Λίγα σκαλοπάτια χωρίζουν τις τράπεζες από την επενδυτική βαθμίδα, με τις εκτιμήσεις, τόσο της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), όσο και οικονομολόγων, να συγκλίνουν πως η αναβάθμισή τους στην ανώτατη κατηγορία πιστοληπτικής αξιολόγησης δεν θα αργήσει να έρθει.
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, η πρόσφατη αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες έχουν ήδη μειώσει σημαντικά την απόσταση που τις χωρίζει από το ψηλότερο σκαλοπάτι της διαβάθμισης των οίκων. Ενδεικτικά, στα μέσα Δεκεμβρίου ο S&P αναβάθμισε το αξιόχρεο τριών σημαντικών τραπεζών κατά μία βαθμίδα και μετέβαλε τις προοπτικές δύο τραπεζών σε θετικές από σταθερές, γεγονός που προοιωνίζεται την αναβάθμιση – σε σύντομο χρονικό διάστημα – του αξιόχρεού τους. Επίσης, ο Fitch προέβη εξίσου σε μεταβολή των προοπτικών των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών σε θετικές από σταθερές.
«Επί του παρόντος, η απόσταση της πλέον ευνοϊκής μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής αξιολόγησης της κάθε σημαντικής τράπεζας σε επίπεδο Ομίλου από την επενδυτική κατηγορία έχει πλέον διαμορφωθεί σε δύο βαθμίδες για τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα (ΒΒ) και σε τρεις βαθμίδες για την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς (ΒΒ-)», αναφέρει χαρακτηριστικά στην ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, προσθέτοντας πως η εξέλιξη αυτή αναμένεται να συντελέσει στη συγκράτηση της αύξησης των εξόδων για τόκους που σχετίζεται με την άνοδο του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές λόγω της αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς. Υπενθυμίζεται πως οι τράπεζες πρέπει μέχρι το τέλος του 2025 να προβούν σε εκδόσεις ομολόγων, ύψους 5,5 δις. ευρώ, για την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL). Το 2023 εκδόθηκαν δύο ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης από Alpha Bank (Additional Tier 1, ύψους 400 εκατ. ευρώ με τοκομερίδιο 11,875% χωρίς τακτή ημερομηνία λήξης και Εθνική Τράπεζα (Tier 2, ύψους 500 εκατ. ευρώ με τοκομερίδιο 8,0% και λήξη 10,3 έτη). Επίσης, εκδόθηκαν έξι ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, συνολικού ύψους 2,57 δισ. ευρώ, με μεσοσταθμικό τοκομερίδιο 6,8% και μεσοσταθμική διάρκεια 5,8 έτη.
Σε κάθε περίπτωση, ήδη η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα θα επιδράσει άμεσα στις τράπεζες, αφού θα βελτιώσει την ποιότητα του χαρτοφυλακίου τίτλων τους, καθώς μέρος αυτού αποτελείται από ελληνικά ομόλογα, θα αυξήσει τη διαθέσιμη ρευστότητα και θα μειώσει τον κίνδυνο αγοράς. Συγκεκριμένα, εξαιτίας της αναβάθμισης στην επενδυτική κατηγορία επέρχονται διάφορες μεταβολές που απορρέουν από το κανονιστικό πλαίσιο της άσκησης νομισματικής πολιτικής, αλλά και τη διεθνή πρακτική στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων.
Ενδεικτικά:
1) Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα μπορούν να γίνονται αποδεκτά ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος χωρίς να καθίσταται αναγκαία η παροχή «παρέκκλισης» (waiver) και μειώνονται οι περικοπές αποτίμησής τους (haircuts) όταν χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις για αναχρηματοδότηση των τραπεζών από το ευρωσύστημα.
2) Επίσης, αναμένεται ότι θα μειωθεί ο συντελεστής ευαισθησίας των ελληνικών τίτλων στις διακυμάνσεις του διεθνούς επενδυτικού κλίματος και ότι η πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και τη διατραπεζική αγορά θα καταστεί ευκολότερη για τις ελληνικές τράπεζες. «Ήδη σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν οι ανακοινωθείσες συνεργασίες ελληνικών τραπεζών με άλλες ευρωπαϊκές», σχολιάζει η ΤτΕ.
3) Τέλος, η αναβάθμιση έχει ήδη ασκήσει σημαντική μειωτική επίδραση στο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις κεφαλαιαγορές, ενώ με βάση τη διεθνή εμπειρία αναμένεται να έχει σημαντικές μακροχρόνιες θετικές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. «Έτσι, αναμένεται να συμβάλει αυξητικά στην κερδοφορία των τραπεζών και μειωτικά στον πιστωτικό κίνδυνο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών», εξηγεί.
Αποεπένδυση
Η αναβάθμιση και οι παράγοντες, οι οποίοι οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη, όπως η βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, έχουν, σύμφωνα με την ΤτΕ, επιδράσει υποστηρικτικά και στη διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις ελληνικές τράπεζες.
«Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2023 το ΤΧΣ διέθεσε τις μετοχές που κατείχε στη Eurobank έναντι συνολικού τιμήματος 93,7 εκατ. ευρώ, με αγοραστή την ίδια την τράπεζα. Επίσης, αμέσως μετά την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος από τον οίκο S&P ανακοινώθηκε η προσφορά του ιταλικού τραπεζικού Ομίλου UniCredit S.p.A. για την αγορά του συνόλου των μετοχών που κατέχει το ΤΧΣ στην Alpha Bank (μεταβιβάστηκαν μετοχές ποσοστού περίπου 8,98% έναντι συνολικού τιμήματος 293,48 εκατ. ευρώ ή 1,39 ευρώ ανά μετοχή). Τέλος, το Νοέμβριο ολοκληρώθηκε η διαδικασία διάθεσης των μετοχών που κατείχε το ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα (διατέθηκε το σύνολο των προσφερόμενων μετοχών σε τιμή 5,3 ευρώ)», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Και έπεται συνέχεια, αφού το 2024 θα ακολουθήσει η αποεπένδυση του Ταμείου αφενός, από την Τράπεζα Πειραιώς, στην οποία κατέχει το 27% και αφετέρου, από την ΕΤΕ, δεδομένου ότι το Δημόσιο ακόμη διατηρεί ένα ποσοστό πέριξ του 18%.
Διαβάστε ακόμη
Εκρηξη στην αγορά ακινήτων μόλις «ξεμπλοκάρουν» οι μεταβιβάσεις
Επιστολική ψήφος: «Αντίβαρο» στην αποχή – Για πρώτη φορά η εφαρμογή στις ευρωεκλογές του Ιουνίου
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ