Δεν έχουν περάσει και τόσα πολλά χρόνια από τη μεγαλύτερη αναδιάταξη που έχει συμβεί ποτέ σε κλάδο της οικονομίας με τελικό αποτέλεσμα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να βασίζεται πλέον στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Αναδιάταξη που έλαβε χώρα υπό ακραίες συνθήκες και οδήγησε 15 τράπεζες να ενοποιηθούν υπό τις τέσσερις συστημικές. Ακολούθησαν τα πλάνα αναδιάρθρωσης με τις ελληνικές τράπεζες να εγκαταλείπουν τις επενδύσεις τους στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και ό,τι χαρακτηρίστηκε non-core asset, και το «success story» της δεκαετίας 2000-2010 έλαβε τέλος με άδοξο τρόπο.
Ο τελικός απολογισμός δεν ήταν εύκολος. Οι τράπεζες από άποψη όλων των μεγεθών έμειναν σχεδόν οι μισές. Οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν περισσότερο από 20.000 άτομα, περισσότερα από 2000 καταστήματα έκλεισαν, ενώ τα μεγέθη του ενεργητικού και των καταθέσεων που “χάθηκαν” ήταν πολύ μεγάλα.
Στη θέση τους, δεκάδες δισεκατομμύρια προβληματικών δανείων κυριάρχησαν στους ισολογισμούς των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών και αέναοι κύκλοι προσπάθειας για τη διαχείριση αυτών.
Η πορεία των ελληνικών τραπεζών προς τον μετασχηματισμό
Σήμερα μετά από τόσα χρόνια εσωστρέφειας, οι τράπεζες δείχνουν να ακολουθούν το δρόμο του πραγματικού μετασχηματισμού. Τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρούμε μια ενεργητική διαχείριση των προβληματικών δανείων με τις διοικήσεις των τραπεζών να εκμεταλλεύονται κάθε διαθέσιμο εργαλείο και πλαίσιο που προσφέρεται από τις Κεντρικές Τράπεζες και κυβερνήσεις.
Θανάσης Πανόπουλος, Partner, Deals Leader, PwC Ελλάδας
Χωρίς να γίνεται αντιληπτό από πολλούς, ουσιαστικά έχουμε εισέλθει στον τελευταίο ίσως κύκλο της επίλυσης του προβλήματος. Η λύση αυτή περνάει πρώτα από την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μέσω του εταιρικού μετασχηματισμού.
Στο πλαίσιο αυτό οι τρεις εκ των τεσσάρων υλοποίησαν ή βρίσκονται στη φάση του τελικού εταιρικού μετασχηματισμού – hive down – που βασίζεται στην απόσχιση των δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, οι τραπεζικές δραστηριότητες διαχωρίζονται και μεταβιβάζονται σε μια νέα κατά 100% θυγατρική εταιρεία.
Δημιουργείται μία «Νέα Τράπεζα» στην οποία μεταβιβάζονται στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού της Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο και η οποία λαμβάνει νέα τραπεζική άδεια χωρίς ωστόσο να μεταβάλλεται τίποτα ουσιαστικό στη σχέση της με μετόχους, πελάτες κλπ.
Οι μη μεταβιβαζόμενες δραστηριότητες παραμένουν στη μητρική εταιρία η οποία παύει να είναι πιστωτικό ίδρυμα και μετατρέπεται σε χρηματοδοτική εταιρία συμμετοχών (Holding Company). Σημειώνεται ότι επειδή είναι εισηγμένη συνεχίζει να διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Νίκος Καλογιάννης, Partner, Advisory Financial Services Leader, PwC Ελλάδας
Η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Με τον παραπάνω «τεχνικό» εταιρικό μετασχηματισμό έγινε εφικτή η τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων δανείων σημαντικού μεγέθους, λύνοντας έτσι τον γόρδιο δεσμό. Δεν πραγματοποιείται μεταβολή της μετοχικής σύνθεσης της τράπεζας λόγω των ζημιών που προκύπτουν από την τιτλοποίηση.
Στο πλαίσιο αυτής της «έξυπνης» λύσης, που πρώτη υλοποίησε η Eurobank, και η οποία ακολουθήθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς και την Alpha Bank, δόθηκε η δυνατότητα στις τράπεζες να υλοποιήσουν μια σειρά από μεγάλες τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) κατά τις οποίες η νέα τράπεζα διακρατεί τους τίτλους υψηλής εξασφάλισης (senior notes), με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου υπό το πρόγραμμα «ΗΡΑΚΛΗΣ» και πληρώνοντας στο Δημόσιο τη σχετική προμήθεια βάσει του ασφαλίστρου κινδύνου της χώρας, ενώ στους μετόχους της εταιρίας συμμετοχών διανέμεται το μεγαλύτερο ποσοστό των τίτλων μεσαίας και μειωμένης εξασφάλισης (mezzanine και junior notes). Οι επενδυτές συμμετέχουν ενεργά στην διαδικασία αυτή αγοράζοντας μέρος των «mezzanine notes»”.
Ουσιαστικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες εξυγιαίνουν τους ισολογισμούς τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ταυτόχρονα δεν έχουμε την ενεργοποίηση μετατροπής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων σε οριστική απαίτηση υπέρ του Δημοσίου. Οι όποιες ζημιές προκύπτουν από την τιτλοποίηση επιβαρύνουν τις εταιρίες συμμετοχών.
Σε αντίθετη περίπτωση οι τράπεζες είτε θα έπρεπε να απορροφήσουν τις ζημιές αυτές μέσω της κερδοφορίας τους είτε να προβούν σε αυξήσεις κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου.
Σημειώνεται ότι η Εθνική Τράπεζα δεν υιοθέτησε το παραπάνω μοντέλο και προχωράει σε τιτλοποίηση και απορρόφηση της ζημιάς μέσω της λειτουργικής της κερδοφορίας.
Το παραπάνω πλαίσιο με την παράλληλη απόσχιση – carve out – και πώληση σε ξένους επενδυτές των τραπεζικών δραστηριοτήτων εξυπηρέτησης προβληματικών δανείων και τη μεταφορά περισσότερων από 3.000 εργαζομένων και 65 δις προβληματικών δανείων σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων και δανείων, «servicers», αποτελεί το τελικό βήμα για το ριζικό μετασχηματισμό του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Υψηλή δυναμική συναλλαγών στον τραπεζικό κλάδο κατά το 2020
Υπο αυτές τις συνθήκες και μεσούσης της νέας οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία Covid-19, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να ολοκληρώσουν το 2020 και το πρώτο τρίμηνο του 2021 μια σειρά σημαντικών συναλλαγών. Συγκεκριμένα, το 2020 η Eurobank ολοκλήρωσε την τιτλοποίηση ύψους €7.5 δις με ονομασία Κάιρο και την πώληση του 80% της FPS στην DoValue, η Alpha Bank προχώρησε σε πώληση του χαρτοφυλακίου εταιρικών δανείων Jupiter ύψους €1,1 δις στην Fortress, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς ολοκλήρωσε την τιτλοποίηση €2 δις στεγαστικών δανείων με ονομασία Phoenix.
Οι συναλλαγές μεγάλου μεγέθους συνεχίστηκαν και το πρώτο δίμηνο του 2021, με την Alpha Bank να υπογράφει την τιτλοποίηση ύψους €10,8 δις με ονομασία Galaxy και την πώληση του 80% της Cepal στο επενδυτικό fund Davidson Kempner, την τράπεζα Πειραιώς να ολοκληρώνει την τιτλοποίηση ύψους €5 δις με ονομασία Vega και την Εθνική Τράπεζα να ολοκληρώνει την πώληση του χαρτοφυλακίου εταιρικών δανείων Icon ύψους €1,5 δις στην Βain Capital.
Σημαντική δραστηριότητα εκτιμάται και για το υπόλοιπο του έτους καθώς η Εθνική Τράπεζα προχωράει με την τιτλοποίηση Frontier ύψους €6 δις ενώ η Πειραιώς αναμένεται να προχωρήσει σε νέα τιτλοποίηση σημαντικού μεγέθους
Επίδραση της πανδημίας στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε τεχνικά χωρίς ωστόσο να λυθεί ουσιαστικά. Τα κόκκινα δάνεια δεν αποπληρώθηκαν, ενώ οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων και δανείων θα κληθούν να σηκώσουν το βαρύ φορτίο υλοποίησης της λύσης.
Το πρόβλημα παραμένει πολύπλοκο. Οι ξένοι επενδυτές είναι βέβαιο ότι θα πιέζουν για κερδοφορία και τη μέγιστη απόδοση της επένδυσής τους. Οι προβληματικοί δανειολήπτες για άφεση “αμαρτιών”. Οι τράπεζες θα «εποπτεύουν» και θα προσπαθούν να «διασφαλίσουν» την αποπληρωμή των «senior notes». Η ισορροπία είναι δύσκολη και εύθραυστη. Πρέπει όλα να δουλέψουν σα μια καλοκουρδισμένη μηχανή διαφορετικά οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι πολλοί.
Η πανδημία δημιουργεί μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων που αναμένεται να κυμανθούν στα 5-10 δις και τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα έτσι ώστε να μην αποτελέσουν άλλη μία άλυτη μεταβλητή στη δύσκολη αυτή εξίσωση.
Τα εργαλεία υπάρχουν. Οι servicers μπορούν να υλοποιήσουν λύσεις που στο πλαίσιο του τραπεζικού συστήματος είτε δεν ήταν εφαρμόσιμες είτε θα δημιουργούσαν περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυναν, τη δημιουργία ηθικού κινδύνου – moral hazard. Η τεχνογνωσία που φέρνουν οι ξένοι επενδυτές από το εξωτερικό είναι δεδομένη. Διαθέτουν τυποποιημένες λύσεις, συστήματα παρακολούθησης, ευελιξία και πάνω από όλα είναι προσηλωμένοι στο αποτέλεσμα.
Φυσικά, τα δεδομένα κάθε φορά είναι διαφορετικά και δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Το ελληνικό πρόβλημα των κόκκινων δανείων είναι μαζικό, μεγάλο σε μέγεθος και με ιδιαιτερότητες. Ο ιδιαίτερα ευαίσθητος χώρος των ακινήτων είναι μια από αυτές.
Νέος Πτωχευτικός Νόμος και η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Οι servicers καλούνται να δώσουν βιώσιμες και ρεαλιστικές λύσεις σε ομάδες οφειλετών που βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία πληρωμής και ταυτόχρονα να πετύχουν τη μέγιστη δυνατή ανάκτηση. Την ίδια στιγμή πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών με διαφορετικές πρακτικές και στρατηγικές.
Παράλληλα, θα πρέπει να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα ακίνητα που έχουν προέλθει από πλειστηριασμούς – Real Estate Owned – και να προφέρουν μια διαφορετική διάσταση στο χώρο του Real Estate. Μέσω της κατάλληλης διαχείρισης έχουν τη δυνατότητα να απελευθερώσουν «εγκλωβισμένες» αξίες των ακινήτων και να τα καταστήσουν και πάλι παραγωγικά και επενδυτικά συνεισφέροντας στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή, ο νέος πτωχευτικός κώδικας παρέχει τις δυνατότητες που απαιτούνται καθώς σε ένα ενιαίο πλαίσιο και σε μια ολοκληρωμένη διαδικασία εντάσσονται όλα τα υφιστάμενα εργαλεία για τη ρύθμιση των οφειλών και την παροχή 2ης ευκαιρίας στους δανειολήπτες.
Για πρώτη φορά, εισάγεται ο προληπτικός μηχανισμός για την έγκαιρη προειδοποίηση των οφειλετών προκειμένου να μπορέσουν να καλύψουν ή να αναδιαρθρώσουν τις οφειλές τους ώστε να αποφύγουν τις διαδικασίες ρευστοποίησης.
Επιπλέον εισάγεται ένα ολοκληρωμένο και αυτοματοποιημένο πλαίσιο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας, μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, τόσο για φυσικά όσο και για νομικά πρόσωπα. Για τους οφειλέτες που το χρέος δεν είναι βιώσιμο και δεν είναι δυνατή η ρύθμιση, τότε προβλέπεται απαλλαγή του χρέους κηρύσσοντας πτώχευση αφού προηγουμένως έχουν ρευστοποιήσει όλη την περιουσία τους. Η πτώχευση, δίνει τη δυνατότητα της 2ης ευκαιρίας μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από την κήρυξη της πτώχευσης.
Παράλληλα διαμορφώνεται ένα πλαίσιο κοινωνικής πολιτικής αναφορικά με τα ευάλωτα νοικοκυριά, τόσο στο στάδιο του εξωδικαστικού μηχανισμού μέσω επιδότησης δόσεων δανείων που εξασφαλίζονται με κύριες κατοικίες ευάλωτων οφειλετών, όσο και στο στάδιο πτώχευσης και αναγκαστικής εκτέλεσης με τη λειτουργία φορέα που θα αποκτά και επαναμισθώνει τις κύριες κατοικίες ευάλωτων οφειλετών.
Προκλήσεις και κίνδυνοι για τις ελληνικές τράπεζες
Το ζητούμενο για άλλη μια φορά είναι η υλοποίηση και χρήση του νέου πλαισίου από τα εμπλεκόμενα μέρη, και η αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων που θα ανακύψουν κατά την πρακτική εφαρμογή του.
Ταυτόχρονα, οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσουν μπροστά και να επιτελέσουν το ρόλο τους. Ένα ρόλο ίσως λίγο διαφορετικό από αυτόν που είχαν μέχρι σήμερα.
Ο κίνδυνος να μείνουμε και αυτή τη φορά πίσω από τις εξελίξεις δεν είναι αμελητέος και στη συνάρτηση θα πρέπει να προστεθεί και ο ανταγωνισμός που θα είναι ισχυρός από παίκτες που αυτή τη στιγμή ίσως δεν είναι ορατοί σε πολλούς από εμάς.
Οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να εξελιχθούν σε σύγχρονα και κερδοφόρα τραπεζικά ιδρύματα που θα στηρίξουν την ελληνική οικονομία και τις ελληνικές επιχειρήσεις και πάνω από όλα θα προσφέρουν σύγχρονες λύσεις και υπηρεσίες στους πελάτες τους. Χρειάζεται δηλαδή, να μετεξελιχθούν σε σύγχρονες πλατφόρμες παροχής υπηρεσιών που θα διαθέτουν ολιστικές ψηφιακές υπηρεσίες σε ιδιώτες και επιχειρήσεις με ουσιαστική προστιθέμενη αξία.
Αυτό προϋποθέτει πρώτα τον δικό τους λειτουργικό και ψηφιακό μετασχηματισμό που είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση που θα έχουν να αντιμετωπίσουν τα επόμενα χρόνια.
Ο λειτουργικός και ψηφιακός μετασχηματισμός θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος ώστε να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες να χτίσουν το επόμενο «success story». Ένα «success story» που θα βασίζεται σε μη κοστοβόρες δομές, σε εξατομικευμένο υπολογισμό του πιστωτικού κινδύνου, αλλά πάνω από όλα εξατομικευμένη παροχή νέων προϊόντων και υπηρεσιών που θα καλύπτουν τις νέες ανάγκες των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.
Ο δρόμος για τον πραγματικό μετασχηματισμό των τραπεζών είναι μπροστά. Ο χρόνος, για ακόμα μια φορά, δεν είναι σύμμαχος.
Διαβάστε ακόμη:
Στα «πιτς» η Formula 1 πριν από το πρώτο Grand Prix – Οι ζημιές λόγω κορωνοϊού
Ελλάκτωρ: Ανοιχτή επιστολή Μπάκου – Καϋμενάκη προς Ολλανδούς και Μπόμπολα
Τουρισμός: Βήμα-βήμα το άνοιγμα και ο στόχος επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου