Αισιόδοξες, όσον αφορά στις επιπτώσεις που θα έχει στην οικονομία το νέο σοκ που προκαλούν – σε παγκόσμιο επίπεδο – οι γεωπολιτικές εξελίξεις, εμφανίζονται οι τράπεζες, εκτιμώντας πως οι δυνατές επιδόσεις του 2021 θα απορροφήσουν σημαντικό μέρος των κραδασμών.
«Ένα τέτοιο σοκ μειώνει τις προσδοκίες για την ανάπτυξη του 2022. Η ελληνική οικονομία, ωστόσο, εισήλθε στη νέα χρονιά με ένα δυνατό 2021, με ανάπτυξη 8%, με όλους τους δείκτες ψηλά, δυνατές εξαγωγές και πτώση της ανεργίας, ενώ και οι επιχειρήσεις ήταν σε καλή κατάσταση μετά από 10 χρόνια αναδιάρθρωσής τους», τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, κ. Παύλος Μυλωνάς, στο συνέδριο «Banking Summit: Ανοίγοντας δρόμο για την ανάπτυξη», εκφράζοντας την αισιοδοξία πως παρά την προσωρινή επιβράδυνση για εφέτος οι προβλέψεις για τη διετία συντείνουν στο ότι θα ανακτηθεί ό, τι χάσουμε.
Τον φόβο του πως η μεγάλη εικόνα στην οικονομία χαλάει από τις εξελίξεις, οι οποίες υπονομεύουν το θετικό αφήγημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ειδικότερα για την χώρα μας, η οποία χαρακτηρίζεται από την προϊστορία των δίδυμων ελλειμμάτων, το υψηλό δημόσιο χρέος και τα άσχημα δημογραφικά στοιχεία, εξέφρασε από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, κ. Φωκίων Καραβίας, σημειώνοντας, ωστόσο, πως το πρόβλημα θα είναι διαχειρίσιμο. «Σε συνθήκες αβεβαιότητας οι χώρες με υψηλό χρέος επιβαρύνονται δυσανάλογα με την άνοδο των επιτοκίων, άρα πέρα από τη μείωση του ΑΕΠ αυτή θα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πρόκληση», σχολίασε, ενώ αναφερόμενος στο θέμα της επενδυτικής βαθμίδας επανέλαβε την θέση του ότι πρέπει να αποτελέσει εθνικό στόχο. «Οι συνθήκες δεν ευνοούν, αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε βήματα πίσω. Αντιθέτως, πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας. Τέλος, ως τρίτη πρόκληση χαρακτήρισε την επιβάρυνση στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και του προϋπολογισμού.
«Αυτή τη χρονιά περιμέναμε μία ανάπτυξη της τάξεως του 5% – 5,5%. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις βρισκόμαστε σε κάτι που θα μπορούσε να είναι μεταξύ 3% και 4%. Εάν πετύχουμε αυτά τα νούμερα θα είμαστε σχεδόν 1,5% με 2% πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ εάν κάνουμε τις σωστές κινήσεις – χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, χρήση των πόρων του RRF και των άλλων πόρων που είναι διαθέσιμοι για την Ελλάδα – πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να πετύχουμε αυτούς τους στόχους και να το δούμε απτά στα οικονομικά μεγέθη και των εταιρειών, αλλά και των τραπεζών», τόνισε με τη σειρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, κ. Χρήστος Μεγάλου, εκτιμώντας πως εάν όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι προσηλωμένοι στον στόχο, τότε η χώρα θα μπορέσει να εμφανίσει ένα ποσοστό ανάπτυξης που από το 2023 και μετά θα κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 3%.
Στους τρεις βασικούς λόγους που θα μπορέσουν να απορροφήσουν τους κραδασμούς, διατηρώντας και εφέτος την ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία, εστίασε ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank, κ. Βασίλης Ψάλτης. Αυτοί είναι:
- Οι εκταμιεύσεις του RRF
- Ο τουρισμός. Σύμφωνα με τον κ. Ψάλτη, είναι τέτοια η διάθεση του κόσμου να ταξιδέψει μετά την πανδημία που θα οδηγήσουν υψηλά το συγκεκριμένο κομμάτι.
- Οι σωρευμένες καταθέσεις που δύνανται να λειτουργήσουν ως «ανάχωμα».
«Κόκκινα» δάνεια
Σε εγρήγορση βρίσκονται το τελευταίο διάστημα οι τράπεζες, προκειμένου να προλάβουν ένα νέο «κύμα» «κόκκινων» δανείων ως απόρροια, αφενός της εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους – και δη, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία – και αφετέρου, της αύξησης του πληθωρισμού.
«Οι οικογενειακοί και οι προϋπολογισμοί των επιχειρήσεων – ειδικά των μικρών – πιέζονται ιδιαίτερα από το υψηλό κόστος ενέργειας και τον πληθωρισμό. Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να παρακολουθήσουμε στενά εάν θα έχει επιπτώσεις στην εξυπηρέτηση των δανείων και δη, αυτών που έχουν αναδιαρθρωθεί πρόσφατα. Φοβάμαι ότι αυτή τη φορά δεν θα έχουμε τα εργαλεία που είχαμε στην πανδημία (μορατόρια), η κάθε τράπεζα, ωστόσο, θα χρησιμοποιήσει τις ευχέρειες που έχει εντός των εποπτικών πλαισίων για να βοηθήσει τους δανειολήπτες με προσωρινή δυσκολία», υπογράμμισε ο κ. Καραβίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, για την πλήρη λύση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων περνά μέσα από ακόμη δύο στάδια, ήτοι:
- Την ταχεία αναδιάρθρωση των δανείων που είναι βιώσιμα, αλλά και τις ρευστοποιήσεις των όποιων εξασφαλίσεων υπάρχουν. «Φοβάμαι πως λόγω και της πανδημίας οι ρυθμοί δεν είναι αυτοί που θα θέλαμε και η διατήρηση αυτών των εξασφαλίσεων σε καθεστώς ακινησίας είναι αντιπαραγωγικό για την οικονομία», εξήγησε.
- Την επιστροφή στους τραπεζικούς ισολογισμούς των δανείων που γίνονται εξυπηρετούμενα, έτσι ώστε οι δανειολήπτες να επανέλθουν σε μία πιστωτική κανονικότητα.
- «So far so good», σχολίασε για το θέμα ο κ. Μεγάλου, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Όλοι είμαστε σε μία αβεβαιότητα λόγω της συγκυρίας. Οι ενδείξεις για το πρώτο τρίμηνο της τρέχουσας χρονιάς είναι μάλλον θετικές, θα δούμε, όμως, πως διαμορφώνεται η κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, είμαστε πολύ πιο έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε άμεσα με ενέργειες ένα νέο ‘κύμα’ ‘κόκκινων’ δανείων. Θα εξαρτηθεί και από το οικονομικό κλίμα».
«Το μεγαλύτερο μέρος της προσπάθειας είναι πίσω μας. Έχουμε όλο το θεσμικό πλαίσιο που μπορούν να λειτουργήσουν ως ‘αμορτισέρ’, για να απορροφήσουμε τα όποια νέα ‘κόκκινα’ δάνεια», ανέφερε ο κ. Ψάλτης με τον κ. Μυλωνά να επισημαίνει πως τα νέα NPLs μπορούν να προκύψουν από τρεις πηγές: α) τα μορατόρια που, όμως, έχουν λήξει και όλες οι τράπεζες έχουν μικρό δείκτη αθέτησης, β) τα κυβερνητικά προγράμματα «Γέφυρα Ι και ΙΙ», με τις ενδείξεις να μιλούν, επίσης, για μικρό ποσοστό αθέτησης και γ) η σημερινή κρίση που, όμως, μία ανάπτυξη γύρω στο 3% δύσκολα δημιουργεί νέα «κόκκινα» δάνεια.
Διαβάστε επίσης:
Η Ευρώπη αποφασίζει για κοινή προμήθεια φυσικού αερίου, υγροποιημένου φυσικού αερίου και υδρογόνου
Γιατί δεξαμενόπλοια με ρωσικό πετρέλαιο κατευθύνονται προς τις ΗΠΑ για να ξεφορτώσουν