search icon

Τράπεζες

Στο «μικροσκόπιο» οι ελληνικές τράπεζες για το πόσο γρήγορα διοχετεύουν τα κονδύλια στην αγορά

Μεγάλος «ντόρος» έχει γίνει και για τις εγγυήσεις, που φέρεται να ζητούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα - Οι αρχές της Ιταλίας ερευνούν 4 τράπεζες για καθυστερήσεις στην παροχή δανείων

Επικρίσεις, όσον αφορά στα αντανακλαστικά, που επιδεικνύουν στο ζήτημα της διοχέτευσης των κονδυλίων στις πληττόμενες από τον κορωνοϊό επιχειρήσεις, δέχονται το τελευταίο διάστημα οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες -όπως, άλλωστε, και το υπόλοιπο ευρωσύστημα- διευκολύνθηκαν για το συγκεκριμένο σκοπό από την ΕΚΤ.

Η πρόσφατη ανακοίνωση του προέδρου της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνου Μίχαλου, στην οποία έκανε λόγο για αδιαφανή κριτήρια, τα οποία θέτουν οι τράπεζες κατά την εξέταση των αιτήσεων δανειοδότησης, με συνέπεια να αποκλείεται από τη χρηματοδότηση ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, έρχεται σε συνέχεια της προειδοποίησης, που απηύθυνε ο υπουργός Ανάπτυξης, κ. Άδωνις Γεωργιάδης, ότι όποια τράπεζα αργεί να εκταμιεύσει τα χρήματα θα χάνει μερίδιο.

«Η ζήτηση είναι τόσο μεγάλη, που δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί από την προσφορά», σχολιάζουν στο ΝΜ αρμόδιες πηγές, υπογραμμίζοντας πως όλες οι τράπεζες έχουν ήδη εγκρίνει αιτήματα μέχρι του ποσού, που τους αντιστοιχεί, αφήνοντας εκτός πολλές χιλιάδες επιχειρήσεις.

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία, που παρέθεσε από βήματος της Βουλής ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (EET) και της Τράπεζας Πειραιώς, κ. Γιώργος Χατζηνικολάου. Ειδικότερα, όσον αφορά στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, που έκλεισε, οι τράπεζες δέχτηκαν 98.622 αιτήσεις, κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δίνοντας έγκριση σε 10.150 εξ αυτών.

«Τα απολογιστικά στοιχεία έδειξαν ότι έγινε δεκτή μία σε περίπου εννέα αιτήσεις, με κριτήρια κοινά για όλους. Ήταν αναπόφευκτο, λοιπόν, να υπάρχουν σχεδόν εννέα δυσαρεστημένοι για κάθε έναν ευχαριστημένο. Δυστυχώς, αυτό ήταν το διαθέσιμο ποσό του προγράμματος (δύο δισ. ευρώ)», τόνισε χαρακτηριστικά, για να καταλήξει: «Αντιλαμβάνομαι ότι στην κοινή προσπάθεια όλων μας να στηρίξουμε την οικονομία μας, δημιουργήθηκαν προσδοκίες. Δυστυχώς, η ικανοποίηση όλων των αιτημάτων δεν είναι εφικτή, είτε γιατί το διαθέσιμο ποσό δεν έφτανε για όλες τις αιτήσεις ή γιατί απλά δεν είναι δυνατόν να δανειοδοτηθούν όλες οι επιχειρήσεις. Μπορούν να πάρουν επιχορηγήσεις ή επιδοτήσεις, χωρίς κριτήρια, αλλά όχι δανεισμό.  Και, σίγουρα, όχι επιχειρήσεις με αναξιόπιστη πιστοληπτική ικανότητα».

Αντίστοιχη φέρεται να είναι η εικόνα και στο Εγγυοδοτικό πρόγραμμα, με τον αριθμό των αιτήσεων να είναι πολλαπλάσιες των ποσών, που μπορούν εν τέλει να εγκρίνουν οι τράπεζες. «Σε όσους ‘κόβονται’ ήδη προτείνουμε να αξιοποιήσουν άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το Cosme», προσθέτουν οι ίδιες πηγές. Υπενθυμίζεται πως τα ποσά των εγγυήσεων, που έχουν δοθεί στους τέσσερις συστημικούς Ομίλους ανέρχονται σε δάνεια 1,040 δισ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς, 818 εκατ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, 796 εκατ. ευρώ για την Alpha Bank και 769 εκατ. ευρώ για τη Eurobank.

Μεγάλος «ντόρος» έχει γίνει και για τις εγγυήσεις, που φέρεται να ζητούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. «Σε μία προσπάθεια να εξασφαλιστούν οι ίδιες, έχουν φτάσει να ζητούν cash collaterals στο 50%. Η ρευστότητα, επομένως, φτάνει σε αυτούς, που θεωρητικά δεν την έχουν ανάγκη και θα μπορούσαν κάλλιστα να ανταπεξέλθουν και χωρίς τα δάνεια», τονίζουν στο ΝΜ φορείς της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΒΕΑ έχει θέσει σε λειτουργία πλατφόρμα… παραπόνων (https://daneia.acci.gr), στην οποία μπορούν να εισέρχονται όροι αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την έγκριση της δανειοδότησης, χρησιμοποιώντας τους κωδικούς του taxisnet.

Κόντρα τραπεζών και ΕΑΤ

Οι διευκρινίσεις, στις οποίες προέβη πρόσφατα η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ), αναφορικά με τη διαδικασία χρηματοδότησης, τόσο των δανείων κεφαλαίου κίνησης ΤΕΠΙΧ ΙΙ, όσο και αυτών με εγγύηση από το Εγγυοδοτικό Ταμείο CoViD-19, έφεραν στην επιφάνεια την… κόντρα, που μαίνεται το τελευταίο διάστημα ως προς το ποιος ευθύνεται για τις καθυστερήσεις στην εκταμίευση των κονδυλίων. «Η αίσθηση, που δημιουργείται σε κάποιους υποψήφιους δανειολήπτες, ότι ‘το δάνειό τους καθυστερεί στις υπηρεσίες της ΕΑΤ’ δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα», σχολιάζει η Αναπτυξιακή, με στελέχη των τραπεζών να σηκώνουν το… γάντι, αποκαλύπτοντας στο ΝΜ πως το αμέσως προηγούμενο διάστημα – κατόπιν αιτήματος της ΕΑΤ – οι τράπεζες (τουλάχιστον δύο από τις τέσσερις συστημικές) της απέστειλαν προσωπικό, για να μπορέσουν να «τρέξουν» οι διαδικασίες.

Ποιες διευκολύνσεις παρείχε η ΕΚΤ

Τα μέτρα διευκόλυνσης, που παρείχε στις τράπεζες η ΕΚΤ, ώστε αυτές να συνεχίσουν να διαδραματίζουν το διαμεσολαβητικό τους ρόλο και, συνεπώς, να αποφύγουν ενέργειες απομόχλευσης (π.χ. μη ανανέωση υφιστάμενης χρηματοδότησης και μη παροχή νέων πιστώσεων), αναφέρεται η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).

«Η ΕΚΤ εισήγαγε εποπτική ευελιξία στη μεταχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ειδικότερα, παρέχεται προσωρινή ευελιξία στην ταξινόμηση των δανείων ως ‘αβέβαιης είσπραξης’ (unlikely to pay) στις περιπτώσεις, όπου τα δάνεια αυτά καλύπτονται από δημόσιες ή ιδιωτικές εγγυήσεις, που χορηγούνται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας.

Επιπρόσθετα, τα δάνεια, που καθίστανται μη εξυπηρετούμενα και τελούν υπό δημόσιες εγγυήσεις, θα έχουν ευνοϊκή μεταχείριση, όσον αφορά στις εποπτικές προσδοκίες σχετικά με την κάλυψή τους από προβλέψεις (0% κάλυψη για περίοδο επτά ετών). Μια τέτοια προνομιακή μεταχείριση θα εφαρμόζεται, επίσης, για τα ΜΕΔ, που είναι εγγυημένα ή ασφαλισμένα από επίσημους οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων.

Εποπτική ευελιξία παρέχεται, επίσης, για τα δάνεια, στα οποία εφαρμόζονται γενικά μέτρα (δημόσια ή ιδιωτικά) προσωρινής αναστολής πληρωμών (moratorium).

Τέλος, θα επιτρέπεται ευελιξία στις τράπεζες, όσον αφορά στην επίτευξη των στόχων μείωσης των ΜΕΔ», επισημαίνει χαρακτηριστικά στην Ετήσια Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική και καταλήγει: «Επίσης, για να διευκολυνθεί η επιχειρησιακή συνέχεια των τραπεζών και να επικεντρωθούν αυτές στη χρηματοδότηση της οικονομίας, η Ευρωπαϊκή Άσκηση Προσομοίωσης Ακραίων Καταστάσεων (EU-wide stress test), που ήταν αρχικά προγραμματισμένη να διεξαχθεί μέσα στο 2020, αναβλήθηκε για το 2021, ενώ αναπροσαρμόστηκαν τα χρονοδιαγράμματα, που αφορούν σε άλλες εποπτικές υποχρεώσεις, π.χ. επιτόπιους ελέγχους, αλλά και οι προθεσμίες, εντός των οποίων οι τράπεζες όφειλαν να ανταποκριθούν σε ευρήματα προηγούμενων ελέγχων».

Exit mobile version