Aισιόδοξες ότι η νέα κρίση θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο στην ποιότητα των χαρτοφυλακίων τους, εμφανίζονται οι τράπεζες, συνεχίζοντας να «ποντάρουν» στο θετικό σενάριο, αναφορικά με την πορεία των «κόκκινων» δανείων, παρά τα… καμπανάκια που χτυπούν, τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), όσο και ξένοι αναλυτές.
«Τα δημοσιονομικά μέτρα και το ισχυρό momentum αύξησης της απασχόλησης και των μισθών θα αντισταθμίσουν σε μεγάλο βαθμό τη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος από τον υψηλό πληθωρισμό, ενώ η χρονιά για τον τουρισμό θα είναι η καλύτερη από κάθε προηγούμενη», ανέφερε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο του συνεδρίου του Economist, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, κ. Παύλος Μυλωνάς, ευθυγραμμισμένος πλήρως με την άποψη σύσσωμης της τραπεζικής αγοράς που θέλει τον σχηματισμό νέων «κόκκινων» δανείων να είναι αρνητικός και το β’ τρίμηνο του 2022. Στα αποτελέσματα, μάλιστα που αναμένεται να ανακοινώσουν το αργότερο έως το τέλος του τρέχοντος μήνα οι τέσσερις συστημικοί Όμιλοι θα παρουσιαστούν στοιχεία, βάσει των οποίων η συμπεριφορά των δανειοληπτών – και δη, αυτών που είτε έχουν βγει από κάποια μορφής στήριξη, κρατική ή τραπεζική είτε έχουν λάβει ρυθμίσεις – δεν εμπνέει ανησυχία.
«Τα νοικοκυριά αντιλαμβάνονται τα προβλήματα στην οικονομία, αντιμετωπίζουν πιο ώριμα την κατάσταση, όπως και οι επιχειρήσεις. Υπάρχουν επιχειρήσεις που επιβίωσαν της οικονομικής κρίσης. Πολλές μπορούσαν να δανειστούν από τα κρατικά προγράμματα κατά την περίοδο της πανδημίας, αλλά δεν το έκαναν. Τα ‘κόκκινα’ δάνεια δεν αυξάνονται, προς το παρόν. Ο τουρισμός πάει πολύ καλά», σχολίασε από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΕΤΕ, κ. Γκίκας Χαρδούβελης, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι πολλά θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας.
Την ίδια στιγμή, ως ανάχωμα σε ένα νέο κύμα «κόκκινων» δανείων συνεχίζουν να λειτουργούν οι καταθέσεις που το πρώτο τετράμηνο του 2022 σημείωσαν σωρευτική μείωση κατά 2,1 δισ. ευρώ, σε αντίθεση με τις σημαντικές αυξήσεις που είχαν παρατηρηθεί την αντίστοιχη περίοδο το 2021 (4,3 δισ. ευρώ) και το 2020 (3,2 δισ. ευρώ) Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων παρουσίασαν σημαντική υποχώρηση κατά 3,5 δισ. ευρώ. Πέρα από την αρνητική εποχικότητα που χαρακτηρίζει τις επιχειρηματικές καταθέσεις στις αρχές κάθε έτους, οι καταθέσεις των ΜΧΕ εκτιμάται ότι επηρεάστηκαν αρνητικά λόγω των περιορισμών που υφίστανται από την πλευρά της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας και της ανόδου του πληθωρισμού.
Συνολικά, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των επιχειρηματικών καταθέσεων επιβραδύνθηκε το 2021 και σημαντικά κατά τους πρώτους μήνες του 2022 (Απρίλιος 2022: 15,5%, Δεκέμβριος 2021: 24,2%, Ιανουάριος 2021: 40,5%) αντανακλώντας το γεγονός ότι λόγω της επανεκκίνησης της οικονομίας, της άρσης των μέτρων στήριξης και της αποκλιμάκωσης της πιστωτικής επέκτασης σε σύγκριση με το 2021, οι επιχειρήσεις άρχισαν να κάνουν χρήση των αποθεμάτων ρευστότητας που είχαν σχηματίσει προηγουμένως. Οι καταθέσεις των ΜΧΕ επηρεάζονται αρνητικά από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, καθώς η άνοδος των ενεργειακών τιμών αντανακλάται σε αξιοσημείωτη αύξηση του κόστους λειτουργίας τους.
«Καμπανάκια»
«Μεσοπρόθεσμα, εάν η επιτάχυνση του πληθωρισμού διατηρηθεί, θα αποθαρρύνει τη διακράτηση χρήματος στο μέτρο που δεν αντισταθμιστεί από αντίστοιχη αύξηση των επιτοκίων. Από την άλλη πλευρά, η άνοδος του ονομαστικού ΑΕΠ οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης χρήματος. Η αύξηση των επιτοκίων, προκειμένου να συγκρατηθεί η επιτάχυνση του πληθωρισμού, θα μετριάσει αντίστοιχα και την άνοδο του ονομαστικού ΑΕΠ, ιδίως εάν αποβεί σημαντική σε πραγματικούς όρους, επιφέροντας σταδιακή αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους του ιδιωτικού τομέα και του κόστους χρηματοδότησης, καθώς και επιβράδυνση στη δυναμική των επενδύσεων». Αυτό τονίζει η ΤτΕ στην Έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική, προσθέτοντας πως προς την αντίθετη κατεύθυνση θα επιδράσουν η παρατηρούμενη ενίσχυση της απασχόλησης και η ανθεκτικότητα συγκεκριμένων κλάδων, καθώς και οι πόροι του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του Εταιρικού Συμφώνου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) 2021-2027.
Η Allianz Trade με τη σειρά της, μολονότι αναγνωρίζει πως ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει μειώσει σημαντικά το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενισχύοντας την ικανότητά του να παρέχει πιστώσεις στην πραγματική οικονομία, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις, εντούτοις ο κίνδυνος παραμένει. «Ο ελληνικός δείκτης ΜΕΔ μειώθηκε από 45% το 2017 σε 12% το 2021, αλλά τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν στην οικονομία, αφού πέρασαν από τον τραπεζικό τομέα στους servicers. Ο πιστωτικός κίνδυνος πρέπει να παρακολουθείται, δεδομένου ότι οι εισροές ΜΕΔ συνεχίζονται, αν και με περιορισμένο ρυθμό και η ικανότητα αποπληρωμής μπορεί να επηρεαστεί σοβαρά από την επιδείνωση των προοπτικών για τους οφειλέτες. Τέλος, το χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε στο 125% του ΑΕΠ το 2020 μετά από κάποιες προσπάθειες απομόχλευσης τα προηγούμενα χρόνια (στο 110% το 2019)», αναφέρει χαρακτηριστικά σε σχετική έκθεσή της για την χώρα μας.
Διαβάστε ακόμη
Fuel Pass 2: Πότε ανοίγει η πλατφόρμα για το επίδομα βενζίνης