Την ανάγκη να «γεφυρωθεί» το επενδυτικό χάσμα με την Ευρώπη που προκλήθηκε ως συνέπεια της 10ετούς οικονομικής κρίσης και εξακολουθεί να είναι μεγάλο, παρά την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, υπογράμμισαν οι συμμετέχοντες σε εκδήλωση παρουσίασης της έρευνας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για τις επενδύσεις στην Ελλάδα το 2023, υπό τον τίτλο «Ελληνική Οικονομία: επενδυτικό κενό και χρηματοδότηση των επενδυτικών αναγκών».

«Από την κρίση δημόσιου χρέους και εξής οι επενδύσεις στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο της ΕΕ», σχολίασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και οικοδεσπότης της εκδήλωσης, κ. Γιάννης Στουρνάρας, επικαλούμενος στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, βάσει των οποίων οι επενδύσεις σε πραγματικούς όρους το 2022 ήταν κατά 50% περίπου χαμηλότερες σε σχέση με το 2008.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ, ο οποίος κυμαινόταν γύρω στο 24% πριν από το 2008 (δηλαδή σε επίπεδο συγκρίσιμο με το μέσο όρο της ΕΕ), κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 11,9% την περίοδο 2010 – 2020. «Σημειώνεται ότι πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ εκτιμά ότι το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα, σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις, έφτασε έως 8% του ΑΕΠ για το 2019. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι παράγοντες που έχουν επηρεάσει ανασταλτικά τις επενδύσεις περιλαμβάνουν, στην περίπτωση των επιχειρηματικών επενδύσεων, διαρθρωτικά εμπόδια, ενώ, όσον αφορά τις επενδύσεις των νοικοκυριών, τις εξελίξεις του οικονομικού κύκλου και των εισοδημάτων», εξήγησε ο κ. Στουρνάρας.

Τα τελευταία χρόνια, πάντως, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί, ως αποτέλεσμα της έντονης αύξησης των επενδύσεων τη διετία 2021-2022. Πιο αναλυτικά, οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν ανακάμψει πλήρως και έχουν επανέλθει στα προ του 2010 επίπεδα, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες είναι χαμηλές, εντούτοις αυξάνονται με ταχύ ρυθμό λόγω της ισχυρής ζήτησης από πλευράς εγχώριων επενδυτών, καθώς και επενδυτών από χώρες της ΕΕ, αλλά και από τρίτες χώρες, στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν, όμως, χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ (14,3%, έναντι 22,0% στην ΕΕ το 2023).

Η παραγωγικότητα

«Η αποεπένδυση που συνέβη μέσα στην κρίση οδήγησε σε μία τεράστια μείωση της παραγωγικότητας. Αυτή έπεσε όσο περίπου και το ΑΕΠ. Έχουμε, λοιπόν, να κλείσουμε ένα κενό παραγωγικότητας την επόμενη 10ετία. Για να φτάσουμε στα προ κρίσης επίπεδα θα πρέπει η παραγωγικότητα να αυξάνεται με περίπου 2,5% τον χρόνο. Αυτό θα είναι ένα μεγάλο επίτευγμα», τόνισε από την πλευρά του, ο διευθυντής στο τμήμα Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της ΤτΕ, κ. Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, σημειώνοντας πως επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν μία ποσοστιαία μονάδα παραπάνω επενδύσεις ανά εργαζόμενο σε κτήρια, γη και μηχανολογικό εξοπλισμό έχουν περίπου 1% παραπάνω παραγωγικότητα από τη μέση επιχείρηση. Αυτές που επενδύουν 1% περισσότερο σε νέες τεχνολογίες έχουν τρεις μονάδες παραπάνω σε παραγωγικότητα κ.ο.κ..

Εμπόδια και λύσεις

Για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό και να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πρέπει να υλοποιηθεί ένα ευρύ φάσμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, θα πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων. Ταυτόχρονα, όμως, είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν οι περιοριστικές πρακτικές που εμποδίζουν τη λειτουργία των αγορών, με την κατάργηση των φραγμών εισόδου και το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών στον ανταγωνισμό.

«Η ουσιαστική εμβάθυνση των αγορών κεφαλαίου προϋποθέτει δύο βασικά στοιχεία: τη διεύρυνση των τιτλοποιήσεων, γιατί η Ευρώπη έχει απώλειες σε σχέση με την Αμερική και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής εποπτείας, στα πλαίσια της ESMA», υπογράμμισε ο πρόεδρος της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ), κ. Γιώργος Ζαββός.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ούτε οι δημόσιοι προϋπολογισμοί – εθνικοί και ενωσιακοί – ούτε οι τραπεζικοί ισολογισμοί είναι αρκετοί, ώστε να καλυφθούν οι συνολικές ανάγκες για επενδύσεις που μέχρι το 2030 υπολογίζονται σε ένα τρις ευρώ ετησίως. «Επομένως, χρειαζόμαστε επειγόντως ενεργοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών. Οι τιτλοποιήσεις αποτελούν το πολύτιμο εργαλείο, γιατί επιμερίζει τον κίνδυνο και κυρίως αποτελούν το δεύτερο ‘τούρμπο’ του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όταν ‘σκαλώνει’ ο τραπεζικός τομέας», ανέφερε.

Παράλληλα, η τραπεζική χρηματοδότηση των επενδυτικών αναγκών των επιχειρήσεων θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω με τη χρήση όλων των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως αυτών της ΕΤΕπ και της EAT. Αξίζει να αναφερθεί πως, οι επενδύσεις της πρώτης ξεπέρασαν τα 2,5 δισ. ευρώ πέρυσι στην Ελλάδα, ενώ αναφορικά με την ΕΑΤ η «δύναμη πυρός» της διαμορφώνεται γύρω στα 3,9 δισ. ευρώ. «Τα τρία τελευταία χρόνια έχουμε ήδη χορηγήσει πάνω από 45.000 νέα δάνεια και έχουμε δημιουργήσει 19.000 θέσεις εργασίας, ενώ συνολικά οι εκταμιεύσεις ‘αγγίζουν’ τα εννέα δισ. ευρώ», τόνισε ο κ. Ζαββός.

Τα βασικά ευρήματα της έρευνας

Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα διατηρούν θετικές επενδυτικές προοπτικές για τα επόμενα χρόνια, με το 23% να αναμένει αύξηση αντί για μείωση των επενδύσεων, ελαφρώς κάτω από το ποσοστό της έρευνας του 2022 (28%), αλλά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (14%). Το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που αναφέρουν ότι πραγματοποίησαν επενδύσεις το 2022 αυξήθηκε από το 2021 (75% έναντι 67%, αντίστοιχα), αλλά παρέμεινε χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (85%).

Μόνο δύο στις τρεις ελληνικές επιχειρήσεις (68%) θεωρούν τις επενδύσεις τους τα τελευταία τρία χρόνια ως βέλτιστες, κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (82%). Την επόμενη τριετία οι επενδύσεις στην επέκταση της παραγωγικής ικανότητας (36%) είναι η πιο συχνά αναφερόμενη προτεραιότητα, ακολουθούμενη από τις επενδύσεις σε νέα προϊόντα ή υπηρεσίες (32%).

Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι, συνολικά, αισιόδοξες για τις επενδυτικές συνθήκες για το επόμενο έτος, με περισσότερες εταιρείες να αναμένουν βελτίωση παρά επιδείνωση. Οι εταιρείες είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες για τις επιχειρηματικές προοπτικές του κλάδου (45%), το πολιτικό ή ρυθμιστικό κλίμα (29%) και το οικονομικό κλίμα (37%). Αυτά τα στοιχεία είναι πολύ υψηλότερα από ό, τι σε ολόκληρη την ΕΕ συνολικά.

Τα πιο συχνά αναφερόμενα εμπόδια στις επενδύσεις στην Ελλάδα είναι η αβεβαιότητα για το μέλλον (89%), το ενεργειακό κόστος (85%) και η διαθεσιμότητα εξειδικευμένου προσωπικού (82%).

Το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που έχουν χρηματοοικονομικούς περιορισμούς έχει μειωθεί στο μισό σε σχέση με την ίδια έρευνα του 2022, από 16,0% σε 7,9%, πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ. Μετά την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και την επιδείνωση των συνθηκών εξωτερικής χρηματοδότησης, μία στις τέσσερις επιχειρήσεις στην Ελλάδα (26%) είναι δυσαρεστημένη με το κόστος χρηματοδότησης. Αυτό είναι πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (14%).

Οι μισές επιχειρήσεις στην Ελλάδα αναφέρουν ότι τα καιρικά φαινόμενα έχουν αντίκτυπο στις δραστηριότητές τους (51%). Αυτό είναι αντίστοιχο με το ποσοστό του 2022 (55%), αλλά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (64%). Ομοίως, σχεδόν οι μισές (48%) των ελληνικών επιχειρήσεων έχουν αναπτύξει ή έχουν επενδύσει σε μέτρα για την οικοδόμηση ανθεκτικότητας στους φυσικούς κινδύνους για την εταιρεία τους που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. Αυτό είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (36%). Οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν πρόθυμες, τόσο να επενδύσουν σε λύσεις για την αποφυγή ή τη μείωση της έκθεσης σε φυσικό κίνδυνο (19%), όσο και να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους (19%), αλλά ήταν πιο πιθανό να είχαν αγοράσει ασφαλιστικά προϊόντα για να αντισταθμίσουν τις ζημίες που σχετίζονται με το κλίμα (33% έναντι 13%).

Διαβάστε ακόμη 

Ρολάν Γκαρός: Το τουρνουά που μοιράζει 53,5 εκατ. ευρώ

ΑΒΑΞ: Στην κόψη του ξυραφιού για την γραμμή 4 του μετρό

Ο «φωτοΣτέφανος» στο γήπεδο και το… δράμα του Νίκου Α, οι παρεμβάσεις του Κ.Μ στο ΑΣΕΠ, το ξενοδοχείο φάντασμα με τα 80 εκατ. ευρώ

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ