Με το… δεξί εισέρχονται στο 2023 οι ελληνικές τράπεζες, αφού – κόντρα στο γενικότερο οικονομικό περιβάλλον – εκείνες κατάφεραν όχι μόνο να απαλλαγούν από την κληρονομιά της κρίσης, ήτοι τα «κόκκινα» δάνεια, αλλά και να διατηρήσουν την κερδοφορία τους, θέτοντας έτσι, τις βάσεις για μία πολλά υποσχόμενη χρονιά.
Μία χρονιά που, παρά τις προβλέψεις οικονομικών κύκλων ότι θα έχει έντονο το στοιχείο της αβεβαιότητας – σε επίπεδο, τόσο οικονομικό, όσο και πολιτικό, μιας και είναι περίοδο εκλογών – εντούτοις η αισιοδοξία περισσεύει.
Κι αυτό γιατί, η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες της Ευρώπης που δεν αναμένει ύφεση, γεγονός που δεν περνά απαρατήρητο από τους επενδυτές. Ακόμη και οι τράπεζες, οι οποίες για πολλά χρόνια βρίσκονταν εκτός των ραντάρ τους, το τελευταίο διάστημα έχουν γίνει αποδέκτες ισχυρού ενδιαφέροντος από επενδυτές που επιθυμούν να τοποθετηθούν στην αγορά, διεκδικώντας τα «πακέτα» μετοχών που ετοιμάζεται να βγάλει προς πώληση μέσα στο 2023 το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Λίγες ημέρες πριν την εκπνοή του χρόνου, άλλωστε, το υπουργείο Οικονομικών έδωσε το «πράσινο φως» για να εκκινήσει η διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου, με τις πληροφορίες να θέλουν η αρχή να γίνεται από τις τράπεζες, στις οποίες διαθέτει και τα μεγαλύτερα ποσοστά, δηλαδή, την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς.
Για τη μεν, πρώτη υπάρχει ενδιαφέρον από το κρατικό fund της Σαουδικής Αραβίας (Public Investment Fund – PIF) και για τη δε, δεύτερη έχει υποβληθεί συγκεκριμένη προσφορά από το ιταλικό private equity fund ΙΟΝ Group.
Υπενθυμίζεται πως η συμμετοχή του ΤΧΣ ανέρχεται στο 40% στην ΕΤΕ, στο 27% στην Τράπεζα Πειραιώς, στο 9% στην Alpha Bank και μόλις στο 1,4% στη Eurobank.
Την ίδια στιγμή, η χώρα επωφελείται από το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας (RRF), με τις τράπεζες – για πρώτη φορά μετά από μία 10ετία πιστωτικής συρρίκνωσης – να έχουν ανοίξει την «κάνουλα» της χρηματοδότησης ειδικά προς επιχειρήσεις.
Είναι ενδεικτικό πως σε διάστημα εννέα μηνών οι νέες εκταμιεύσεις «άγγιξαν» τα 25,8 δισ. ευρώ, μέγεθος που είναι βέβαιο πως θα ενισχυθεί περαιτέρω τη νέα χρονιά, λαμβάνοντας υπόψη και τον ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ των τραπεζών για τη εξεύρεση επενδυτικών σχεδίων που να «κουμπώνουν» με το συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Οι προκλήσεις
Τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες τη νέα χρονιά περιέγραψε η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική.
Πιο αναλυτικά:
Υφιστάμενο «στοκ» και νέα «κόκκινα» δάνεια: Σύμφωνα με την ΤτΕ, η έως τώρα αξιόλογη αποκλιμάκωση του αποθέματος των «κόκκινων» δανείων στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στις τιτλοποιήσεις, με αξιοποίηση του προγράμματος παροχής εγγυήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο («Ηρακλής») και τις απευθείας πωλήσεις δανείων στη δευτερογενή αγορά.
Η συνέχιση, ωστόσο, αυτών των στρατηγικών καθίσταται δυσχερέστερη υπό το πρίσμα των πιέσεων που αναδεικνύονται στην κεφαλαιακή επάρκεια. Επιπρόσθετα, η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τη δυνατότητα εξυπηρέτησης χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων «κόκκινων» δανείων, επιβαρύνοντας την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.
Υπενθυμίζεται πως οι τραπεζίτες έχουν χαρακτηρίσει ως διαχειρίσιμη την κατάσταση στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων, στοχεύοντας σε περαιτέρω μείωση του δείκτη NPE σε περίπου 5% έως το τέλος του 2023.
Χαμηλή οργανική κερδοφορία. Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ βραχυπρόθεσμα θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, ενδέχεται να αυξήσει το κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών.
Επιπρόσθετα, τα έξοδα τόκων αναμένεται να επιβαρυνθούν από τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και από την ανάγκη έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, κυρίως των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
Αξίζει αν αναφερθεί πως, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, στο τέλος Ιουνίου 2022 απέμεναν περίπου 10,9 δισ. ευρώ που πρέπει να καλυφθούν από αντίστοιχες ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους τύπους επιλέξιμων στοιχείων παθητικού έως το τέλος του 2025. Προς αυτή την κατεύθυνση:
• Η Eurobank προέβη τον Ιούνιο του 2022 σε έκδοση ομολόγου υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ύψους 500 εκατ. ευρώ, με τοκομερίδιο 4,375%, αυξημένο έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Σεπτεμβρίου 2021 (τοκομερίδιο 2,25%).
• Η Alpha Bank προέβη στα τέλη Οκτωβρίου 2022 σε έκδοση ομολόγου υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ύψους 400 εκατ. ευρώ, με τοκομερίδιο 7,0%, αυξημένο έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Δεκεμβρίου 2021 (τοκομερίδιο 3,0%).
• Η Εθνική Τράπεζα και η Τράπεζα Πειραιώς εξέδωσαν στα μέσα Νοεμβρίου ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ύψους 500 εκατ. ευρώ, με τοκομερίδιο 7,25% και 350 εκατ. ευρώ με τοκομερίδιο 8,25% αντίστοιχα.
• Επιπρόσθετα, η Εθνική Τράπεζα προέβη στα τέλη Νοεμβρίου σε έκδοση ομολόγου υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ύψους 200 εκατ. λιρών Αγγλίας, με τοκομερίδιο 8,75% (τελικό κόστος για την τράπεζα 6,97% μετά από συναλλαγές ανταλλαγής νομισμάτων).
• Η Eurobank εξέδωσε στα τέλη Νοεμβρίου 2022 ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης (subordinated Tier 2), ύψους 300 εκατ. ευρώ, με τοκομερίδιο 10%.
• Τέλος, η Alpha Bank εξέδωσε στις αρχές Δεκεμβρίου ομόλογο υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ύψους 450 εκατ. ευρώ με τοκομερίδιο 7,5%.
Ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας. Βραχυπρόθεσμα η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών θα επηρεαστεί από σειρά παραμέτρων:
α) τον ενδεχόμενο περιορισμό των δυνατοτήτων για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον με αυξανόμενες προκλήσεις και μεταβολή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση,
β) το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής για τη μείωση των υφιστάμενων «κόκκινων» δανείων και τον σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της τυχόν δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων,
γ) την υλοποίηση ενεργειών που ενισχύουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια (π.χ. συνθετικές τιτλοποιήσεις) και το κόστος έκδοσης κεφαλαιακών μέσων (Additional Tier 1, Tier 2) για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για την έκδοση ομολόγων, ώστε να τηρηθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) και
δ) την εξέλιξη των νέων εκταμιεύσεων δανείων προς τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την ΤτΕ, ελλοχεύει ο κίνδυνος να αυξηθεί περαιτέρω το υφιστάμενο ποσοστό των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) στα κεφάλαια των τραπεζών.
Ανταγωνισμός από τις μικρότερες τράπεζες. Η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των μικρότερων τραπεζών και ενδεχόμενες συγχωνεύσεις μεταξύ τους θα τονώσουν τις δυνάμεις του ανταγωνισμού, αλλά και την εξειδίκευση στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο, παρέχοντας διαφοροποιημένες και περισσότερο ανταγωνιστικές υπηρεσίες σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, ιδιαιτέρως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ήδη, η διοίκηση της Attica Bank εξέφρασε στην έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της, με αφορμή την ΑΜΚ, ύψους 490 εκατ. ευρώ, ότι πρόθεσή της είναι η τράπεζα να αποτελέσει τον πέμπτο πόλο του συστήματος, ενώ αντίστοιχες είναι οι προθέσεις και της Παγκρήτιας Τράπεζας, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας έχει πλειοψηφικό ποσοστό η Thrivest, συμφερόντων των Μπάκου-Καϋμενάκη-Εξάρχου.
Διαβάστε ακόμη
«Σύννεφα» ξαναφέρνουν στα ευρωπαϊκά αεροδρόμια οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί
Προϋπολογισμός 2023: Μέτρα 4,8 δισ. ευρώ και η «ασφάλεια» του αποθεματικού