Αντίστροφα αρχίζει να μετρά ο χρόνος για τη «μεγάλη έξοδο» του Δημοσίου από τις τράπεζες, με τη δημοσίευση – σήμερα ή το αργότερο την Πέμπτη – της στρατηγικής αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) τουλάχιστον έως το 2025.
Αν και, όπως εξηγούν στο newmoney αρμόδιες πηγές, το επίμαχο πλάνο δεν θα ορίζει συγκεκριμένη σειρά προτεραιότητας, μιας και η πώληση των ποσοστών που το Ταμείο κατέχει (40,3% στην Εθνική Tράπεζα, 27% στην Τράπεζα Πειραιώς, 9% στην Alpha Bank και 1,4% στην Eurobank) θα γίνει κατόπιν ανταγωνιστικής διαδικασίας, εντούτοις στην αγορά ήδη προσπαθούν να «διαβάσουν» τις προσθέσεις του. «Σε περίπτωση που λάβει υπόψη του το εκπεφρασμένο ενδιαφέρον από πλευράς επενδυτών, τότε το πιθανότερο είναι η διαδικασία αποεπένδυσης να εκκινήσει από την Τράπεζα Πειραιώς», σχολιάζουν χαρακτηριστικά.
Πράγματι, το ιταλικό ΙΟΝ Group έχει καταθέσει πρόταση από τον περασμένο Οκτώβριο και χωρίς διενέργεια due diligence, προσφέροντας περίπου 450 εκατ. ευρώ (1,34 ευρώ ανά μετοχή) για να αποκτήσει το ποσοστό του ΤΧΣ. «Υπάρχει, βέβαια, το ενδεχόμενο το Ταμείο να θελήσει να προχωρήσει πρώτα με τις τράπεζες, στις οποία κατέχει μικρότερα ποσοστά, ήτοι τις Eurobank και Alpha Bank», προσθέτουν οι ίδιες πηγές. Για τη μεν, πρώτη οι πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχει ενδιαφερόμενος, για τη δε, δεύτερη η ολλανδική Reggeborgh φέρεται να εξετάζει την πιθανότητα περαιτέρω αύξησης του ποσοστού της, πέραν του 6,5%, στο οποίο έφτασε μετά τις τελευταίες αγορές μετοχών, αποτελώντας πλέον τον μεγαλύτερο ιδιώτη μέτοχο.
Όσον αφορά στην Εθνική Τράπεζα, τα πράγματα είναι μάλλον πιο πολύπλοκα. Κι αυτό γιατί, το ΤΧΣ έχει σε αυτήν το μεγαλύτερο ποσοστό, ενώ και το ενδιαφέρον από τους Άραβες είναι πολύ πιθανό να «προσκρούσει» στις ενστάσεις των Ευρωπαίων. Όπως, άλλωστε, υπογράμμισε ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ενρία , με αφορμή τη διάσωση της Credit Swiss από τη Σαουδική Αραβία και την εξάρτηση της Ελβετίας από ένα απολυταρχικό καθεστώς, «η Ευρώπη πρέπει να παραμείνει μία ανοιχτή οικονομία, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει, γενικά, να παραμείνουμε ανοιχτοί για ξένους επενδυτές. Αλλά, φυσικά, πρέπει να ελέγξουμε την ποιότητα των επενδυτών και την προέλευση των κεφαλαίων, γιατί εδώ θέλουμε μόνο καθαρά χρήματα».
Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αποεπένδυσης αναμένεται να εκκινήσει μετά τη δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων για το σύνολο του 2022, τον Φεβρουάριο, βασιζόμενη στη σχετική μελέτη που εκπόνησε η Rothschild ως σύμβουλος του Ταμείου και έλαβε πριν τα Χριστούγεννα την έγκριση του υπουργείου Οικονομικών. Το τελευταίο, μάλιστα, αναμένεται τις αμέσως επόμενες ημέρες να ανακοινώσει και τον Σύμβουλο Διάθεσης.
Βάσει Νόμου, η στρατηγική αποεπένδυσης τηρεί τις αρχές του ανταγωνισμού και διέπεται, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, από τις ακόλουθες αρχές:
(α) την οικονομική και λειτουργική βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος,
(β) τις συνθήκες της αγοράς, τις μακροοικονομικές συνθήκες και τις συνθήκες που διέπουν τον κλάδο των πιστωτικών ιδρυμάτων,
(γ) τις ευλόγως αναμενόμενες συνέπειες της στρατηγικής αποεπένδυσης για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την αγορά και την ευρύτερη οικονομία της χώρας,
(δ) τον σεβασμό στην αρχή της διαφανούς δράσης,
(ε) την αναγκαιότητα κατάρτισης χρονοδιαγράμματος υλοποίησης της στρατηγικής αποεπένδυσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια του Ταμείου,
(στ) την ανάγκη διάθεσης σε εύλογο και έγκαιρο χρονικό διάστημα,
(ζ) την ανάγκη επιστροφής του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα σε καθαρά ιδιωτική μετοχική σύνθεση.
Η στρατηγική αποεπένδυσης περιλαμβάνει προβλέψεις, ενδεικτικά, για τα ακόλουθα:
(α) τις ενδεδειγμένες ανταγωνιστικές διαδικασίες προσφορών και τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε αυτές,
(β) τις απαιτήσεις διαφάνειας και συμμόρφωσης με την νομοθεσία της κεφαλαιαγοράς και
(γ) τις πιθανές μεθοδολογίες διάθεσης.
Διαβάστε ακόμη
Υδρογονάνθρακες: Μετατίθενται για το 2024 τα γεωτρύπανα στα Ιωάννινα, γρίφος η εξόρυξη στο Κατάκολο