Με το βλέμμα στην μετά Covid-19 εποχή κινούνται οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες κατάφεραν να απορροφήσουν – σε μεγάλο βαθμό – το σοκ της υγειονομικής κρίσης, διοχετεύοντας κεφάλαια στην πραγματική οικονομία.
Πιο αναλυτικά, όπως τόνισαν οι CEOs των τεσσάρων συστημικών Ομίλων στο πλαίσιο του 22ου Capital Link Invest in Greece Forum, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα μπόρεσε να υποστηρίξει τους πελάτες – μεγάλες εταιρείες ή και μικρομεσαίες επιχειρήσεις – συνεχίζοντας, παράλληλα, την προσπάθεια περιορισμού των «κόκκινων» δανείων.
Η επιστροφή της πιστωτικής επέκτασης το 2020 σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά μετά το 2009, σε συνδυασμό με τους πόρους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης μπορούν να φέρουν τη χώρα σε ρυθμό ανάπτυξης άνω του 4% από το 2021 και μετά εκτίμησε ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, κ. Χρήστος Μεγάλου.
«Το ύψος των πόρων από το Next Generation EU για την Ελλάδα ανέρχεται στο 20% του ΑΕΠ του 2020, διπλασιάζοντας, ουσιαστικά, την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη επταετία, στοιχείο που επιτρέπει στη χώρα να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε ετήσια βάση, τα επόμενα χρόνια», ανέφερε χαρακτηριστικά για να προσθέσει:
«Η χρηματοδότηση αυτή θα διοχετευθεί σε τομείς όπου η Ελλάδα έχει πλεονέκτημα, όπως η ενέργεια, η πράσινη οικονομία, ο ψηφιακός μετασχηματισμός στον τομέα των υπηρεσιών και της δημόσιας διοίκησης, η αναβάθμιση της γεωργικής παραγωγής και o τομέας της τεχνολογίας».
Σύμφωνα με τον κ. Μεγάλου, οι ελληνικές τράπεζες, και η Τράπεζα Πειραιώς ειδικότερα μπορούν να συμβάλλουν στην προσπάθεια αξιοποίησης των πόρων από το Next Generation EU από τη χώρα με τρεις τρόπους:
- Παρέχοντας ενδιάμεση χρηματοδότηση, ώστε να ξεκινήσει χωρίς καθυστερήσεις η υλοποίηση του προγράμματος
- Παρέχοντας την αναγκαία τεχνογνωσία για την αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων, αλλά και συμβουλευτικές υπηρεσίες σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την προετοιμασία των δικών τους σχεδίων
- Συγχρηματοδοτώντας επενδυτικά σχέδια, καθώς κεφάλαια ύψους 12,5 δισ. ευρώ από το σύνολο των 32 δισ. ευρώ του Ταμείου που είναι οι πόροι για την Ελλάδα θα μοχλευθούν με συμμετοχή 20% του ιδιωτικού τομέα και 40% μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Αναφορικά με τις προκλήσεις που υπάρχουν για την κερδοφορία των τραπεζών, ο ίδιος σημείωσε ότι οι βασικότερες είναι η μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η πιθανή εισροή νέων ΝPEs λόγω του COVID19 και το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων.
«Όλες οι τράπεζες έχουν ως στόχο την βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της κερδοφορίας. Η στρατηγική της Τράπεζας Πειραιώς στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: την επιτυχή υλοποίηση των σχεδίων μετασχηματισμού, επιθετικής μείωσης των ΝPEs και κεφαλαιακής ενίσχυσης», κατέληξε.
Τη σημασία του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών για να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της εποχής και στις συνθήκες που διαμορφώνει η πανδημία, τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, κ. Παύλος Μυλωνάς.
Πιο αναλυτικά, έκανε λόγο για πέντε δυνάμεις που παγκοσμίως ωθούν τα τελευταία χρόνια τις τράπεζες προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Η πρώτη είναι το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που αναγκάζει τις τράπεζες να μειώσουν τις δαπάνες και να βρουν νέες πηγές εσόδων. Η δεύτερη αφορά στο ρυθμιστικό πλαίσιο και κυρίως στην Οδηγία PSD2 μέσω της οποίας δίνεται η δυνατότητα και σε άλλους παρόχους να αποκτήσουν πρόσβαση σε δεδομένα.
Τρίτον, ο ανταγωνισμός μεγαλώνει. Δεν είναι μόνο μεταξύ των τραπεζών, σημείωσε ο CEO της Εθνικής, αλλά έχουμε και τις «νέες τράπεζες», εφαρμογές που προσφέρουν επίσης υπηρεσίες και προσβάσεις σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η διασκέδαση και η εστίαση. Η τέταρτη δύναμη είναι η τεχνολογική επανάσταση που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Όμως ο πιο σημαντικός παράγοντας σύμφωνα με τον κ. Μυλωνά είναι η συμπεριφορά των πελατών, καθώς έχουν συνηθίσει σε ένα επίπεδο υπηρεσιών που προσφέρουν άλλοι κλάδοι – όπως του fintech και των τηλεπικοινωνιών – γεγονός που ανεβάζει τον πήχη και για τις τράπεζες.
Όπως υπογράμμισε ο κ. Μυλωνάς, η πανδημία ήρθε να επιταχύνει τις εξελίξεις με τρόπο που δεν περίμεναν οι τράπεζες και άλλαξε τη συμπεριφορά των πελατών, κάτι που θα συνεχίσει να ισχύει και μετά το τέλος της. Το μέλλον λοιπόν θα είναι digital, εκτίμησε ο ίδιος, σημειώνοντας ότι οι τράπεζες θα πρέπει να αλλάξουν γρήγορα αν θέλουν να επιβιώσουν. Πρέπει να εστιάσουμε στην ταχύτητα και στην απλοποίηση των υπηρεσιών καθώς και στην εμπειρία των πελατών, αξιοποιώντας τα big data και άλλα εργαλεία, πρόσθεσε ο κ. Μυλωνάς. Όλα αυτά απαιτούν μία νέα προσέγγιση, ενώ και τα συστήματα IT θα πρέπει να αναβαθμιστούν για να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις.
Τέλος, ο CEO της ΕΤΕ στάθηκε σε δύο κινδύνους που κατά την άποψή του θα απασχολούν στο εξής ολοένα περισσότερο τις τράπεζες. Ο πρώτος είναι η κυβερνοασφάλεια, κάτι που θα αποτελέσει τη βασική προτεραιότητα των τραπεζών τα επόμενα χρόνια για να αποδείξουν ότι είναι αξιόπιστες και ασφαλείς σε σύγκριση με τους νέους παίκτες και ο δεύτερος είναι οι περιορισμοί που θέτουν οι ρυθμιστικές αρχές σε διάφορα πεδία.
Στις επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων αναφέρθηκε με την σειρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank, κ. Βασίλης Ψάλτης. «Μέχρι το τέλος του 2019 οι τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν το προβληματικό χαρτοφυλάκιο κατά 60% ή 40 δισ. ευρώ από το 2016, μέσω οργανικών κυρίως ενεργειών», τόνισε, υπενθυμίζοντας πως η Cepal ήταν η πρώτη εταιρεία διαχείρισης που έλαβε άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), για να συνδράμει προς αυτή την κατεύθυνση.
Όσον αφορά στον «Ηρακλή», σύμφωνα με τον ίδιο όλες οι τράπεζες προχώρησαν σε jumbo τιτλοποιήσεις, με την Alpha Bank να βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης του project Galaxy, «το σημαντικότερο μέρος της οποίας πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες lockdown».
Αναφερόμενος στις προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες την επομένη της πανδημίας, ο κ. Ψάλτης εστίασε:
α) στα δάνεια υπό moratorium πληρωμών που αποτελούν το 15% του συνόλου, εκφράζοντας, ωστόσο, την εκτίμηση ότι αφενός, το πρόγραμμα «Γέφυρα» και αφετέρου, τα προγράμματα με κρατική εγγύηση, θα περιορίσουν σημαντικά την εισροή νέων «κόκκινων» δανείων και
β) την δέσμευση για μείωση του δείκτη στο 5% το 2022, υπενθυμίζοντας πως σήμερα η Κομισιόν έδωσε το «πράσινο» φως για την δημιουργία εθνικών bad banks.
«Υποστηρίξαμε τους πελάτες μας με moratorium πληρωμών, αλλά και νέα δάνεια. Ως αποτέλεσμα, τον Σεπτέμβριο του 2020 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της πιστωτικής επέκτασης σε εταιρείες έφτασε το 8,3%, σημειώνοντας το υψηλότερο ποσοστό από τα μέσα του 2009», σχολίασε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, κ. Φωκίων Καραβίας, για να προσθέσει:
«Προχωρώντας στο 2021 πιστεύω ότι ένας από τους κύριους στόχους μας είναι να βοηθήσουμε την οικονομία να «γεφυρώσει» το τεράστιο επενδυτικό χάσμα των περίπου 100 δισ. ευρώ, ως συνέπεια της 10ετούς οικονομικής κρίσης. Και προς αυτή την κατεύθυνση όλα τα άστρα είναι ευθυγραμμισμένα: η Ελλάδα έχει άφθονο κεφάλαιο για να δαπανήσει μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και υπάρχει μια πολιτική και κοινωνική συναίνεση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Επομένως, για την Eurobank ο κύριος στόχος μας στο εγγύς μέλλον θα είναι να βοηθήσουμε την οικονομία να απορροφήσει αυτά τα κεφάλαια».
Όσον αφορά στον ψηφιακό μετασχηματισμό, αυτός, σύμφωνα με τον κ. Καραβία δεν είναι ο στόχος, αλλά «καθώς η τεχνολογία γίνεται εμπόρευμα, όλες οι τράπεζες θα κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση αργά ή γρήγορα». Και κατέληξε: «Το ερώτημα είναι τι θα διαφοροποιούσε τους ηγέτες έναντι των αργοπορημένων. Κατά την άποψή μου, υπάρχουν δύο παράγοντες: ο ανθρώπινος, ο οποίος παρά την αναπόφευκτη στροφή προς ψηφιακά κανάλια θα παραμείνει καθοριστικός και η χρήση δεδομένων που θα αλλάξει δραματικά το ισχύον λειτουργικό μοντέλο των τραπεζών».