Το 2022 θα ξεκινήσει με τις ελληνικές τράπεζες να είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν τις θυσίες όλων των προηγούμενων ετών.
Η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών μετά ένα διαρκές στοίχημα deleveraging τα τελευταία χρόνια, τις συνεχείς προκλήσεις και την παραμονή τους συνεχώς στο επίκεντρο της κρίσης, φαίνεται ότι σταδιακά αλλάζει και η αισιοδοξία επιστρέφει στα ξένα μεγάλα «σπίτια» που καλύπτουν τις μετοχές τους.
Το ζωηρό ενδιαφέρον των ξένων αναλυτών είναι γεγονός. Οι βελτιωμένες προοπτικές της οικονομίας από το πρόγραμμα NGEU, τα εκτεταμένα μέτρα στήριξης των οικονομικών τόσο σε δημοσιονομικό όσο και σε νομισματικό επίπεδο που συνεχίστηκαν και το 2021, η επέκταση του ΡΕΡΡ για τα κρατικά ομόλογα από την ΕΚΤ και φυσικά το ότι τράπεζες θα επιτύχουν μονοψήφιο ποσοστό NPEs είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που επιτρέπουν στους αναλυτές να αξιολογήσουν εκ νέου τις μετοχές τους.
H αμερικανική τράπεζα JP Morgan στο τέλος του 2021 ξεκινάει με αυξημένες τιμές-στόχους για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες τη νέα χρονιά του 2022. Οι συστάσεις αγοράς (overweight) για τις Alpha Bank,. Eurobank και Εθνική Τράπεζα οι αυξημένες τιμές-στόχοι δείχνουν την προτίμησή της για τον εγχώριο κλάδο σε σχέση με τις λοιπές αναδυόμενες αγορές που εξετάζει.
Η σύσταση overweight για την Alpha Bank συνοδεύεται με νέα τιμή-στόχο 1,60 ευρώ και υψηλό περιθώριο ανόδου 51%, για την Eurobank με νέα τιμή-στόχο 1,30 ευρώ και περιθώριο ανόδου 44% και τέλος για την Εθνική Τράπεζα νέα τιμή-στόχο 4,00 ευρώ και υψηλό περιθώριο ανόδου 58%. Η σύσταση για την Τράπεζα Πειραιώς είναι ουδέτερη, με νέα τιμή-στόχο 2,00 ευρώ και υψηλό περιθώριο ανόδου 50%.
Λίγο πριν το τέλος του 2021, επίσης δραστική προς το θετικότερο ήταν οι αλλαγές της «αυστηρής» Bank of America Global research για τις προοπτικές των εγχώριων τραπεζών. Η BofA στην ετήσια στρατηγική της για τις τραπεζικές μετοχές των αναδυόμενων αγορών στην Ευρώπη θεωρεί κορυφαίες επιλογές τις Alpha Bank και Eurobank. Πλέον βλέπει ότι υπάρχει 1) μικρότερος κίνδυνος μελλοντικών ταμειακών απαιτήσεων και 2) ταχύτερη πορεία προς πιθανά μερίσματα από τις Alpha, ΕΤΕ και Eurobank, οπότε προτείνει συστάσεις αγοράς για τις τρεις τράπεζες με τιμές-στόχους 1,45 ευρώ, 3,30 ευρώ και 1,15 ευρώ αντίστοιχα, ενώ για την Τράπεζα Πειραιώς η τιμή-στόχος είναι τα 1,40 ευρώ και η σύσταση underperform.
Η ανάληψη δράσης από τις ελληνικές τράπεζες ήταν το στοιχείο που άλλαξε την οπτική της αμερικανικής τράπεζας προκειμένου να ελευθερωθούν από τα μη εξυπηρετούμενα στοιχεία του ενεργητικού τους. Όλες οι τράπεζες έχουν προχωρήσει επιθετικά στη μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (“NPE”) σε μονοψήφια ποσοστά το 2021 (από περίπου 30% σε επίπεδο συστήματος), δηλαδή σε περίπου 5% το 2022.
Πλέον οι εγχώριες τράπεζες ετοιμάζονται για «να γυρίσουν σελίδα» και δεν θα κληθούν να πάρουν έκτακτες ζημίες στο μέλλον, να αυξήσουν την κεφαλαιακή τους βάση ενώ σε κάποιο στάδιο θα είναι σε θέση να αποζημιώσουν τους μετόχους μέσω μερισμάτων. Η διαρκής βελτίωση της κερδοφορίας θα συνεχιστεί αφού η BofA εκτιμά ότι ο όγκος των νέων δανείων θα ανακάμψει δυναμικά, υποβοηθούμενος από το πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης, τις προβλέψεις για ζημίες από δάνεια που θα μειωθούν και το κόστος επίσης θα βελτιωθεί.
Παράλληλα, η βρετανική τράπεζα HSBC επίσης διαβλέπει δυνατότητα για ισχυρή ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών και επισημαίνει ότι η αξία τους ακόμη δεν αντανακλά τα θετικά δεδομένα, αναβαθμίζοντας τις συστάσεις της για την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς και αυξάνοντας την τιμή στόχο για Alpha, Eurobank και Εθνική Τράπεζα. Η ανάλυσή της εξετάζει εάν η αύξηση των δανείων με «σύμμαχο» τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα στην πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) και να επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να επιτύχουν τους στόχους τους. Σύμφωνα με την ανάλυση, οι ελληνικές τράπεζες θα πετύχουν διατηρήσιμους δείκτες απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ROTE της τάξης του 8%, δηλαδή 1-2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από τους προϋπολογισμούς των τραπεζών.
Όμως και οι εγχώριοι αναλυτές «βλέπουν» αξία το 2022 στις εγχώριες τράπεζες. H Eurobank Equities εξηγεί γιατί διατηρεί τη θετική στάση για τα θεμελιώδη μεγέθη του κλάδου και τις επιδόσεις της αγοράς. Όπως επισημαίνει: «η αποτίμηση αφήνει πολλά περιθώρια για άνοδο και η ΕΤΕ είναι η προτιμώμενη επιλογή μας. Οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται λίγο πάνω από τον δείκτη 0,4x P/TBV για το 2022, εξακολουθώντας να έχουν έκπτωση 25% σε σχέση με τους ομολόγους της περιφέρειας της ΕΕ. Λαμβάνοντας υπόψη τις θετικές προοπτικές κερδοφορίας, πιστεύουμε ότι κάποια περαιτέρω σύγκλιση είναι πιθανή στο μέλλον, ενώ αναμένουμε αυξανόμενα TBV και μετατόπιση της εστίασης στους πολλαπλασιαστές κερδών να οδηγήσουν τις μετοχές υψηλότερα στο φάσμα των αποτιμήσεων. Η ΕΤΕ παραμένει η προτιμώμενη επιλογή μας, δεδομένης της ελκυστικής αποτίμησής της σε συνδυασμό με ένα ισχυρό σύνολο θεμελιωδών μεγεθών», επισημαίνει η Eurobank Equities. Η χρηματιστηριακή θέτει στόχους: Αlpha Bank – Rating: Hold, Τιμή-στόχος €1,37, ΕΤΕ – Rating: Buy, Τιμή-στόχος €3,48 και Τράπεζα Πειραιώς – Rating: Buy, Τιμή-στόχος €1,84.
Τέλος, η Axia εκτιμά ότι η Ελλάδα θα καταγράψει βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική τα επόμενα χρόνια με αύξηση του τραπεζικού δανεισμού κατά 6 – 7 δισ. ευρώ ετησίως (περίπου 5%), ανάπτυξη που θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω από την επιστροφή των δανείων στον ιστορικό μέσο όρο τους ως προς ΑΕΠ και τη θετική επίδραση στην αύξηση των δανείων σε περιόδους όπου η αύξηση του ΑΕΠ ξερνά το μέσο όρο του ή την τάση του. Η Axia αξιολογεί με σύσταση αγοράς τις τέσσερις τράπεζες, τη στιγμή που δείχνει να ανοίγει ο δρόμος για τη διανομή μερίσματος από τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα το 2022 και από την Alpha Bank εντός του 2023, έχοντας κάποιες πιθανότητες να ακολουθήσει τις άλλες δύο το 2022. Η τιμή στόχος για την Alpha Bank τίθεται στα 1,80 ευρώ, για τη Eurobank στα 1,50 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα στα 6 ευρώ ενώ για την Τράπεζα Πειραιώς η τιμή στόχος διατηρείται στα 2,15 ευρώ.
Διαβάστε ακόμα:
Λονδίνο: Υποδοχή στο 2022 με το ανανεωμένο Big Ben
Το εφοπλιστικό κάλεσμα του ζεύγους Κούστα (pics)
Σε ποια χώρα ξέμειναν από πατάτες – Τρία αεροπλάνα θα λύσουν το πρόβλημα