«Κρούση» σε περίπου 650.000 οφειλέτες που αν και έλαβαν παλαιότερα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου σταμάτησαν να τα εξυπηρετούν υπό το βάρος (και) της οικονομικής κρίσης, με συνέπεια να έχει επέλθει κατάπτωση, κάνει η κυβέρνηση, προτείνοντας τη ρύθμιση σε 120 δόσεις.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις των αρμόδιων υπουργών, κ. κ. Χρήστου Σταικούρα και Απόστολου Βεσυρόπουλου, οι οφειλές στη φορολογική διοίκηση που προέκυψαν από καταπτώσεις δανείων, τα οποία χορηγήθηκαν με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, μπορούν να ρυθμιστούν σε 120 μηνιαίες δόσεις, με κλιμακούμενο πρόγραμμα απαλλαγής από προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. «Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία δεν αφορά στα δάνεια που χορηγήθηκαν ελέω κορωνοιού (ΤΕΠΙΧ και Εγγυοδοτικό). Τις πρώτες ενδείξεις, άλλωστε, για το πώς αυτά θα συμπεριφερθούν θα τις έχουμε μετά τον Ιούνιο του 2021, εφόσον, δηλαδή, περάσει και η αντίστοιχη περίοδος χάριτος», σχολιάζουν στο ΝΜ τραπεζικά στελέχη, ξεκαθαρίζοντας πως η κυβερνητική ρύθμιση «πιάνει» τα δάνεια που δόθηκαν σε προγενέστερο χρόνο, ακόμη και την προηγούμενη δεκαετία και χορηγήθηκαν – στο πλαίσιο άσκησης κοινωνικής πολιτικής – σε πληγέντες (από σεισμούς, πλημμύρες κ.ο.κ.), αλλά και συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματιών, όπως αγρότες.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, πρόκειται για περίπου 650.000 δάνεια, ύψους λίγο κάτω από τα 3,5 δισ. ευρώ, με τις τράπεζες Πειραιώς και Εθνική να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος, με ένα δισ. ευρώ και 1,3 δισ. ευρώ αντίστοιχα που κατευθύνθηκαν ως επί το πλείστον σε επιχειρήσεις για την πρώτη και σε φυσικά πρόσωπα για τη δεύτερη. «Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κρατικές εγγυήσεις δίνονταν στο 80% του ποσού, οι απαιτήσεις των τραπεζών για τα δάνεια που ‘έσκασαν’ συνεπεία (και) της οικονομικής κρίσης ξεπερνούν τα δύο δισ. ευρώ. Αυτές ικανοποιούνται με αργούς ρυθμούς από πλευράς του Δημοσίου, γεγονός που έχει απασχολήσει κατ’ εξακολούθηση τις συζητήσεις με τους θεσμούς», προσθέτουν τα ίδια στελέχη.
Προς επίρρωση, στις αρχές του τρέχοντος έτους η κυβέρνηση φέρεται να πρότεινε τη σταδιακή κάλυψή τους σε βάθος επταετίας, με τις τράπεζες να αντιπροτείνουν ως λύση την πενταετία. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, θα σήμαινε ότι το Δημόσιο θα έπρεπε να καταβάλλει περί τα 400 εκατ. ευρώ ετησίως στις τράπεζες, παρά το γεγονός ότι, όπως άφηναν να εννοηθεί, εκείνες απέφυγαν να αξιοποιήσουν το θεσμικό πλαίσιο για να ρυθμίσουν τα επίμαχα δάνεια και, άρα, φέρουν ακέραια την ευθύνη για τη μη είσπραξη μεγάλου ποσοστού αυτών. «Οι τράπεζες δεν επαναπαύονται με την εγγύηση του Δημοσίου. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος, για τον οποίο τους ασκήθηκε έντονη κριτική προσφάτως γιατί ζητούσαν επιπρόσθετες εξασφαλίσεις στην περίπτωση του ΤΕΠΙΧ», αντιτείνουν τα παραπάνω στελέχη, υπενθυμίζοντας πως πριν την κατάπτωση τα ιδρύματα έχουν φροντίσει να εξαντλήσει κάθε μέσο, προκειμένου να εισπράξουν από τους δανειολήπτες.
Κρατάει χρόνια η… κολόνια των καταπτώσεων
Το ζήτημα με τα δάνεια που έφεραν την εγγύηση του Δημοσίου και στη συνέχεια «κοκκίνισαν» δεν είναι καινούργιο. Ξεκίνησε πολύ πριν την κρίση και συνεχίστηκε μέχρι το πρώτο μνημόνιο, με τους δανειστές να εντοπίζουν το πρόβλημα, ζητώντας να εγκριθεί η πώλησή τους σε funds. Κάτι τέτοιο τελικά δεν έγινε, καθώς τρίτοι φορείς – εκτός τραπεζών – θα μπορούσαν να απαιτήσουν στο σύνολό της την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, φέρνοντάς το σε δυσχερή θέση. Από το τέλος του 2018, ωστόσο, τέθηκε σε ισχύ περιορισμός στο ύψος των νέων εγγυήσεων που μπορούσε να παράσχει σε ετήσια βάση και συγκεκριμένα, στο 1,5% των πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού.
Το ζήτημα, πάντως, εξακολουθεί να «καίει» τις τράπεζες, καθώς για να καλύψουν το… κενό που δημιουργείται από τη μη καταβολή των εγγυήσεων θα πρέπει να λάβουν πρόσθετες προβλέψεις, γεγονός που θα ασκούσε πίεση στα κεφάλαιά τους, περιορίζοντας την ικανότητα παραγωγής κερδοφορίας.