Το ενδιαφέρον ξένων χαρτοφυλακίων που παρακολουθούν τον τραπεζικό κλάδο, τόσο στην Ευρώπη, όσο και παγκοσμίως, επιχειρούν να κεντρίσουν οι ελληνικές τράπεζες, η χρηματιστηριακή αποτίμηση των οποίων εξακολουθεί να είναι χαμηλή, με τις μετοχές, ωστόσο, να διατηρούν σημαντικά περιθώρια ανόδου.
Πιο αναλυτικά, εν αναμονή των ετήσιων αποτελεσμάτων που, ουσιαστικά, θα πιστοποιούν την παραμονή των τεσσάρων Ομίλων σε θετική τροχιά, με διατήρηση των υψηλών εσόδων από τόκους (σ.σ. οι όποιες απώλειες προκύψουν μελλοντικά λόγω μείωσης των επιτοκίων ή αύξησης του κόστους καταθέσεων αναμένεται να ισοσκελιστεί από τα σχέδια για πιστωτική επέκταση), συγκράτηση των εξόδων και περαιτέρω μείωση των «κόκκινων» δανείων, στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών διεξάγεται μία άτυπη «κόντρα», η οποία αναμένεται να κορυφωθεί τους επόμενους μήνες.
Κι αυτό γιατί, επίκειται αφενός, η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το σύνολο των τραπεζών, αλλάζοντας τις μετοχικές ισορροπίες, με την εισροή νέων ξένων, αλλά και εγχώριων, κεφαλαίων και αφετέρου, η επιστροφή στα μερίσματα ύστερα από σχεδόν 16 χρόνια. Δύο ζητήματα που αναμένεται να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον στις συναντήσεις που θα έχουν οι Έλληνες τραπεζίτες, στο πλαίσιο του roadshow της JP Morgan σε Αθήνα και Νέα Υόρκη (24-25 Ιανουαρίου).
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), από την αρχή του 2023 μέχρι τα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου οι τραπεζικές μετοχές παρουσίασαν υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με το γενικό δείκτη του ΧΑ (FTSE/Athex Banks: +65,2%), σε συνάφεια κυρίως με την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία, την κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Προς ώρας, τα… σκήπτρα της αποτίμησης εξακολουθεί να κρατάει η Eurobank, η πρώτη από τις συστημικές τράπεζες που κατάφερε να ολοκληρώσει την αποεπένδυση του Δημοσίου από το μετοχικό της κεφάλαιο.
H τράπεζα έχει αποτίμηση 6,42 δισ. ευρώ, με τη μετοχή της να έχει βελτιωθεί κατά 9,5% από τα τέλη του 2023 και 53% τον τελευταίο χρόνο. Οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι και οι εγχώριες χρηματιστηριακές εταιρείες «βλέπουν» την τιμή μεταξύ 2,25 ευρώ (Jefferies) και 2,6 ευρώ (JP Morgan), εστιάζοντας στο γεγονός ότι η τράπεζα διαθέτει ισχυρή παρουσία στο εξωτερικό (σ.σ. σε Βουλγαρία και Κύπρο, στοχεύοντας να αποκτήσει με δημόσια πρόταση έως και το 60% της Ελληνικής Τράπεζας), αλλά και ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων σε ακίνητα, ύψους 1,4 δισ. ευρώ. Όσον αφορά στο μέρισμα, η τράπεζα προτίθεται να διανείμει μέρισμα έως 30% από τη χρήση του 2023.
Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα. H ΕΤΕ διαθέτει κεφαλαιοποίηση 6,39 δισ. ευρώ, ενώ η διακύμανση της μετοχής της δείχνει άνοδο άνω του 10% από τις αρχές του 2024 και 74% σε ετήσια βάση. Οι αναλυτές, πάντως, εκτιμούν πως η μετοχή θα μπορούσε να φτάσει από 8,25 ευρώ (Eurobank Equities) έως και 9,4 ευρώ (Euroxx).
Υπενθυμίζεται πως στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση αποεπένδυσης του Δημοσίου, με τη διάθεση ποσοστού 22%. Το διεθνές βιβλίο καλύφθηκε 9,5 φορές και συγκέντρωσε προσφορές, ύψους 8,1 δισ. ευρώ, προσελκύοντας ισχυρότατο ενδιαφέρον από κορυφαίους διεθνείς θεσμικούς επενδυτές, ενώ η ελληνική προσφορά καλύφθηκε κατά 2,9 φορές, με εγγραφές στο λειτουργικό βιβλίο προσφορών του ΧΑ της τάξεως των 450 εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά στο ποσοστό που απομένει (σ.σ. 18,39%), αυτό αναμένεται να διατεθεί εντός του 2024, με το ΤΧΣ να κλείνει έτσι, τον κύκλο ζωής του στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Για το 2023 η τράπεζα, διαθέτοντας πλεόνασμα κεφαλαίου, σχεδιάζει τη διανομή μερίσματος της τάξεως του 25%, η οποία ενδεχομένως να συνοδευτεί και με πρόγραμμα επαναγοράς.
Η Τράπεζα Πειραιώς που στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας έκλεισε στα 3,514 ευρώ έχει κεφαλαιοποίηση 4,3 δισ. ευρώ, ενώ η άνοδος της μετοχής της έφτασε το 9,81% από τις αρχές του 2024 και το 121% σε ετήσια βάση. Το τρέχον έτος θεωρείται «σταθμός» για την τράπεζα, δεδομένου ότι σε σχεδόν δύο μήνες θα εκκινήσει η διαδικασία αποεπένδυσης του Δημοσίου από το μετοχικό της κεφάλαιο.
Ανεξαρτήτως του ποσοστού διάθεσης που θα επιλεγεί εντέλει, είναι βέβαιο πως κατόπιν αυτής, τόσο οι αναλυτές, όσο και οι επενδυτές, θα επαναξιολογήσουν τη στάση τους απέναντι στη μετοχή που ήδη εκτιμάται πως θα μπορούσε να «πιάσει» από 3,95 ευρώ (Deutsche Bank) έως 5,3 ευρώ (Euroxx).
Τέλος, η Alpha Bank εμφανίζει συνολική αποτίμηση περίπου 3,8 δισ. ευρώ, με τη μετοχή να καταγράφει άνοδο σχεδόν 5% από τα τέλη του περασμένου έτους και 43% σε ετήσια βάση. Με το deal με τη UniCredit που, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη συγχώνευση των θυγατρικών των δύο Ομίλων στη Ρουμανία, όπου το νέο σχήμα θα αποτελεί την 3η μεγαλύτερη τράπεζα στη χώρα, να μονοπωλεί το ενδιαφέρον, μιας και πρόκειται για την πρώτη επένδυση από στρατηγικό επενδυτή στον ελληνικό τραπεζικό τομέα μετά από 17 χρόνια, οι αναλυτές «βλέπουν» άνοδο της τιμής μεταξύ 2,15 ευρώ (Deutsche Bank) και 2,5 ευρώ (JP Morgan).
Διαβάστε ακόμη
«Καύσιμα» ανάπτυξης 70 δισ. με δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις έως το 2027
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ