Προσηλωμένες στον στόχο για περαιτέρω μείωση του στοκ των «κόκκινων» δανείων τους, έτσι ώστε ο σχετικός δείκτης να συγκλίνει άμεσα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εμφανίζονται οι τράπεζες, τη στιγμή που η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) κρούει ακόμη ένα «καμπανάκι» για τις προκλήσεις που αναδύονται ως απόρροια των αναταράξεων σε διεθνές επίπεδο.
Σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για τη χρονική περίοδο 2023 – 2025 οι τράπεζες προσδοκούν σε μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά 3,1 δισ. ευρώ ή 32%, με τον δείκτη να διαμορφώνεται στο 4% το 2025 από 7% το 2022, συγκλίνοντας έτσι, περαιτέρω προς το μέσο όρο των τραπεζών της ζώνης του ευρώ.
Ο επίμαχος στόχος, βέβαια, αναθεωρείται επί τα βελτίω, όπως, άλλωστε, προκύπτει και από τα οικονομικά αποτελέσματα α’ τριμήνου 2023 που ανακοίνωσαν Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank. Βάσει αυτών, τα «κόκκινα» δάνεια μειώθηκαν το επίμαχο διάστημα σε 5,4 δισ. ευρώ (2,4 δισ. ευρώ και τρία δισ. ευρώ αντίστοιχα), με τον δείκτη να «αγγίζει» το 6,6% για την πρώτη και το 7,6% για τη δεύτερη. Για εφέτος δε, η μεν, Τράπεζα Πειραιώς αναμένει περαιτέρω μείωσή του στο 5% και η δε, Alpha Bank κάτω του 7%, ενώ σε βάθος τριετίας αυτός εκτιμάται ότι θα κινηθεί πολύ χαμηλότερα (σ.σ. στο αναθεωρημένο business plan η Τράπεζα Πειραιώς υπολογίζει τον δείκτη στο 3% το 2025, ενώ η Alpha Bank θα γνωστοποιήσει τους νέους της στόχους στο Investor Day της 7ης Ιουνίου).
«Οι παράγοντες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι κυρίως οι αποπληρωμές δανείων (1,9 δισ. ευρώ) και οι διαγραφές (1,7 δισ. ευρώ) και δευτερευόντως οι πωλήσεις (700 εκατ. ευρώ) και οι ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων (500 εκατ. ευρώ)», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην Έκθεση της ΤτΕ και προστίθεται: «Η καθαρή ροή ΜΕΔ αναμένεται να παραμένει θετική (2,1 δισ. ευρώ), καθώς οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες αναμένεται να ασκήσουν πιέσεις βραχυπρόθεσμα στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων».
Πιο αναλυτικά, στο τέλος του 2022 το συνολικό «κόκκινο» απόθεμα είχε διαμορφωθεί σε 13,2 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 28,2% ή 5,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, με τη συνολική μείωση σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους (σ.σ. Μάρτιος του 2016) να προσεγγίζει το 87,7% ή 94 δισ. ευρώ. Όσον αφορά στο λόγο των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων, αυτός στο τέλος του 2022 διαμορφώθηκε σε 8,7%, έναντι 12,8% στο τέλος του 2021.
«Η μείωση αυτή αντανακλά την πρόοδο στις προσπάθειες εξυγίανσης του δανειακού χαρτοφυλακίου, ενώ επισημαίνεται ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο που είχαν θέσει για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ πριν από το τέλος του 2022, με μία εξ αυτών να είναι κάτω από το όριο του 5%», σημειώνει η κεντρική τράπεζα και συνεχίζει:
«Εντούτοις, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων είναι ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 44,8%, ποσοστό που σχετίζεται και με την ασυμβατότητα του προγράμματος παροχής κρατικών εγγυήσεων στη συντριπτική πλειοψηφία των μικρότερων τραπεζών. Επιπρόσθετα, ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα παραμένει υψηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2022: 1,8%)».
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν και να εντατικοποιηθούν περαιτέρω, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται.
«Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, με την ενεργειακή κρίση που έχει πυροδοτήσει, έχει επιδράσει καθοριστικά στην αύξηση των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων, με δυσμενείς συνέπειες για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη το 2022 έχει συντελέσει στην άμβλυνση των πιέσεων.
Εντούτοις, η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, με τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος υψηλότερων επιτοκίων, καθιστά σαφές ότι, τόσο το κόστος χρηματοδότησης, όσο και οι δυνατότητες αποπληρωμής χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, θα επηρεαστούν δυσμενώς. Το περιβάλλον αυτό, σε συνδυασμό με τις προοπτικές για επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης το 2023, ενδέχεται να επηρεάσει εκ νέου την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.
Παράταση του «Ηρακλή»
Σε εκκρεμότητα παραμένουν κάποιες από τις συναλλαγές τιτλοποίησης, με την ΤτΕ να επισημαίνει πως εξετάζεται το ενδεχόμενο εκ νέου παράτασης του «Ηρακλή».
«Η λήξη του προγράμματος προβλεπόταν για τον Οκτώβριο του 2022 και εξετάζεται το ενδεχόμενο εκ νέου παράτασής του», τονίζεται στην Έκθεση, επισημαίνοντας πως με στοιχεία 31.12.2022 το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ που έχει ενταχθεί στο επίμαχο σχέδιο ανέρχεται σε 43,8 δισ. ευρώ (από 47,9 δισ. στις 30/06/2022, με το ύψος των χορηγηθεισών από το Ελληνικό Δημόσιο εγγυήσεων να ανέρχεται πλέον σε 17,4 δισ. ευρώ.
Όπως, ωστόσο, υπογραμμίζει η κεντρική τράπεζα, η μεταφορά των εν λόγω ΜΕΔ εκτός πιστωτικού συστήματος δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. «Το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ).
Συνεπώς, η εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του χρέους είναι σημαντική παράμετρος και η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων και επιλογών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση», αναφέρεται και προστίθεται:
«Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης σε καθεστώς ενημερότητας πιστούχων, οι οποίοι έχουν βιώσιμα επενδυτικά σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην οριστική εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας».
Διαβάστε ακόμη:
IRC στο Ελληνικό: Περνά στην επόμενη φάση με τη Hard Rock – Ολοκληρώθηκε αύξηση κεφαλαίου
ΥΠΕΝ: Νέο πρόγραμμα Εξοικονομώ – Ανακαινίζω 300 εκατ. για νέους 18 έως 39 ετών
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ