«Σάρκα και οστά» θα αρχίσει να λαμβάνει από το φθινόπωρο η αποεπένδυση του Δημοσίου από τις συμμετοχές του στις τράπεζες, με την προετοιμασία από πλευράς, τόσο της κυβέρνησης και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), όσο και των ίδιων των τραπεζών, να είναι πυρετώδεις, προκειμένου η διαδικασία να κυλήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, προς όφελος αμφοτέρων.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, το Ταμείο «τρέχει» αυτή την περίοδο διαγωνιστική διαδικασία για 45 εταιρείες συμβούλων (30 οικονομικούς και 15 νομικούς), η οποία, σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα, θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη του μήνα. «Τυχόν καθυστερήσεις θα οφείλονται στην υποχρέωση των νομικών εκπροσώπων να έχουν προηγουμένως ‘περάσει’ από το Ελεγκτικό Συνέδριο», σχολιάζουν χαρακτηριστικά, προσθέτοντας, ωστόσο, πως εφόσον χρειαστεί θα υπάρξει ευελιξία. Σε κάθε περίπτωση, τα σημεία κλειδιά της… εξόδου από τις τράπεζες είναι τα εξής:
Η σειρά της ιδιωτικοποίησης: Ως γνωστόν, το Ταμείο κατέχει ποσοστό 40,3% στην Εθνική Τράπεζα, 27% στην Τράπεζα Πειραιώς, 9% στην Alpha Bank και 1,4% στην Eurobank. Η λογική λέει πως η αποεπένδυση θα έπρεπε να ξεκινήσει πρώτα από τις τράπεζες με τα μικρότερα ποσοστά, αφήνοντας για αργότερα τα πιο σημαντικά για το Δημόσιο assets. Το σενάριο αυτό κατέστη εφικτό μετά τη γνωστοποίηση από πλευράς της Eurobank να… ανταλλάξει το μέρισμα με την επαναγορά του ποσοστού της, σε ένα εύρος τιμής μεταξύ 1,10 ευρώ και 1,90 ευρώ/μετοχή. Η επίμαχη πρόταση της δίνει σαφές προβάδισμα στην… κούρσα της αποεπένδυσης. Το ποια, ωστόσο, θα ακολουθήσει δεύτερη μένει να φανεί, με τις παραπάνω πηγές να επισημαίνουν πως η σειρά θα εξαρτηθεί από το ενδιαφέρον των επενδυτών. Εάν, για παράδειγμα, οι Ιταλοί του ΙΟΝ Group που είχαν προ καιρού εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτηση ποσοστού στην Τράπεζα Πειραιώς ή οι Άραβες για την Εθνική Τράπεζα αποφασίσουν να επανέλθουν στο προσκήνιο, τότε το Ταμείο θα εκκινήσει τις διαδικασίες από τις αντίστοιχες τράπεζες, ανεξαρτήτως ποσοστού.
Ο χρόνος για το… κυνήγι της καλύτερης προσφοράς: Ένα από τα πρώτα πράγματα που έσπευσε να ξεκαθαρίσει το ΤΧΣ μετά τη γνωστοποίηση της στρατηγικής του ήταν πως όποια από τους τρόπους διάθεσης επιλεγεί – διμερείς συζητήσεις ή επίσημη πώληση μέσω πλειστηριασμού – θα υπάρξει ανταγωνιστικοί διαδικασία. Στην περίπτωση της Eurobank, για παράδειγμα, μετά την επίσημη υποβολή της πρότασης επαναγοράς, η οποία θα αποφασιστεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων στις 20 Ιουλίου, το Ταμείο θα «ανοίξει» τη διαδικασία, επιτρέποντας και σε άλλους ενδιαφερομένους να καταθέσουν ίσες ή καλύτερες προσφορές. Αναλυτικά, στη στρατηγική αποεπένδυσης προβλέπεται πως σε περίπτωση αυτόκλητης προσφοράς εάν οι συζητήσεις είναι επιτυχείς, το Ταμείο θα υπογράψει με τον επενδυτή μία υπό όρους συμφωνία που θα αντικατοπτρίζει τους συμφωνηθέντες όρους και θα επιτρέπει στο ΤΧΣ να αναζητήσει εναλλακτικές προσφορές για μια περίοδο τεσσάρων έως οκτώ εβδομάδων. Αυτός ο χρόνος, ωστόσο, θα διαταράξει την πορεία της τιμής της μετοχής, γεγονός που αναγκάζει το Ταμείο να επισπεύσει σημαντικά τη διαδικασία για την αναζήτηση καλύτερης προσφοράς.
Το ποσοστό διάθεσης (σ.σ. αφορά πρωτίστως στις υψηλότερες συμμετοχές, δηλαδή, Τράπεζα Πειραιώς και Εθνική Τράπεζα): «Το γεγονός ότι ένας επενδυτής θα ενδιαφερθεί για την απόκτηση του συνόλου των μετοχών που κατέχει το Ταμείο σε μία τράπεζα δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι το Ταμείο θα προχωρήσει με τη διάθεση». Αυτό διαμηνύουν οι ίδιες πηγές, υπονοώντας σαφώς πως σε κάποιες περιπτώσεις θα υπάρξει σταδιακή αποεπένδυση, συμβάλλοντας έτσι, στη διασπορά του μετοχικού κεφαλαίου.
Το who is who των επενδυτών: Μεγάλο ρόλο στη διαδικασία επιλογής των επενδυτών θα παίξει – πέραν της φύσης τους – η δυνατότητα και η δεδηλωμένη πρόθεσή τους για μελλοντική στήριξη της εκάστοτε τράπεζας – εκτός, δηλαδή, της αρχικής επένδυσης – σε δυνητικά δύσκολες συνθήκες αβεβαιότητας και μεταβλητότητας. Προτεραιότητα θα δοθεί σε χρηματοπιστωτικούς Ομίλους του εξωτερικού − ιδανικά ευρωπαϊκοί − καθώς και θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι αποδεδειγμένα σχετίζονται με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία κ.λπ.. Τα τελευταία, μάλιστα, απείχαν επενδυτικά από την Ελλάδα, αφού το καταστατικό τους δεν τους επιτρέπει να τοποθετηθούν σε χώρες χωρίς επενδυτική βαθμίδα. Η ανάκτησή της, επομένως, θα ανοίξει τον δρόμο, διευρύνοντας έτσι, τη γκάμα των επενδύσεων που μπορεί να προσελκύσει η χώρα.
Διαβάστε ακόμη
Προγραμματικές δηλώσεις Μητσοτάκη: Τι αλλάζει στη ζωή μας εφέτος και το 2024
Lamda Development: Εσοδα 3,3 δισ. ευρώ από την πρώτη φάση της επένδυσης έως το 2026
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ