«Οχυρωμένοι» απέναντι στο κύμα αυξήσεων, τόσο στα επιτόκια, όσο και στις τιμές -κυρίως της ενέργειας, αλλά και των λοιπών προϊόντων και υπηρεσιών- είναι όσοι έσπευσαν την τελευταία τριετία να «κλειδώσουν» σταθερό επιτόκιο στα στεγαστικά τους δάνεια.
Πρόκειται, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, για περίπου 27.000 δανειολήπτες, οι οποίοι, παρά την αβεβαιότητα στο μακροοικονομικό περιβάλλον, γνωρίζουν με απόλυτη ακρίβεια τις μηνιαίες δόσεις που καλούνται να καταβάλλουν μέχρι την εξόφληση του δανείου τους. «Για ένα δάνειο 30ετίας το επιτόκιο δεν ξεπερνούσε το 4%. Εάν σκεφτεί κάποιος ότι, για παράδειγμα, πριν από 30 χρόνια δεν είχαμε καν ίδιο νόμισμα, τότε είναι προφανές το όφελος για εκείνους», σχολιάζουν χαρακτηριστικά στο newmoney, υπενθυμίζοντας πως, παράλληλα, για τους ίδιους πελάτες είχε μηδενιστεί και το κόστος πρόωρης – μερικής ή ολικής – αποπληρωμής.
«Με τα νέα σταθερά στεγαστικά προγράμματα αντιμετωπίζουμε την αβεβαιότητα που εύλογα προβληματίζει τους δυνητικούς αγοραστές, καθώς το κόστος της αποπληρωμής, χωρίς αυξομειώσεις, μπορεί να είναι απολύτως καθορισμένο από την πρώτη ημέρα έως την τελευταία», ανέφερε στα τέλη του 2019 ο κ. Φωκίων Καραβίας, διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, η οποία ήταν και η πρώτη που εφάρμοσε την επίμαχη πολιτική στο στεγαστικό της χαρτοφυλάκιο, με την υπόλοιπη τραπεζική αγορά να συγχρονίζεται την αμέσως επόμενη χρονιά.
Τότε, βέβαια, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τα όσα επακολούθησαν: από την υγειονομική κρίση, μέχρι τον πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος και την «έκρηξη» του πληθωρισμού που ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να «σπάσει» τον πτωτικό κύκλο στα επιτόκια, προχωρώντας σε αυξήσεις, οι οποίες, μάλιστα, θα συνεχιστούν (σ.σ. η αγορά έχει ήδη προεξοφλήσει ακόμη τρεις αυξήσεις επιτοκίων, της τάξεως των 75 μ.β. η καθεμία, μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους).
Τα νέα δεδομένα μπορεί να αφορούν πρωτίστως τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, οι τράπεζες, ωστόσο, έχουν αρχίσει να «μετρούν» τη ζημιά που υφίστανται από τη χορήγηση δανείων με σταθερά επιτόκια. Κι αυτό γιατί, προκειμένου να «κλειδώσουν» μέσω Interest Rate Swap το κόστος χρηματοδότησης των κεφαλαίων που αντλούν από τη διατραπεζική αγορά, έχουν ένα κόστος της τάξεως των 320 ποσοστιαίων μονάδων, στο οποίο προστίθενται και άλλα κόστη, όπως για την κάλυψη του πιστωτικού και λειτουργικού κινδύνου, της διαχείρισης κ.ο.κ.. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η επίμαχη δραστηριότητα αποδεικνύεται μάλλον ασύμφορη, με τις ίδιες να προχωρούν αφενός, σε αυξήσεις στα σταθερά επιτόκια, με, ταυτόχρονη, επαναφορά του «πέναλτι» στην πρόωρη εξόφληση και αφετέρου, σε μειώσεις στα spreads δανεισμού για τα κυμαινόμενα, σε μία προσπάθεια να τα καταστήσουν πιο ελκυστικά.
Οι στόχοι
Οι αλλαγές στα επιτόκια δεν φαίνεται, πάντως, να πτοούν όσους επιθυμούν να αποκτήσουν μία στέγη είτε για ιδιοκατοίκηση είτε για επενδυτικούς σκοπούς, με τις τράπεζες να θεωρούν εφικτό τον στόχο για περίπου 1,3 δισ. ευρώ εκταμιεύσεις έως το τέλος του 2022.
Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, διαμορφώνουν τις προβλέψεις τους για τη νέα χρονιά, παραμένοντας αισιόδοξοι, αν και περισσότερο συγκρατημένοι. Κι αυτό γιατί, οι όποιοι σχεδιασμοί εμπεριέχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, παρά τις εκτιμήσεις για διατήρηση της ανάπτυξης, αλλά και της αύξησης των τιμών των ακινήτων.
Διαβάστε ακόμη:
DeepCure: Η startup με το ελληνικό DNA που γράφει το μέλλον των φαρμακευτικών
Σε επίπεδα LNG το κόστος του πράσινου υδρογόνου την επόμενη δεκαετία
«Ρύθμιση» μέσω Βρυξελλών για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb