Η διάσωση της Credit Suisse μέσω της εξαγοράς από την βασική ανταγωνίστριά της UBS, κατεπειγόντως μέσα στο Σαββατοκύριακο προκάλεσε ανακούφιση παγκοσμίως γιατί ουδείς γνωρίζει τι θα συνέβαινε εάν οι αγορές άνοιγαν σήμερα Δευτέρα χωρίς να έχει βρεθεί λύση.
Τη σκυτάλη τώρα παίρνουν οι αγορές που θα «κρίνουν» τη συμφωνία, αλλά ενδεικτικό της αγωνίας που υπήρχε για την ολοκλήρωση της διάσωσης είναι ότι όλα έγιναν με την παρέμβαση της ελβετικής κυβέρνησης και των ελβετικών αρχών (κεντρική τράπεζα και επιτροπή κεφαλαιαγοράς) αλλά σε συνεννόηση και με την «ευλογία» της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας (FED) και όλων των ευρωπαϊκών αρχών.
Και, καθώς φαίνεται, η αγωνία μετά την εξαγορά συνεχίζεται, καθώς τα ασιατικά χρηματιστήρια λίγες ώρες πριν το σημερινό κλείσιμο, σημειώνουν απώλειες, με τις μεγαλύτερες να καταγράφονται στον δείκτη Hang Seng του Χονγκ Κονγκ, που χάνει πάνω από 2,5%.
Σε μια προσπάθεια να… ηρεμήσουν τα πνεύματα, η Νομισματική Αρχή του Χονγκ Κονγκ και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοίνωσαν ότι οι εγχώριες δραστηριότητες της Credit Suisse θα συνεχιστούν κανονικά, μετά την εξαγορά. «Τα ανοίγματα του τοπικού τραπεζικού τομέα στην Credit Suisse είναι ασήμαντα», επισήμαναν οι ρυθμιστικές αρχές, προσθέτοντας ότι το συνολικό ενεργητικό του υποκαταστήματος του Χονγκ Κονγκ ανήλθε σε περίπου 100 δισεκατομμύρια HK$ (12,74 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ), αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 0,5% του τραπεζικού τομέα.
Οι μετοχές των τραπεζών του Χονγκ Κονγκ σημείωσαν έντονη πτώση το πρωί της Δευτέρας, με την HSBC να χάνει 4,37% και να είναι ένας από τους κορυφαίους χαμένους του HSI, ενώ η Standard Chartered έχασε 3,81%.
Το αρχικό τίμημα του 1 δισ. δολαρίων δεν κρίθηκε ικανοποιητικό και η ελβετική κυβέρνηση είχε ετοιμάσει εναλλακτικό σχέδιο κρατικοποίησης της Credit Suisse, αλλά η αύξηση του τιμήματος στα 3,2 δισ. δολάρια επέτρεψε την ολοκλήρωση της συμφωνίας.
Ενδεικτικό των πιέσεων που ασκήθηκαν αλλά και της παγκόσμιας κινητοποίησης είναι ότι η ελβετική κεντρική τράπεζα, με τη στήριξη των άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών θα χορηγήσει έκτακτη ρευστότητα 100 δισ. δολάρια στην UBS εφόσον χρειαστεί, ενώ η ελβετική κυβέρνηση υιοθέτησε έκτακτη νομοθεσία για να υλοποιηθεί η συμφωνία χωρίς να χρειαστεί έγκριση των μετόχων.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το διεθνές τραπεζικό σύστημα «έπεσε πάνω» στο πρόβλημα της Credit Suisse για να αποτρέψει μετάδοση της κρίσης στην παγκόσμια αγορά και ένα παγκόσμιο κραχ.
Η κατάρρευση όμως τραπεζών σε ΗΠΑ και Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες και οι διασώσεις που ακολούθησαν φέρνουν στο προσκήνιο το γεγονός ότι στο νέο περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δοκιμάζεται και οι κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται να αλλάξουν την πορεία που είχαν σχεδιάσει για άνοδο των επιτοκίων και περιορισμό της ρευστότητας.
«Ρωγμές» στο τραπεζικό σύστημα
Υπό το φως των τελευταίων γεγονότων, το «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής μπορεί να δημιουργήσει «ρωγμές» και αποσταθεροποίηση.
Η νέα τραπεζική κρίση ξεκίνησε από μια μεσαία καλιφορνέζικη τράπεζα, την Silicon Valley Bank και μεταδόθηκε στην ελβετική Credit Suisse.
Φαινομενικά, οι δύο περιπτώσεις είναι διαφορετικές. Η SVB εκτέθηκε υπερβολικά σε επενδύσεις σε αμερικανικά ομόλογα, χωρίς αντιστάθμιση κινδύνου, ενώ η Credit Suisse καταρρέει… σε αργή κίνηση τα τελευταία χρόνια, λόγω σκανδάλων και κακοδιαχείρισης.
Κι όμως, κάτω από τις υποθέσεις αυτές βρίσκεται ένας κοινός παρονομαστής, που δεν είναι άλλος από το «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής, που ασκεί πιέσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση τράπεζες ή άλλες εταιρείες που έχουν μεγάλα ανοίγματα ή άλλα προβλήματα.
Η SVB, για παράδειγμα, αναγκάστηκε να «γράψει» ζημιές από μακροχρόνια ομόλογα με μικρό κουπόνι (επιτόκιο) τα οποία είχε αγοράσει προτού ανέβουν τα επιτόκια. Η άνοδος των επιτοκίων έριξε τις τιμές των ομολόγων, τη στιγμή ακριβώς που και οι πελάτες της τράπεζας -εταιρείες τεχνολογίας- άρχισαν να τραβάνε καταθέσεις.
Η λογική λέει ότι τέτοια ομόλογα έχουν στην κατοχή τους και άλλες τράπεζες, ανάμεσα σε αυτές και πολλές ευρωπαϊκές. Την περίοδο των χαμηλών επιτοκίων η συνολική αξία των ομολόγων που είχαν αρνητική απόδοση είχε φτάσει τα 18 τρισεκατομμύρια δολάρια. Κάποιοι είχαν αγοράσει τέτοια ομόλογα και τα έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Προς το παρόν δεν έχουν εμφανιστεί ανάλογα προβλήματα στην Ευρώπη, αλλά η ανησυχία ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί ξανά δημιουργεί την αβεβαιότητα.
Το άλλο ζήτημα είναι ότι ουδείς μπορεί να φανταστεί τι είδους πρόβλημα μπορεί να κρύβεται στα βιβλία των χρηματοπιστωτικών εταιρειών, δεδομένου ότι ένας μεγάλος όγκος συμβολαίων και αγοραπωλησιών δεν εμφανίζεται στις συναλλαγές που γίνονται δημόσια στα χρηματιστήρια (private equity, παράγωγα κ.λπ.).
Επομένως, ακόμα κι αν οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, ύστερα από τις αυστηρές υποχρεώσεις που θεσπίστηκαν εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, μπορεί να προκύψουν ανοίγματα από «μη ορατά» τμήματα της αγοράς.
Αυτός είναι και ο λόγος που τροφοδοτεί την αβεβαιότητα η οποία οδηγεί τους επενδυτές σε κινήσεις μείωσης του ρίσκου, με άλλα λόγια να πουλάνε τράπεζες και άλλες εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Αυτός, όμως είναι και ο λόγος που όπως φαίνεται οι κεντρικές τράπεζες θα αναγκαστούν να αλλάξουν την πορεία που είχαν χαράξει για αυξήσεις επιτοκίων και «μάζεμα» της ρευστότητας, με πωλήσεις ομολόγων προκειμένου να βγάλουν από την κυκλοφορία το χρήμα που είχαν τυπώσει τα τελευταία χρόνια.
Οι ανακοινώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ την περασμένη εβδομάδα έδειξαν δύο πράγματα:
Ότι η ΕΚΤ προχώρησε κανονικά στην αύξηση επιτοκίου κατά μισή μονάδα, θέλοντας να δείξει ότι είναι αποφασισμένη να πολεμήσει τον πληθωρισμό, αλλά εάν χρειαστεί θα σταματήσει εκεί. Άλλωστε, η αβεβαιότητα στον χρηματοπιστωτικό τομέα λειτουργεί από μόνη της αντιπληθωριστικά, καθώς όλοι «μαζεύονται»: Οι τράπεζες δίνουν λιγότερα δάνεια, οι επιχειρήσεις ανοίγονται λιγότερο, οι καταναλωτές το ίδιο. Επομένως, η νέα κρίση ίσως «κάνει τη δουλειά», χωρίς να χρειαστεί και νέα αύξηση.
Ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να παράσχει και πάλι άφθονη ρευστότητα για να στηρίξει τις τράπεζες εφόσον χρειαστεί, προκειμένου να αποτρέψει τη μετάδοση της αβεβαιότητας και του συστημικού κινδύνου.
Οι κεντρικές τράπεζες σχεδίαζαν να προχωρήσουν σε «ποσοτική σύσφιξη» που είναι το αντίστροφο της «ποσοτικής χαλάρωσης» με την οποία «τύπωναν» χρήμα τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο πλέον να γίνει εν μέσω της νέας κρίσης.
Επομένως, ίσως αναγκαστούν να χορηγήσουν εκ νέου μαζικά ρευστότητα στο σύστημα για να στηρίξουν τον τραπεζικό κλάδο.
Υπολογίζεται ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν τυπώσει συνολικά χρήμα αξίας περί τα 30 τρισεκατομμύρια δολάρια με τα οποία αγόραζαν ομόλογα από την ελεύθερη αγορά.
Από πέρσι, που εμφανίστηκε ο πληθωρισμός, οι κεντρικές τράπεζες αποφάσισαν να σφίξουν τα λουριά, ανεβάζοντας τα επιτόκια και αφαιρώντας ρευστότητα από το σύστημα. Με τα νέα δεδομένα, όμως, είναι πολύ πιθανό να αντιστρέψουν την πορεία τους το επόμενο διάστημα.
Διαβάστε ακόμη