Την ατζέντα των μεταρρυθμίσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα που θα ακολουθήσουν μέχρι τα τέλη της χρονιάς, θα ανοίξει η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή μέχρι τα τέλη Αυγούστου.
Το μέτρο θα βοηθήσει τις τράπεζες να προχωρήσουν στο δεύτερος μέρος της εκκαθάρισης των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια με τον «Ηρακλή ΙΙ», επιτυγχάνοντας τον στόχο για μονοψήφιο δείκτη ΜΕΔ, στον μέσο ευρωπαϊκό όρο, στο τέλος του 2022.
Στις 29 Ιουλίου η ΕΚΤ εξέδωσε γνωμοδότηση με την οποία ενέκρινε το σχέδιο διάταξης που υπέβαλε ο αρμόδιος για τον χρηματοπιστωτικό τομέα Υφυπουργός Οικονομικών κ. Γ. Ζαββός για τη ρύθμιση του αναβαλλόμενου φόρου (DTC). Αυτή αφορά στην παροχή της δυνατότητας μετακύλισης τυχόν μη συμψηφισθέντων ποσών χρεωστικής διαφοράς, λόγω μη επάρκειας φορολογικών κερδών σε μία χρήση, σε επόμενο φορολογικό έτος στο οποίο θα υπάρχει επάρκεια φορολογικών κερδών.
Προβλέπεται ότι οι τράπεζες θα μπορούν να κάνουν τη μεταφορά σε επόμενη κερδοφόρα φορολογική χρήση εντός της αντίστοιχης εικοσαετούς περιόδου απόσβεσης που προβλέπουν οι διατάξεις για την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Σημειώνεται ότι το ποσό της απόσβεσης παραμένει στο ένα εικοστό ετησίως.
Υπενθυμίζεται ότι με τον νόμο για τον αναβαλλόμενο φόρο (Ν.4172/2013) είχε δοθεί στις τράπεζες η δυνατότητα να συμψηφίσουν κάποιες από τις απώλειες του «κουρέματος» των ομολόγων τους από το PSI με φόρο που θα έπρεπε να καταβάλουν στο μέλλον. Οι αναβαλλόμενες αυτές φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credit, DTC) προσμετρώνται στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών, έστω και αν αποτελούν κατώτερης ποιότητας κεφάλαιο. Στο τέλος του 2020, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες είχαν κεφάλαια 15,5 δις. ευρώ από αναβαλλόμενο φόρο επί συνόλου βασικών εποπτικών κεφαλαίων 25 δισ. ευρώ.
Έναντι του οφέλους προς τις τράπεζες, ο νόμος για τον DTC προβλέπει ότι αν σε μία χρήση η τράπεζα έχει ζημιές και άρα δεν μπορεί να συμψηφίσει στο έτος αυτό τον αναλογούντα αναβαλλόμενο φόρο, οφείλει να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου, το οποίο θα κληθεί να καλύψει το ποσό του αναβαλλόμενου φόρου με μετρητά.
Καθώς η ταχεία απομείωση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών «τρώει» κεφάλαια, χωρίς τη ρύθμιση που υπέβαλε το Υπουργείο Οικονομικών και ενέκρινε η ΕΚΤ για την ευχέρεια απόσβεσης του αναβαλλόμενου φόρου, οι ελληνικές τράπεζες θα ήταν πιθανό να καταγράψουν ζημίες και να οδηγηθούν σε αύξηση κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου. Το σενάριο αυτό αποτρέπεται πλέον και δίνεται η δυνατότητα για την απρόσκοπτη εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια μέσα σε αυτή και την επόμενη χρονιά.
Την ίδια στιγμή, η άρση της πιθανότητας αναγκαστικής εισόδου του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, λειτουργεί θετικά για την προσέλευση νέων ιδιωτών επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες. Άρα για τις τράπεζες δημιουργούνται οι προοπτικές κερδοφορίας και άντλησης νέων ισχυρών κεφαλαίων, με τα οποία θα μπορέσουν να αντικατασταθούν σταδιακά τα επόμενα χρόνια τα χαμηλής ποιότητας κεφάλαια του αναβαλλόμενου φόρου.
Οι διατάξεις για τον αναβαλλόμενο φόρο δεν αποτελούν ελληνικό «προνόμιο», αλλά ήταν μια πρακτική που ίσχυσε πανευρωπαϊκά και ιδίως για τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου (π.χ. οι ιταλικές τράπεζες έχουν στα εποπτικά τους κεφάλαια, κεφάλαια από αναβαλλόμενο φόρο της τάξεως των 35 δις. ευρώ). Αυτός είναι και ο λόγος που οι ευρωπαϊκές αρχές δεν έχουν ακουμπήσει το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου, κρίνοντας ότι αυτό πρέπει να λυθεί από τις ίδιες τις τράπεζες και τις αγορές.
Διαβάστε ακόμη
Oι μεγάλοι παίκτες του real estate στρέφονται στα οικιστικά projects
MAVA Εμποροβιομηχανική: Η τελευταία «στροφή» για τον «Λεωνίδα»