(last update 14.49) Σε κατάσταση συναγερμού βρίσκονται τις τελευταίες ώρες οι διεθνείς αγορές, καθώς επενδυτές και αναλυτές βλέπουν στο «πρόσωπο» της Credit Suisse τον κίνδυνο μιας νέας Lehman Brothers -δηλαδή μιας κατάρρευσης, η οποία θα μπορούσε να ανάψει το φυτίλι της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Άλλωστε, η εμβληματική ελβετική τράπεζα, η οποία πριν μερικά χρόνια είχε καταφέρει να παρεισφρήσει στα «σαλόνια» των κορυφαίων ομίλων της Wall Street, βαδίζει πάνω σ’ ένα τεντωμένο και άκρως επικίνδυνο σκοινί, με τις -διάφορων ειδών- φήμες να κατακλύζουν τα μέσα ενημέρωσης.
Το κόστος ασφάλισης έναντι μιας πιθανής χρεοκοπίας, γνωστό και ως CDS, διευρύνεται στις 293 μονάδες βάσης (από μόλις 55 μονάδες στις αρχές του έτους) και αναρριχάται στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, ενώ η μετοχή καταρρίπτει το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο. Ενδεικτικά, αυτήν τη στιγμή, η τιμή στο Χρηματιστήριο της Ζυρίχης κατρακυλάει κοντά στο -7% και διαμορφώνεται μόλις στα 3,7 φράγκα, έχοντας απολέσει τουλάχιστον το 60% της αξίας της μέσα στο 2022 (έως τον Μάρτιο του 2021 κυμαινόταν σταθερά άνω των 12 φράγκων).
Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι, εδώ και μερικές ώρες, κορυφαία στελέχη της τράπεζας έχουν επιδοθεί σ’ ένα μπαράζ τηλεφωνικών επικοινωνιών με τους μεγαλύτερους πελάτες, εταίρους και επενδυτές. Στόχος είναι να τους καθησυχάσουν και να τους πείσουν ότι δεν χρειάζεται να αποσύρουν τα χρήματά τους. «Η θέση μας είναι ξεκάθαρη. Έχουμε ισχυρή κεφαλαιακή θέση, ισχυρή ρευστότητα και ισχυρό ισολογισμό. Η διακύμανση της μετοχής δεν αλλάζει αυτό το στοιχείο» είναι το μήνυμα που στέλνουν.
Αλλά είναι άγνωστο αν φθάνει στα «αυτιά» των αγορών.
Το αμφιλεγόμενο memo
Το πρόβλημα ξεκίνησε την Παρασκευή, όταν ο διευθύνων σύμβουλος της Credit Suisse, Ulrich Koerner, μέσω ενός memo που διένειμε στους εργαζόμενους, επιχείρησε να διαβεβαιώσει ότι η -ιδρυθείσα το 1856- τράπεζα διαθέτει «ισχυρά κεφάλαια» και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας.
Ωστόσο, αυτή η κίνηση απέφερε τελικά τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Οι φήμες για την κατάσταση της ιστορικής τράπεζας άρχισαν να «οργιάζουν», οδηγώντας σε εκτίναξη των CDS και βαθιά υποχώρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Κι αυτό, διότι το επίμαχο memo έφερε στη μνήμη όλων τις προσπάθειες καθησυχασμού των ανθρώπων της Lehman Brothers λίγο πριν το κραχ του 2008.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, μάλιστα, στα social media κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια για την «υγεία» τoυ χρηματοπιστωτικού ομίλου. Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίο στέλεχος εταιρείας, με την οποία συνεργάζεται η Credit Suisse, εξέφρασε στους Financial Times την άποψη ότι ο ελβετικός όμιλος είναι «η χειρότερη μεγάλη τράπεζα της Ευρώπης».
Φυσικά, η εν εξελίξει αναταραχή έχει ευρύτερο αποτύπωμα. Τα πρόσημα στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος, με τις μέχρι στιγμής συναλλαγές να προμηνύουν ακόμη μία καθοδική συνεδρίαση.
Ενδεικτικά, ο FTSE 100 στο Ηνωμένο Βασίλειο σημειώνει πτώση -0,80%, ο DAX στη Φρανκφούρτη -0,95%, ο CAC 40 στο Παρίσι -1,22% και ο FTSE MIB στο Μιλάνο -0,57%. Ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600, δε, υποχωρεί κατά 0,98% και περιορίζεται στις 384 μονάδες.
Το μεγάλο πρόβλημα
Η Credit Suisse, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει εμπλακεί σε μια σειρά σκανδάλων και ύποπτων υποθέσεων (κατάρρευση του fund Archegos, ξέπλυμα βρόμικου χρήματος στη Βουλγαρία, βιομηχανική κατασκοπεία, ύποπτη πελατεία με εμπόρους όπλων και ναρκωτικών). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνει διαρκώς τόσο σε επίπεδο φήμης, όσο κυρίως σε επίπεδο κερδοφορίας. Χαρακτηριστικό της όλης κατάστασης είναι ότι οι προ-φόρων ζημιές στο α’ εξάμηνο διαμορφώθηκαν σε 1,6 δισ. φράγκα.
Ο Koerner, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της Credit Suisse τον Ιούλιο, αναμένεται στις 27 Οκτωβρίου να παρουσιάσει ένα στρατηγικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Η διοίκηση βρίσκεται στο τελικό στάδιο οριστικοποίησης αυτού του σχεδίου, το οποίο πιθανολογείται ότι θα περιλαμβάνει εκ βάθρων αλλαγές στον επενδυτικό τομέα, περικοπές χιλιάδων θέσεων εργασίας, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων (όπως η μονάδα διαχείρισης πλούτου στη Λατινική Αμερική), αλλά και την επαναφορά του brand name της First Boston (αμερικανική εταιρεία, την οποία είχε απορροφήσει το 1990).
Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές της KBW, για να πετύχει το εν λόγω project αναδιάρθρωσης, θα απαιτηθεί η άντληση επιπλέον «φρέσκων» κεφαλαίων αξίας 4 δισ. φράγκων, δηλαδή περίπου 4 δισ. δολαρίων (παρότι η διοίκηση διαψεύδει ένα τέτοιο σενάριο). Κι όλοι αναρωτιούνται ποιος ακριβώς θα δώσει αυτά τα χρήματα σε μια «αμαρτωλή» και «ετοιμόρροπη» τράπεζα.
Ιδίως δε, σε μια περίοδο σφιχτής νομισματικής πολιτικής, κατά την οποία όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αποσύρουν τη ρευστότητα και αυξάνουν τα επιτόκια, ενώ ταυτόχρονα η θηλιά της ύφεσης και της ενεργειακής / πληθωριστικής κρίσης σφίγγει ολοένα και περισσότερο τον «λαιμό» της Ευρώπης.
Η χρηματιστηριακή αξία της Credit Suisse έχει συρρικνωθεί μόλις στα 10 δισ. φράγκα (από τουλάχιστον 30 δισ. φράγκα τον Μάρτιο του 2021). Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε αύξηση κεφαλαίων θα αποδειχθεί καταστροφική για τους παλαιούς μετόχους, οι οποίοι θα υποστούν βαθύ dilution (απομείωση μετοχών).
Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις μόλις τέσσερις επενδυτικές εταιρείες, οι οποίες παρέχουν σύσταση «buy», σπεύδει σήμερα να διευκρινίσει ότι οι αγορές αφορούν μόνο τους… γενναίους. Ο λόγος για τη Citigroup, η οποία προειδοποιεί ότι «υπάρχουν λόγοι να είμαστε επιφυλακτικοί», βλέποντας σημαντικό κίνδυνο στην εκτέλεση του στρατηγικού σχεδίου της διοίκησης.
Οι συγκρίσεις με τη Deutsche Bank
H κρίση εμπιστοσύνης προς την ελβετική τράπεζα, σύμφωνα με τους αναλυτές της KBW, είναι παρεμφερής με την προ εξαετίας περίπτωση της Deutsche Bank. Τότε, η γερμανική τράπεζα αντιμετώπιζε μια σειρά προκλήσεων, με κυριότερη το κόστος του σκανδάλου με τα αμερικανικά στεγαστικά δάνεια, τα οποία προκάλεσαν την κρίση του 2008. Αποτέλεσμα ήταν τα CDS να εκτοξευτούν, οι οίκοι να υποβαθμίσουν την αξιολόγησή της και ορισμένοι πελάτες να αποχωρήσουν έντρομοι.
Τελικά, η κρίση αποκλιμακώθηκε λίγους μήνες αργότερα, όταν το πρόστιμο των αμερικανικών αρχών ήταν μικρότερο απ’ ό,τι υπολογιζόταν αρχικά, ενώ η διοίκηση κατάφερε να αντλήσει περίπου 8 δισ. ευρώ σε νέα κεφάλαια. Όμως, ο κύκλος των μειωμένων εσόδων και του αυξημένου κόστους δανεισμού χρειάστηκε αρκετά χρόνια έως ότου ανακοπεί.
Φυσικά, οι δύο περιπτώσεις έχουν αρκετές διαφορές, γεγονός το οποίο λειτουργεί εν μέρει καθησυχαστικά για την ελβετική τράπεζα. Η Credit Suisse, για παράδειγμα, δεν αντιμετωπίζει ένα πρόστιμο – μαμούθ των 7,2 δισ. δολαρίων, όπως συνέβη με τη Deutsche Bank, ενώ ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας βρίσκεται στο 13,5% έναντι 10,8% της γερμανικής τράπεζας πριν έξι χρόνια.
Διαβάστε ακόμη:
Πέγκυ Αντωνάκου (Google): «Θα αναπτύξουμε στην Ελλάδα νέα προϊόντα που θα δώσουν παγκόσμιες λύσεις»