Συζητήσεις για το ενδεχόμενο αλλαγής ιδιοκτησίας μεταξύ των τραπεζών γίνονται το τελευταίο διάστημα, με την αγορά να μετρά ήδη τρεις τέτοιες κινήσεις διάστημα τριών ετών.

«Υπάρχει ενδιαφέρον για την εγκατάσταση νέων τραπεζών στην Ελλάδα, κατά κύριο λόγο για το ενδεχόμενο απόκτησης μίας υφιστάμενης άδειας μικρότερων ιδρυμάτων (less significant institution), δηλαδή, των λεγόμενων μικρομεσαίων τραπεζών. Γνωρίζω πως έχουν γίνει διάφορες συζητήσεις. Στο παρελθόν έχουμε δει αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, τουλάχιστον τρεις τα τελευταία τρία χρόνια, η μία εξ αυτών με ιδιαίτερο επιχειρηματικό μοντέλο σε σχέση με τις άλλες τράπεζες στην Ελλάδα. Δεν θα απέκλεια μία τέτοια τάση να εξακολουθήσει να μας απασχολεί και τα επόμενα χρόνια», τόνισε ο γενικός διευθυντής Προληπτικής Εποπτείας και Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Σπύρος Παντελιάς, στο πλαίσιο του 3ου Συνεδρίου Θεσμικής Διαχείρισης, υπογραμμίζοντας πως σε κάθε περίπτωση, εφόσον κάποιος υποβάλλει έναν πλήρη φάκελο για αδειοδότηση η έγκριση έναρξης λειτουργίας είναι κάτι που όχι απλώς επιτρέπεται, αλλά επιβάλλεται.

Ως προς τις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος, ο κ. Παντελιάς σημείωσε πως πριν από τρία ή πέντε χρόνια η συζήτηση θα αφορούσε σε έναν τραπεζικό κλάδο, ο οποίος θα είχε δείκτη «κόκκινων» δανείων προς σύνολο χαρτοφυλακίου δανείων λίγο παραπάνω από το 45%.

«Θα μιλούσαμε για τράπεζες, οι οποίες είχαν σημαντικά προβλήματα, όσον αφορά στα θέματα εξυγίανσης δημοσίου χρέους και συνολικά βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού τους. Σε συνθήκες ρευστότητας και ιδιαίτερα, ο πυρήνας των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών να είναι ιδιαίτερα πιεσμένος και δη, μετά από όσα τράβηξε η χώρα από τις αρχές της προηγούμενης 10ετίας και μετά. Με ανύπαρκτη κερδοφορία και σημαντικές προκλήσεις, τόσο σε επίπεδο κόστους, όσο και σε επίπεδο εκλογίκευσης της δομής των Ομίλων, τουλάχιστον των μεγάλων τραπεζών», ανέφερε, για να προσθέσει: «Σήμερα έχουμε ένα σύνολο κλάδου, το οποίο εμφανίζει δείκτη ‘κόκκινων’ δανείων επί της ουσίας μονοψήφιο νούμερο στα τέλη του έτους, ρευστότητα, ακόμη και εάν αφαιρεθεί το κομμάτι του πληθωρισμού εκ μέρους της άσκησης νομισματικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια, σε θεαματικά βελτιωμένα επίπεδα. Μία κερδοφορία, η οποία έχει ανακάμψει, όχι κατ’ ανάγκη από διατηρήσιμες πηγές εσόδων, αλλά κατά κύριο λόγο από χρηματοοικονομικές πράξεις και τράπεζες, οι οποίες προβληματίζονται για την επόμενη ημέρα, όσον αφορά στο επιχειρηματικό τους μοντέλο και τη δομή τους σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον».

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της ΤτΕ, σαν Ελλάδα, έχοντας συνηθίσει την έννοια της κρίσης φαίνεται ότι δεν μπορούμε να ξεμπερδέψουμε. «Ταλαιπωρηθήκαμε δύο χρόνια με την πανδημία, συντηρήθηκε το θέμα και διαχειρίστηκε με πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία, τόσο σε επίπεδο αρχών, όσο και των ίδιων των τραπεζών ως προς τη διαφύλαξη της ποιότητας του ενεργητικού. Τώρα έχουμε ένα μείγμα κρίσης, το οποίο έχει να κάνει με την εισβολή σε μία χώρα της Ευρώπης, τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις, το εκρηκτικό μείγμα, όσον αφορά στο ζήτημα της ενέργειας και φυσικά, τη σταδιακή απόσυρση των μέτρων νομισματικής πολιτικής. Έχουμε ένα σύνολο τραπεζικού κλάδου, το οποίο, αν και έχει απομειώσει σημαντικά τα περιθώρια κεφαλαιακής επάρκειας, έχει χρησιμοποιήσει αυτά τα κεφάλαια, προκειμένου να βελτιώσει την ποιότητα του ενεργητικού. Έχει βελτιώσει θεαματικά τον δείκτη αποδοτικότητας, κυρίως όσον αφορά στο Cost to income ratio, σε επίπεδο που να είναι καλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, έχει βελτιωθεί θεαματικά η ρευστότητα, αλλά, βέβαια, εξακολουθούν και υπάρχουν προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια», εξήγησε.

Προκλήσεις

Σύμφωνα με τον κ. Παντελιά, η βασική πρόκληση αφορά στο θέμα της διεύρυνσης των πηγών κερδοφορίας, όπως και της υγιούς πιστωτικής επέκτασης. «Αυτό δεν είναι απλώς ένα ευχολόγιο, είναι, ουσιαστικά, η αποστολή του τραπεζικού κλάδου, όσον αφορά στο θέμα της συνεισφοράς του στις αναπτυξιακές προσπάθειες της ελληνικής οικονομίας, αλλά είναι και η βασική κινητήριος δύναμη πίσω από τον απώτερο αντικειμενικό σκοπό, τόσο για επόπτες, όσο και για εποπτευόμενους: ότι μπορεί να δημιουργηθεί μία τελική γραμμή αποτελεσμάτων μετά φόρων σε διατηρήσιμη βάση, η οποία να επιτρέπει, τόσο την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου, όσο και τη δυνατότητα των τραπεζών να είναι επικερδείς και να μοιράζουν μέρισμα», σημείωσε.

Όπως ανέφερε, το θέμα της πιστωτικής επέκτασης δεν είναι άσχετο. Αντιθέτως, έχει να κάνει με το τι είδους αγορά περιμένουμε να έχουμε στα μέσα ή στα τέλη αυτής της 10ετίας. «Αυτή τη στιγμή, έχουμε ένα κλάδο που σε επίπεδο ενήμερων δανείων είναι πέριξ των 120 δισ. ευρώ. Αυτά μπορούν να παράξουν κάποια συγκεκριμένα έσοδα, καθαρά έσοδα επιτοκίου, αλλά εάν μιλάμε για έναν κλάδο με προοπτικές θα πρέπει να φανταζόμαστε ένα συνολικό ενήμερο χαρτοφυλάκιο δανείων, το οποίο θα είναι σημαντικά υψηλότερο των 160 ή 180 δισ. ευρώ. Κάτι που θα δημιουργεί χώρο και για τις υφιστάμενες τράπεζες να έχουν σημαντική αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων, όσο και για ενδεχόμενες challenger banks να διεκδικήσουν ένα κομμάτι της αγοράς ή να διαφοροποιήσουν εαυτών, όσον αφορά στην παροχή των προσφερομένων υπηρεσιών και τα εναλλακτικά δίκτυα», πρόσθεσε.

Η δεύτερη πρόκληση αφορά στη θεαματική αύξηση της έκθεσης των ελληνικών τραπεζών σε κίνδυνο ελληνικού δημοσίου. «Λίγο πριν το PSI είχαμε έναν κλάδο, ο οποίος σε επίπεδο έκθεσης στο σύνολο του ισολογισμού σε ευρύτερους κινδύνους του ελληνικού δημοσίου ήταν πέριξ του 14% με 15%. Αυτή τη στιγμή είμαστε πάνω από το 20%. Αυτό σημαίνει ότι κάτι παραπάνω από το 1/5 του ενεργητικού των τραπεζών έχει να κάνει με μία και μόνον έκθεση, όσον αφορά στο θέμα του κινδύνου. Επομένως, το βασικό ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η πιστωτική επέκταση και κυρίως προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά», τόνισε.

Η τρίτη πρόκληση έχει να κάνει με τη μεγάλη ανάγκη οι τράπεζες να επανοριοθετήσουν το μοντέλο τους. Όπως είπε, «είμαστε σε μία φάση ψηφιοποίησης, τεχνολογικών αλλαγών, ακόμη και τα παιδιά μας έρχονται σε επαφή με τράπεζες, οι οποίες λειτουργούν διαδικτυακά, προσφέροντας κλασικές τραπεζικές υπηρεσίες που παλαιότερα διεκπεραιώνονταν από τα παραδοσιακά δίκτυα. Αυτό σημαίνει ευκαιρίες και προκλήσεις, σημαντικά έξοδα για επενδύσεις, αλλά και μία σαφή οριοθέτηση ως προς το μοντέλο κόστους και διοικητικής λειτουργίας».

Τέλος, πρόκληση αποτελεί το γεγονός ότι σύσσωμη η αγορά πρέπει να συνηθίσει να βλέπει κυρίως σε μακροπρόθεσμη βάση και πολύ λιγότερο σε βραχυχρόνια.

Διαβάστε επίσης:

Επιφυλακτικά κέρδη στο Χρηματιστήριο χάρη στο… window dressing

Η νέα γκάφα με τους (παρολίγον) ολιγάρχες, η βίλα του διαφημιστή, η κόντρα με το Κατάρ, η Νίκη και ο Νίκος

Αγορά ιδίων μετοχών: Ένα εξαιρετικό εργαλείο που παραμένει αναξιοποίητο στην Ελλάδα