Στην μετατροπή τους σε good – από bad – banks, μεταφέροντας εκτός ισολογισμών το μεγαλύτερο «βαρίδι» του παρελθόντος, ήτοι τα «κόκκινα» δάνεια, εστίασαν οι πρόεδροι των τεσσάρων συστημικών Ομίλων, εκτιμώντας πως σε βάθος τριετίας θα διοχετεύσουν στην πραγματική οικονομία σχεδόν 40 δισ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά, μιλώντας στο 7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, με τίτλο «New Realities», οι πρόεδροι των Alpha Bank, κ. Βασίλης Ράπανος, Eurobank, κ. Γιώργος Ζανιάς, Εθνικής Τράπεζας, κ. Γκίκας Χαρδούβελης και Τράπεζας Πειραιώς, κ. Γιώργος Χαντζηνικολάου, αναφέρθηκαν, τόσο στις προκλήσεις που «γεννά» η νέα κρίση, όσο και στο επίτευγμα της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπογραμμίζοντας πως οι τράπεζες είναι πλέον έτοιμες να υλοποιήσουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο.
«Οι ελληνικές τράπεζες γίνονται πλέον “good banks” από “bad banks” που ήταν στα χρόνια της κρίσης χρέους και μπορούν πλέον ν’ ασχοληθούν με την κύρια δουλειά τους που δεν είναι άλλη από την χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας. Με αυτό ασχολούνται πλέον οι ηγεσίες και το προσωπικό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ο ανταγωνισμός δε για την χρηματοδότηση είναι πολύ μεγάλος, ενώ συνέχεια αναπτύσσονται νέα προϊόντα και υπηρεσίες», σχολίασε ο κ. Ζανιάς, σημειώνοντας πως η αύξηση χρηματοδότησης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι μονόδρομος γιατί αυτή τη στιγμή τα εξυπηρετούμενα δάνεια ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκονται κοντά στο 60% ενώ πριν την κρίση ξεπερνούσε το 100% και ήδη σε παρόμοιες χώρες όπως η Πορτογαλία το ποσοστό αυτό ήδη βρίσκεται στο 110%.
«Πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό ότι οι τράπεζες δεν έχουν δικά τους χρήματα, αλλά τα χρήματα των καταθετών και έχουν την ευθύνη να τα επενδύσουν», τόνισε από την πλευρά του, ο κ. Ράπανος, προσθέτοντας πως μετά από πολλές προσπάθειες ανακτήθηκε η κουλτούρα πληρωμών από τους καταναλωτές και αυτό πρέπει να διαφυλαχθεί. «Το κέρδος δεν πρέπει να θεωρείται ενοχή», κατέληξε.
Στις προϋποθέσεις της ανάπτυξης εστίασε με την σειρά του, ο κ. Χαντζηνικολάου, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Η πρώτη προϋπόθεση είναι η επάρκεια και η αποδοτικότητα των επενδυτικών σχεδίων και η εκπλήρωση των προϋποθέσεων των αιτούντων. Σε μεγάλο βαθμό οι απορρίψεις των επενδυτικών σχεδίων οφείλονται στην έλλειψη αξιοπιστίας των αιτούντων. Λόγω της κρίσης πολλοί ‘κοκκίνισαν’ τα δάνειά τους και ακόμη και εάν τα δάνεια πουλήθηκαν από τις τράπεζες όσοι είναι συνδεδεμένοι με τα ‘κόκκινα’ δάνεια δεν μπορούν να δανειοδοτηθούν».
Την άποψη πως η ζήτηση για χρηματοδότηση θα αυξηθεί μαζί με την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων εξέφρασε ο κ. Χαρδούβελης, εκτιμώντας πως η χώρα έχει μπροστά της μία 15ετία ανάπτυξης. Όσον αφορά στην ψηφιοποίηση, ο ίδιος σχολίασε πως είναι ζήτημα επιβίωσης για τις τράπεζες να ακολουθήσουν την τάση της εποχής, καθώς τα στοιχεία δείχνουν πως το 78% των Ελλήνων είναι χρήστες του ίντερνετ και τέσσερις στους 10 χρησιμοποιούν το e-banking, ενώ οι συναλλαγές που γίνονται μέσω του γκισέ είναι μόνο 3%.
Οι τοποθετήσεις τους έχουν ως εξής:
Γιώργος Ζανιάς, πρόεδρος της Eurobank
Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική:
Την τελευταία μιάμιση σχεδόν δεκαετία η κατάσταση κρίσης τείνει να εξελιχθεί σε κανονικότητα. Οι δύο πρώτες (διεθνής χρηματοπιστωτική και η κρίση χρέους) έχουν περισσότερο ενδογενή χαρακτηριστικά, ενώ οι δύο τελευταίες (υγειονομική και γεωπολιτική) μπορούν να θεωρηθούν κυρίως ως εξωγενείς για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Όπως συνήθως συμβαίνει στις κρίσεις, ο ρόλος του κράτους αυξάνεται, κυρίως μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και ο ρόλος των νομισματικών αρχών. Οι τελευταίες, στην περίπτωση της Ευρωζώνης, φαίνεται πως ωρίμασαν μέσα από τις απανωτές κρίσεις και,
ιδιαίτερα στην περίπτωση της υγειονομικής κρίσης, έδρασαν με μεγάλη «δύναμη πυρός» αλλά και αποτελεσματικά. Αυτός ο ενισχυμένος ρόλος βοηθήθηκε από την συμμετρικότητα της κρίσης, δηλαδή αφορούσε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, ενώ δεν υπήρχε και θέμα ηθικού κινδύνου.
Οι τελευταίες όμως εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού λόγω των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην ενεργειακή κρίση θέτουν τις νομισματικές αρχές ενώπιον διλλημάτων καθώς από τη μια πρέπει να υπάρξει κάποιος περιορισμός της νομισματικής επέκτασης ενώ, από την άλλη, πρέπει ν’ αποφευχθεί μια νέα κρίση χρέους καθώς η εγκατάλειψη της ποσοτικής χαλάρωσης και η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους
δανεισμού των κρατών. Το δίλλημα των νομισματικών αρχών ενισχύεται και από το γεγονός πως είναι τέτοιο το μείγμα των αιτίων του σημερινού πληθωρισμού, δηλαδή δεν οφείλεται σε υπερθέρμανση της οικονομίας αλλά σε σοκ από την πλευρά της προσφοράς, που η αποτελεσματικότητα των μέτρων νομισματικής πολιτικής μπορεί να μην έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι λόγοι παρέμβασης βέβαια αυξάνονται αν επηρεαστούν σημαντικά οι
πληθωριστικές προσδοκίες και αρχίσει να δημιουργείται το γνωστό από το παρελθόν σπιράλ πληθωρισμού-μισθών, το οποίο ακόμη δεν έχει ενεργοποιηθεί σε ανησυχητικό βαθμό. Επειδή όμως ο τρέχων πληθωρισμός και ιδιαίτερα το ενεργειακό κόστος επηρεάζει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, κάποιο ρόλο καλείται να διαδραματίσει και εδώ η δημοσιονομική πολιτική για να μετριαστεί η πτώση των πραγματικών εισοδημάτων, ν’
αποφευχθούν κάποια κοινωνικά προβλήματα και τα χειρότερα στην οικονομία. Τα περιθώρια όμως και σε αυτή την περίπτωση έχουν περιοριστεί λόγω της δημοσιονομικής γενναιοδωρίας που υπήρξε στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης, και περιέσωσε βέβαια τη χώρα από τα χειρότερα, αλλά και λόγω του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους στην περίπτωση της χώρας μας. Γι’ αυτό, οι οποιεσδήποτε δημοσιονομικές παροχές πρέπει να είναι στοχευμένες εκεί που πραγματικά υπάρχει ανάγκη. Επίσης, η επάνοδος στη δημοσιονομική πειθαρχία στην περίπτωση της χώρας μας χρειάζεται και για δυο επιπλέον λόγους: πρώτον, πρέπει να είμαστε σε επενδυτική βαθμίδα όταν σταματήσουν τα «δεκανίκια» της ΕΚΤ, και δεύτερον γιατί πρέπει να σταματήσει η επάνοδος στη νοοτροπία να περιμένουμε γενναιόδωρες παροχές από το κράτος, που είχε στο πρόσφατο παρελθόν τα γνωστά αποτελέσματα. Είναι θετικό πάντως πως τα περισσότερα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι one-offs και δεν επιβαρύνουν σε σημαντικό βαθμό μελλοντικούς προϋπολογισμούς.
Η επόμενη ημέρα και τα κόκκινα δάνεια:
Η πρόοδος που έχει γίνει στη μείωση των κόκκινων δανείων, ιδιαίτερα τα δυο τελευταία χρόνια, είναι τεράστια. Η διαδικασία της γρήγορης μείωσής τους ξεκίνησε το 2018 από την Eurobank και σήμερα δυο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας έχουν μονοψήφιο ποσοστό κόκκινων δανείων ενώ οι άλλες δύο έχουν χαμηλό διψήφιο ποσοστό. Μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους όλες οι συστημικές τράπεζες αναμένεται να έχουν μονοψήφια ποσοστά. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος αυτής της βελτίωσης, να υπενθυμίσουμε πως κάποια στιγμή τα κόκκινα ήταν περισσότερα από τα ενήμερα δάνεια. Η διαδικασία μείωσής τους συνεχίζεται και μετά την επίτευξη μονοψήφιων ποσοστών προκειμένου να πλησιάσουν περισσότερο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που βρίσκεται κάτω του 3% ή τα ποσοστά των κόκκινων
δανείων που υπήρχαν πριν το 2008 και κυμαίνονταν στο 4-5%. Η νέα γεωπολιτική κρίση δεν έχει προς το παρόν οδηγήσει σε αύξηση των κόκκινων δανείων αλλά παρακολουθούμε στενά την κατάσταση γιατί η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος λόγω του πληθωρισμού, και ιδιαίτερα του ενεργειακού κόστους, μπορεί να δημιουργήσει κάποια προβλήματα, τα οποία όμως αν προκύψουν θα είναι διαχειρίσιμα. Με τις εξελίξεις αυτές, οι ελληνικές τράπεζες γίνονται πλέον “good banks” από “bad banks” που ήταν στα χρόνια της κρίσης χρέους και μπορούν πλέον ν’ ασχοληθούν με την κύρια δουλειά τους που δεν είναι άλλη από την χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας. Με αυτό ασχολούνται πλέον οι ηγεσίες και το προσωπικό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ο ανταγωνισμός δε για την χρηματοδότηση είναι πολύ μεγάλος, ενώ συνέχεια αναπτύσσονται νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Εκτός από αυτό τον αναπροσανατολισμό των προτεραιοτήτων των ελληνικών τραπεζών, η δραστική μείωση των κόκκινων δανείων μείωσε πολύ, αυτό που λέμε, το κόστος του ρίσκου και αύξησε σημαντικά την οργανική κερδοφορία των τραπεζών. Η κερδοφορία αυτή αποτελεί μόνιμη πλέον πηγή αύξησης των κεφαλαίων των τραπεζών, τα οποία κεφάλαια μετά την εξυγίανση των ισολογισμών μπορούν πλέον να χρησιμοποιούνται για την αύξηση της χρηματοδότησης της οικονομίας, βοηθούμενες και από τη σημαντική ρευστότητα που τώρα διαθέτουν. Στην Eurobank πχ, εμείς σχεδιάζουμε για την επόμενη τριετία νέες εκταμιεύσεις άνω των 8 δισ. ευρώ. Αν όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν παρόμοιους στόχους, τότε μιλάμε για 30-40 δισ. εκταμιεύσεων τα επόμενα τρία χρόνια. Η αύξηση χρηματοδότησης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι μονόδρομος γιατί αυτή τη στιγμή τα εξυπηρετούμενα δάνεια ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκονται κοντά στο 60% ενώ πριν την κρίση ξεπερνούσε το 100% και ήδη σε παρόμοιες χώρες όπως η Πορτογαλία το ποσοστό αυτό ήδη βρίσκεται στο 110%.
Ενώ βέβαια αυτές είναι θετικές εξελίξεις, πρέπει να σημειωθεί πως η αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η οποία τώρα έχει ανατεθεί στους λεγόμενους servicers, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και αποτελεί μια εκκρεμότητα. Οι τράπεζες προσβλέπουν σε μια γρήγορη αναδιάρθρωση προκειμένου να προχωρήσει γρήγορα η εξυγίανση και της οικονομίας, η οποία βέβαια έχει ήδη ξεκινήσει, και μια σειρά από επιχειρήσεις να επανέλθουν στον τραπεζικό δανεισμό.
Βασίλης Ράπανος, πρόεδρος Alpha Bank
«Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με τους πελάτες, να προσφέρουν νέες υπηρεσίες και, κυρίως, να επιμείνουν στην πιστωτική επέκταση των τελευταίων ετών, στηρίζοντας την υγιή επιχειρηματικότητα με στιβαρά επενδυτικά σχέδια».
Στις κύριες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες τα επόμενα χρόνια, στις ευκαιρίες να επιτελέσουν το ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας και στην αξιοποίηση των πόρων των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων και του ΤΑΑ, αλλά και στον αντίκτυπο της ουκρανικής κρίσης στην οικονομική σταθερότητα της χώρας, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Alpha Bank κ. Βασίλειος Ράπανος, από το πάνελ “Towards a financial sector in transition & growth: An update” του 7 ου Delphi Economic
Forum.
«Το τραπεζικό σύστημα έχει κάνει τα τελευταία χρόνια μία τεράστια προσπάθεια να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και παρά τις αβεβαιότητες που προκάλεσε η πανδημία, έχει να επιδείξει σημαντικά αποτελέσματα» σημείωσε ο κ. Ράπανος, υπογραμμίζοντας ότι, μέσα στο 2022, το σύνολο των συστημικών τραπεζών θα επιτύχει μονοψήφιο ποσοστό στον Δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, όμως το τραπεζικό σύστημα «πρέπει να εξορθολογήσει περαιτέρω τους ισολογισμούς του και να επιταχύνει την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον εντεινόμενο ανταγωνισμό, που προέρχεται και από τις πολλές άλλες χρηματοοικονομικές και τεχνολογικές εταιρείες».
Αναφέρθηκε δε και στο μεγάλο στοίχημα της χρηματοδότησης της οικονομίας και της συμβολής των τραπεζών στην αξιοποίηση των πόρων από τα Ευρωπαϊκά προγράμματα και κυρίως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, επισημαίνοντας ότι οι δύο αυτές προκλήσεις συνιστούν ταυτόχρονα και ευκαιρίες, ενώ συμπλήρωσε χαρακτηριστικά: «Μόνον εάν οι τράπεζες αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με τους πελάτες, προσφέρουν νέες υπηρεσίες και, κυρίως, επιμείνουν στην πιστωτική επέκταση των τελευταίων ετών, στηρίζοντας την υγιή επιχειρηματικότητα με στιβαρά επενδυτικά σχέδια, θα μπορέσουν να εκπληρώσουν την αποστολή τους έναντι της κοινωνίας και να δημιουργήσουν νέα αξία για τους μετόχους τους».
Επίσης, τόνισε την ανάγκη να κατανοήσουν όλοι – το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία – την κουλτούρα των πληρωμών, ότι «οι τράπεζες δεν μοιράζουν χρήματα δικά τους, μοιράζουν χρήματα των καταθετών» και συμπλήρωσε ότι τα χρήματα των καταθετών πρέπει να τοποθετούνται από τις τράπεζες «σε επενδύσεις, σε χρηματοδοτήσεις που ξέρουν ότι θα τις πληρώσουν». «Θα πρέπει να γίνει κατανοητό και από την Κυβέρνηση ότι έπειτα από πολλούς αγώνες αρχίσαμε να αποκαθιστούμε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο τραπεζικό σύστημα και να πληρώνουν τα δάνειά τους», επεσήμανε χαρακτηριστικά.
«Η έννοια του κέρδους πρέπει να επανέλθει στην κουλτούρα της επιχειρηματικής ζωής»
Σε ερώτημα του συντονιστή του πάνελ, δημοσιογράφου κ. Λεωνίδα Στεργίου σχετικά με τη μείωση των εισοδημάτων των νέων ανθρώπων βάσει έκθεσης της ΕΚΤ, ο κ. Ράπανος υπογράμμισε ότι είναι επιτακτική ανάγκη η ελληνική οικονομία να επανέλθει σε διατηρήσιμους θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, για να αυξηθούν τα εισοδήματα και να δοθούν νέες προοπτικές στους νέους. «Η χώρα δεν μπορεί να αναπτυχθεί αν δεν δώσουμε κίνητρα στους νέους ανθρώπους είτε να μείνουν εδώ, είτε να επιστρέψουν από το εξωτερικό. Χρειαζόμαστε ανθρώπινο κεφάλαιο». Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη για επενδύσεις αλλά και για την κατανόηση της σημασίας της απόδοσης των επενδύσεων προκειμένου να προσελκύονται επενδυτές. «Και οι τράπεζες πρέπει να ανταποδώσουμε στους επενδυτές μας, έχουν επενδύσει πολλά στις τράπεζες, έχουν χάσει πολλά και πρέπει τώρα να τους δώσουμε ένα σαφές δείγμα ότι οι επενδύσεις τους θα έχουν ανταπόδοση. Άρα, η έννοια του κέρδους πρέπει να επανέλθει στην κουλτούρα της επιχειρηματικής μας ζωής. Να μην θεωρείται ενοχή το κέρδος, γιατί αλλιώς δεν θα έχουμε επενδύσεις, και αν δεν έχουμε επενδύσεις δεν θα έχουμε ανάπτυξη», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.
«Θωρακισμένη η ελληνική οικονομία έναντι της σημερινής κρίσης» – στόχος η διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Alpha Bank διατύπωσε και τις απόψεις του για τη νέα κρίση που πυροδοτεί ο συνδυασμός του υψηλού κόστους ενέργειας και ο πόλεμος στην Ουκρανία, σημειώνοντας ότι «το νέο σοκ έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της αναμενόμενης μεγέθυνσης του ΑΕΠ και την περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού στη χώρα μας», ενώ ήλθε σε μία χρονική στιγμή που τα σημάδια της οικονομικής ανάκαμψης ήταν ήδη ορατά και οι προοπτικές πολύ ευνοϊκές, παρά τις δυσκολίες που δημιούργησε η πανδημία.
«Η αύξηση των τιμών ενέργειας και τροφίμων επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη όλων και πλήττει ιδιαίτερα τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Οι εξελίξεις αυτές θέτουν σε δοκιμασία την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία έχει να αντιμετωπίσει έναν διπλό στόχο, αφενός να ενισχύσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις ώστε να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος ενέργειας, αφετέρου δε να μην υποσκάψει την οικονομική σταθερότητα, που με τόσους κόπους κατακτήσαμε», τόνισε για να συμπληρώσει όμως ότι «το μέγεθος της σημερινής κρίσης είναι πολύ μικρότερο από εκείνο της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης και η ελληνική οικονομία είναι πολύ πιο θωρακισμένη από ό,τι το 2010», ενώ «όπως και στην περίπτωση της πανδημίας, η νέα κρίση επηρεάζει το σύνολο των οικονομιών και δεν είναι μόνον ελληνικό ζήτημα». «Συνεπώς, επιτρέπει την αναζήτηση λύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμη κι αν οι ρυθμοί που κινείται η Ένωση δεν είναι αυτοί που όλοι θα επιθυμούσαμε», κατέληξε ο κ. Ράπανος.
Διαβάστε ακόμα
Στον «αέρα» 20.000 μεταβιβάσεις ακινήτων… για μια σφραγίδα!
Lamda: Πώς προχωρούν τα έργα στο Ελληνικό (pic)