Υψηλά επιτόκια στα δάνεια και χαμηλά στις καταθέσεις συνεχίζουν να προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες, με την «ψαλίδα» σε σχέση με τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο να παραμένει ανοιχτή, γεγονός που φέρνει σε δυσμενέστερη θέση τους Έλληνες δανειολήπτες και καταθέτες εν συγκρίσει με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Όπως προκύπτει από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) τα spreads (περιθώριο επιτοκίων) στην Ελλάδα είναι μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για νέες ή υφιστάμενες συμβάσεις. «Το νέο χρηματοοικονομικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε από την επίδραση καθοριστικών παραγόντων και εξελίξεων, όπως ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, η ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, επέδρασαν σημαντικά στο κόστος χορήγησης δανείων και την απόδοση των καταθέσεων.
Συγκεκριμένα, τα επιτόκια των τραπεζών μεταβλήθηκαν σημαντικά, ακολουθώντας την τάση που δημιουργήθηκε από τις διαδοχικές αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τα οποία αυξήθηκαν σωρευτικά 375 μ.β. μέχρι 11.05.2023», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Πιο αναλυτικά:
Για τις νέες συμβάσεις, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο για τα νέα δάνεια βρίσκεται μεταξύ των τριών υψηλότερων θέσεων και το Φεβρουάριο 2023 διαμορφώθηκε σε 5,57%. Η διάμεσος και η μέση σταθμισμένη τιμή των χωρών της ζώνης του ευρώ είναι 4,41% και 3,93% αντίστοιχα, ενώ η ελάχιστη και μέγιστη τιμή παρατηρούνται στη Γαλλία (3,15%) και τη Μάλτα (5,81%). Βέβαια, όπως σημειώνει η ΤτΕ, σχεδόν το σύνολο των νέων εκταμιεύσεων αφορά σε δάνεια (στεγαστικά, επισκευαστικά, καταναλωτικά, αλλά και δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις) πλήρως χρεολυτικά. Προς επίρρωση, οι εκταμιεύσεις δανείων με αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου άνω των 10 ετών αντιπροσωπεύουν το 62,9% του συνόλου των νέων δανείων και οι εκταμιεύσεις δανείων με αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου μεταξύ πέντε και 10 ετών το 15% του συνόλου.
Κατά συνέπεια, το μεγαλύτερο μέρος των νέων εκταμιεύσεων έχει μακρά περίοδο σταθερού επιτοκίου, η οποία προστατεύει τους δανειολήπτες από περαιτέρω αυξήσεις των βασικών επιτοκίων. Οι εκταμιεύσεις δανείων με αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου μικρότερη ή ίση του ενός έτους αντιπροσωπεύουν μόλις το 16,5% του συνόλου των νέων δανείων.
Όσον αφορά στα επιτόκια καταθέσεων (νέες συμβάσεις) στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του 2022 και τους πρώτους μήνες του 2023 είναι μεταξύ των χαμηλότερων στην ευρωζώνη, με το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο να διαμορφώνεται σε 0,21%. Η διάμεσος και η μέση σταθμισμένη τιμή για τις χώρες της ευρωζώνης τον Φεβρουάριο του 2023 είναι 0,27% και 0,6%, αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε έξι χώρες της ζώνης του ευρώ προσφέρονται χαμηλά επιτόκια καταθέσεων (μεταξύ 0,12% – 0,18%), ενώ η ελάχιστη και μέγιστη τιμή παρατηρούνται στην Ιρλανδία (0,12%) και τη Γαλλία (1,27%).
Ως εκ τούτου, το spread «άγγιξε» τον επίμαχο μήνα τις 5,36 εκατοστιαίες μονάδες (ε.μ.). Η διάμεσος και η μέση σταθμισμένη τιμή των χωρών της ζώνης του ευρώ είναι 4,12 και 3,33 ε.μ. αντίστοιχα, με την ελάχιστη και μέγιστη τιμή να παρατηρούνται στη Γαλλία (1,88 ε.μ.) και τη Λετονία (5,63 ε.μ.).
Για τα υφιστάμενα υπόλοιπα δανείων, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο για την Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 2023 διαμορφώθηκε σε 5,52%, καταγράφοντας τη μέγιστη τιμή σε επίπεδο Ευρώπης (σ.σ. η ελάχιστη τιμή παρατηρείται στη Γαλλία, με 2,16%). Αντίθετα, τα επιτόκια καταθέσεων στα υφιστάμενα υπόλοιπα στην Ελλάδα – κατά τη διάρκεια του 2022 και τους πρώτους μήνες του 2023– είναι μεταξύ των χαμηλότερων στην ευρωζώνη. Το Φεβρουάριο του 2023 διαμορφώθηκε σε 0,18%. Η διάμεσος και η μέση σταθμισμένη τιμή για τις χώρες της ευρωζώνης το Φεβρουάριο του 2023 είναι 0,27% και 0,58%, αντίστοιχα.
Σε εννέα χώρες της ζώνης του ευρώ τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια καταθέσεων στα υφιστάμενα υπόλοιπα είναι χαμηλότερα του 0,18%. Η ελάχιστη και μέγιστη τιμή παρατηρούνται στην Κύπρο (0,06%) και τη Γαλλία (1,33%) αντίστοιχα.
Ως εκ τούτου, τα spreads (περιθώριο επιτοκίων) μεταξύ χορηγήσεων και καταθέσεων στα υφιστάμενα υπόλοιπα είναι στην Ελλάδα μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη. Το εν λόγω μέσο σταθμισμένο επιτόκιο για την Ελλάδα διαμορφώνεται το Φεβρουάριο του 2023 σε 4,93 ε.μ.. Η διάμεσος και η μέση σταθμισμένη τιμή των χωρών της ζώνης του ευρώ είναι 2,85 ε.μ. και 2,34 ε.μ..
«Θετική συμβολή στη συγκράτηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων στην τρέχουσα φάση ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ αναμένεται από τα μέτρα στήριξης που ανακοινώθηκαν από την πολιτεία και τις τράπεζες», τονίζει η ΤτΕ. Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα οικειοθελούς στήριξης δανειοληπτών πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων με στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου που προβλέπει την επιδότηση κατά 50% της αύξησης της μηνιαίας δόσης για διάστημα 12 μηνών με ημερομηνία αναφοράς την 30.6.2022 με διευρυμένα κριτήρια ένταξης, ενώ πρόσφατα ανακοινώθηκε και η πρωτοβουλία των ελληνικών τραπεζών για την επιβράβευση των συνεπών δανειοληπτών και τη στήριξη όλων των ενήμερων πιστούχων στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο ανεξαρτήτως διάρκειας και νομίσματος.
Πού οφείλεται η απόκλιση
Σε συνέχεια σχετικής ανακοίνωσης που εξέδωσε πριν από μερικές ημέρες η Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ), αναφορικά με τους λόγους πίσω από την απόκλιση της τιμολογιακής πολιτικής των ελληνικών τραπεζών εν συγκρίσει με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η ΤτΕ σημειώνει τα εξής:
1) Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην κατάταξη των χωρών με τα υψηλότερα/ χαμηλότερα επιτόκια χορηγήσεων και δανείων ανάλογα με την κατηγορία, τη διάρκεια, το σκοπό και λοιπά χαρακτηριστικά, τα οποία σχετίζονται – μεταξύ άλλων – με τη διάρθρωση της οικονομίας, το κόστος χρηματοδότησης, το καταναλωτικό/ επενδυτικό/ καταθετικό προφίλ, κ.λπ. (π.χ. στην Αυστρία υπάρχουν ελάχιστα δάνεια χωρίς συμφωνημένη διάρκεια, ενώ στην Ελλάδα τα περισσότερα δάνεια είναι χωρίς συμφωνημένη διάρκεια, γεγονός που αυξάνει το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των δανείων).
2) Για την ορθότερη ανάγνωση της συγκριτικής ανάλυσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κάποιες επιπλέον παράμετροι, όπως το σημείο αφετηρίας (cliff effect), από το οποίο ξεκίνησε η αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων (π.χ. σε κάποιες χώρες της ευρωζώνης ήταν αρνητικά για μεγάλο διάστημα), το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, καθώς και η καθυστέρηση στην αποτύπωση των μέσων σταθμισμένων επιτοκίων καταθέσεων σε σχέση με την αμεσότερη ενσωμάτωση των επιτοκίων αναφοράς (π.χ. Euribor) στα προϊόντα χορηγήσεων. Συγκεκριμένα, ενώ η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ αντανακλάται άμεσα σχεδόν στα επιτόκια χορηγήσεων, η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις αναμένεται να φανεί στους επόμενους μήνες.
«Η τελευταία εξέλιξη οφείλεται κυρίως στο ιδιαίτερα χαμηλό κόστος του συνόλου των καταθέσεων ταμιευτηρίου και όψεως, τα οποία λόγω των χαρακτηριστικών τους, τιμολογούνται σε όλη την Ευρώπη πολύ χαμηλά – πρακτικά κοντά στο 0% και η μερική μετατροπή τους σε προθεσμιακές καταθέσεις άρχισε πριν μόλις λίγους μήνες και είναι ακόμα σε εξέλιξη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωζώνη», καταλήγει.
Τα παραπάνω, βέβαια, δεν αναιρούν την πραγματικότητα για τους Έλληνες δανειολήπτες και καταθέτες, ότι, δηλαδή, τα επιτόκια δανείων έχουν αυξηθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα, σε αντίθεση με τα επιτόκια καταθέσεων που αν και αυξημένα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, εντούτοις υπολείπονται έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης.
Διαβάστε ακόμη:
«Χρυσάφι» στον Αστέρα Βουλιαγμένης βρήκαν οι Άραβες επενδυτές
Birkin Vs Kelly: Οι δύο κορυφαίες τσάντες της ιστορίας σε μια “αιώνια” μονομαχία
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ