εποπτική αρχή, μία συστημική λύση που λαμβάνει υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες για τη δημιουργία και λειτουργία μιας Εταιρίας Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού, χρησιμοποιώντας τις υπάρχουσες υποδομές των τραπεζών, καθώς και τις υπάρχουσες πλατφόρμες εξυπηρέτησης ΜΕΔ από τρίτες εταιρίες διαχείρισης δανείων, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ταχείας αντιμετώπισης του προβλήματος των ΜΕΔ, το οποίο επηρεάζει την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού τομέα. «Η αντιμετώπιση του υφιστάμενου ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος ΜΕΔ θα επιτρέψει στις τράπεζες να διαχειριστούν πιο ενεργά τα ΜΕΔ που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας, ιδίως μετά την άρση της αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων και, ταυτόχρονα, να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στην αγορά, να περιορίσουν τον κίνδυνο απίσχνανσης των παλαιών και νέων μετόχων, καθιστώντας έτσι, τις τράπεζες πιο ελκυστικές για επενδυτές μετοχών», καταλήγει.
Διαβάστε ακόμη:
Άγνωστος Χ το άνοιγμα της εστίασης – Αγωνία για χιλιάδες επιχειρήσεις
Σούπερ μάρκετ: Τι ισχύει μετά τα νέα μέτρα – Το ωράριο λειτουργίας (vid)
Έρευνα: 1 στους 2 θα συνεχίζει να αγοράζει online παρά το άνοιγμα των καταστημάτων