του Κωστή Πλάντζου
Σε πολύφερνη νύφη αναδεικνύεται το περίφημο αποθεματικό ασφαλείας για έξοδο στις αγορές, το οποίο αρχίζει να σχηματίζεται σταδιακά ενόψει της ολοκλήρωσης του 3ου Μνημονίου. Και ενώ ο «κουμπαράς» σκοπό έχει να καλύψει τις λήξεις των ελληνικών ομολόγων, προκειμένου να διαλύσει και τις ανησυχίες των ξένων επενδυτών που θα κληθούν να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα, οι τράπεζες κάνουν σχέδια για τα περίπου 17-20 δισ. ευρώ όπου, όπως εκτιμάται, μπορεί να ανέλθει το συνολικό ποσόν έως το 2019.
Ανώτατη τραπεζική πηγή ανέφερε σε συνομιλητές της ότι οι τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν πολλαπλά από τα χρήματα αυτά, τόσο για να βελτιώσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια ώστε να ξεπεράσουν ευκολότερα τα stress tests, όσο και για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA).
Σήμερα η πρόσβαση των τραπεζών στον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας έχει μειωθεί αισθητά, στα 22 δισ. ευρώ, αλλά όπως έλεγε η ίδια τραπεζική πηγή «ο ELA θα μηδενίσει μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2019. Αυτό θα εξαρτηθεί και από τα 17-20 δισ. ευρώ, αφού ένα τμήμα τουλάχιστον από το απόθεμα ασφαλείας, θα παραμένει στο τραπεζικό σύστημα».
Οι τράπεζες ποντάρουν πολλά στο «μαξιλαράκι ασφαλείας» για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον ELA. Και αυτό γιατί όσο αυξάνονται οι καταθέσεις τους, τόσο μειώνονται οι κεφαλαιακές ανάγκες τους.
Στην πράξη πάντως, παρότι ήδη αυξάνονται τα επίπεδα των καταθέσεων στις συστημικές τράπεζες, αυτό δεν θεωρείται αρκετό για να διασφαλιστεί η επάρκειά τους, γιατί δεν συνδυάζεται με επιστροφή της εμπιστοσύνης των καταθετών. Η αύξηση των καταθέσεων αποδίδεται από τραπεζικούς κύκλους στην υπερ-συσσώρευση ρευστότητος από το Δημόσιο, που αποταμιεύει διαρκώς πλεονάσματα από επιπλέον φόρους και περικοπές δαπανών. Λόγω και των capital controls, τα κεφάλαια μεταφέρονται διαρκώς από φορολογούμενους και ασφαλισμένους προς τους λογαριασμούς κρατικών φορέων, παραμένοντας στο τραπεζικό σύστημα και βελτιώνοντας τεχνητά την γενική εικόνα.
Άλλη τραπεζική πηγή υποστήριζε πάντως πως περιορίζεται το χρήμα που κυκλοφορεί σε μετρητά, καθώς έχει επιστρέψει στα επίπεδα που ήταν τον Δεκέμβριο του 2014. Αυτό όμως έχει να κάνει και με τις αυξημένες πληρωμές προς το κράτος και στις τράπεζες, ενίοτε και μέσω κατασχέσεων, που απορροφούν όλο και περισσότερη ρευστότητα από την αγορά και τα νοικοκυριά.
Δεν είναι άσχετο ίσως και ότι με βάση τα στοιχεία Σεπτεμβρίου της ΤτΕ, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών προς τα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά 600 και πλέον εκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή χωρίς να αυξηθούν τα επίπεδα των χορηγήσεων εν σχέσει με το 2014, τα νοικοκυριά συσσωρεύουν χρέη και αδυνατούν να πληρώνουν, εξέλιξη που μαρτυρά πως και τα μετρητά που είχαν τελειώνουν.
Για τον λόγο αυτό οι τράπεζες διεκδικούν μερίδιο από το αποθεματικό, προσφέροντας τόκους για το Δημόσιο. Τραπεζικές πηγές υπολογίζουν πως με επιτόκιο 1%-1,5%, το Δημόσιο θα βγάζει κέρδος και 200-300 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Το αποθεματικό ασφαλείας θα σχηματιστεί από τα πρωτογενή πλεόνασμα 1,9 δισ. του 2017 και όσα θα προκύπτουν τους επόμενους μήνες και χρόνια, ενώ θα συμβάλει σε αυτό και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) διαθέτοντας συνολικά περί τα 9 δισ. ευρώ. Εξ αυτών, το 1,9 δισ. ευρώ θα εκταμιευτεί αρχές Φεβρουαρίου ως μέρος της δόσεως των 6,7 δισ. ευρώ για το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης και τα υπόλοιπα 7,1 δισ. ευρώ θα διατεθούν το καλοκαίρι με την δόση στο τέλος του 3ο Μνημονίου.