Βελτίωση όλων των δεικτών του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος καταγράφει η εξαμηνιαία έρευνα της ΤτΕ παρά την αύξηση κατά το α’ τρίμηνο των μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων των τραπεζών λόγω της αβεβαιότητας για το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης. Ωστόσο κρούει καμπανάκι κινδύνου για το γεγονός ότι το σύστημα παραμένει ευάλωτο υπογραμμίζοντας ότι οι μεγαλύτερες προκλήσεις σήμερα παραμένουν η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των Mη Eξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και η περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από τον ELA.

«Oι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες» και «το 2017 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα κατά 1,6%», τονίζει η ΤτΕ. Συμπληρώνει ότι «το τραπεζικό σύστημα είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση, ωστόσο δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού». Όπως υπογραμμίζει «το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Επιπροσθέτως, διεθνώς το εποπτικό και θεσμικό περιβάλλον γίνεται συνεχώς αυστηρότερο, καθώς οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος».

 

Ακολουθεί η επισκόπηση της έκθεσης της ΤτΕ:

«Η σταδιακή πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνεχίστηκε το 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017.

Η σταθεροποίηση και βελτίωση των οικονομικών συνθηκών συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής και των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αίρει την αβεβαιότητα σχετικά με την εξυπηρέτηση των άμεσων δανειακών αναγκών της χώρας. Οι εξελίξεις αυτές δύναται να βελτιώσουν το οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές ανάπτυξης. Ωστόσο, σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν, με κυριότερες την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) και την περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance).

Το 2016 η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε. Οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες εμφάνισαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση μετά από μια σειρά ζημιογόνων χρήσεων. Στην επάνοδο στην κερδοφορία συνέβαλαν η βελτίωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων και κυρίως η μεγάλη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Παράλληλα, βελτιώθηκαν περαιτέρω οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό τους στο πλαίσιο της πώλησης μη κύριων δραστηριοτήτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, αλλά παραμένει αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας. Σε απόλυτο μέγεθος, το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώνεται με βραδύ ρυθμό για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα, έχοντας φθάσει στη μέγιστη τιμή του το Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε στο α ́ τρίμηνο του 2017 εξαιτίας της μείωσης του συνολικού υπολοίπου των δανείων, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας από την παράταση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Εντονότερα, επηρεάστηκε το χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων.

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Πολιτεία έχουν υλοποιήσει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που εμπόδιζαν τις προσπάθειες των τραπεζών να διαχειριστούν αποτελεσματικά το πρόβλημα των MEA.

H αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την αφερεγγυότητα, η διευθέτηση της φορολογικής μεταχείρισης των διαγραφών και πωλήσεων δανείων και η νομική προστασία των στελεχών που χειρίζονται τις αναδιαρθρώσεις δανείων, αποτελούν μέτρα που αναμένεται να διευκολύνουν την προσπάθεια μείωσης των ΜΕΑ μέχρι το τέλος του 2019, σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς στόχους που έχουν τεθεί.

Επικουρικά, η επικείμενη ενεργοποίηση του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ενδέχεται να λειτουργήσει θετικά, καθώς συγκεντρώνει ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως π.χ. η καθολική αντιμετώπιση των οφειλών προς ιδιώτες και φορείς του Δημοσίου στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μιας συνολικής λύσης, η οικειοθελής προσέλευση της υπερχρεωμένης επιχείρησης, το συνεκτικό χρονοδιάγραμμα και η σαφής διαδικασία λήψης αποφάσεων, η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης κ.λπ.

Παράλληλα, θετικά εκτιμάται επίσης ότι θα συμβάλει και η ανάπτυξη εφαρμογής για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων με γνώμονα τη διευκόλυνση της εισόδου περισσοτέρων εταιριών στην αγορά.

Υπενθυμίζεται ότι μέχρι στιγμής έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τέσσερις εταιρίες.

Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, το Ειδικό Θέμα Ι αναδεικνύει τη σημασία που έχει η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Η σύντμηση του χρόνου της δικαστικής εκκαθάρισης της αφερεγγυότητας, και ειδικότερα της διαδικασίας ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα, δύναται να βελτιώσει σημαντικά την αξία των ΜΕΑ (Δεκέμβριος 2016: 106,3 δισεκ. ευρώ), διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την πιο ενεργητική διαχείρισή τους στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς. Ειδικότερα, για τα δάνεια που έχουν καταγγελθεί (Δεκέμβριος 2016: 48 δισεκ. ευρώ), η ανάλυση καταδεικνύει ότι τυχόν επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών κατά τρία χρόνια θα μπορούσε να αυξήσει την ανακτήσιμη αξία τους κατά 7 δισεκ. ευρώ.

Αναφορικά με τον κίνδυνο ρευστότητας, σημαντική βελτίωση εμφάνισε συνολικά η ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα εμφάνισε συνεχή πτωτική τάση, τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών. Η μείωση αυτή αποδίδεται:

α) στην πώληση ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην ΕΚΤ στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος αγοράς τίτλων,

β) στη διευκόλυνση της πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά,

γ) στη μείωση του ενεργητικού, εξαιτίας της πώλησης θυγατρικών και της απομόχλευσης που συντελείται, και

δ) στην ενίσχυση της καταθετικής βάσης.

Σε χαμηλό επίπεδο παρέμεινε ο κίνδυνος αγοράς των τραπεζών, με την ελληνική αγορά ομολόγων και μετοχών να παρουσιάζει έντονα ανοδικές τάσεις, γεγονός που λειτούργησε θετικά στις αποτιμήσεις των χαρτοφυλακίων.

Συνολικά για τον κίνδυνο αγοράς, σύμφωνα με προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων κρίσης, η επίπτωση στην κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων από την πραγματοποίηση δυσμενών σεναρίων εκτιμάται ότι θα ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.

Ταυτόχρονα, το 2016 συνεχίστηκε η τάση συρρίκνωσης της διεθνούς παρουσίας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων στο πλαίσιο της υλοποίησης των δεσμεύσεών τους που απορρέουν από τα εγκεκριμένα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχέδια αναδιάρθρωσής τους. Η πώληση θυγατρικών του εξωτερικού είχε περαιτέρω θετική επίδραση στη ρευστότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων. Επιπροσθέτως, οι διεθνείς δραστηριότητες συνεισέφεραν στην ενίσχυση της καταθετικής βάσης και της κερδοφορίας των τραπεζικών ομίλων.

Στην Ελλάδα, οι «λοιποί» τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν μικρό μόνο τμήμα του, οπότε αντίστοιχα μικρότερη είναι και η επίδρασή τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ωστόσο, η σύνδεσή τους με τον τραπεζικό κλάδο, αλλά και η επίδρασή τους στις οικονομικές εξελίξεις καθιστούν αναγκαία την παρακολούθηση της δραστηριότητά τους.

Οι κυριότερες εξελίξεις στον ασφαλιστικό τομέα αφορούσαν την εφαρμογή του νέου εποπτικού πλαισίου «Φερεγγυότητα ΙΙ» και την προσέλκυση ξένων επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο ασφαλιστικών εταιριών.

Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά έχει επιδείξει υψηλό βαθμό συνέπειας και προσαρμοστικότητας στις εποπτικές απαιτήσεις του νέου πλαισίου και η φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διαμορφώνεται σε ικανοποιητικό επίπεδο. Όσον αφορά στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο σημαντικότερος είναι ο ασφαλιστικός (κατά ζημιών, ζωής και ασθενείας) και ακολουθεί ο κίνδυνος αγοράς από τις τοποθετήσεις τους σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

Λιγότερο σημαντικοί κίνδυνοι είναι ο λειτουργικός κίνδυνος και ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου, ενώ μειωτικά στο προφίλ κινδύνου επιδρούν τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων.

Θετική επίδραση στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος άσκησε η απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών, δηλαδή των υποδομών της αγοράς, οι οποίες συνέβαλαν στην αποτελεσματική διεκπεραίωση των συναλλαγών.

Επίσης, αξίζει να επισημανθεί η αυξημένη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, εν μέρει εξαιτίας της εφαρμογής των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, αλλά και της σταδιακής εξοικείωσης του κοινού με τη χρήση τους. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε τα έσοδα των τραπεζών από προμήθειες, συνέβαλε στην πιο αποτελεσματική διενέργεια των συναλλαγών (π.χ. κόστος καταμέτρησης και διακίνησης χαρτονομισμάτων), αλλά ταυτόχρονα συνεισέφερε και στις προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες. Το 2017 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεότερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 1,6%. Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική, ενώ πιθανή ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ θα βελτίωνε περαιτέρω τις συνθήκες χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Σε συνδυασμό με την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και για διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής του.

Η ενίσχυση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας με έμφαση στην καινοτομία και τον εξαγωγικό προσανατολισμό, ώστε να επιτευχθεί αειφόρος και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Επιπροσθέτως, διεθνώς το εποπτικό και θεσμικό περιβάλλον γίνεται συνεχώς αυστηρότερο, καθώς οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement of Own Funds and Eligible Liabilities – MREL) στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάκαμψη και εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Η απαίτηση αυτή, η οποία αναλύεται στο Ειδικό Θέμα IΙ, αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι τα ιδρύματα θα έχουν εκδώσει επαρκή χρηματοοικονομικά μέσα επιλέξιμα για διαγραφή ή μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο, ώστε να μπορούν να απορροφήσουν ζημίες χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή να απαιτηθεί η διάσωσή τους με δημόσιους πόρους.

Ταυτόχρονα, σημαντική εξέλιξη αποτελεί και η υιοθέτηση από την 1η Ιανουαρίου 2018 του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 9 σχετικά με το σχηματισμό προβλέψεων απομείωσης και την αναγνώριση εσόδων από τόκους για τα χρηματοοικονομικά μέσα, ανάλογα με την πιστωτική τους ποιότητα, το οποίο αποτελεί αντικείμενο του Ειδικού Θέματος ΙΙΙ. Η κυριότερη καινοτομία του νέου ΔΠΧΑ 9 έγκειται στην υιοθέτηση ενός μοντέλου «αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών» (expected credit loss), έναντι του υφιστάμενου πλαισίου, το οποίο είχε ως προϋπόθεση να υπάρξει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης της αξίας του περιουσιακού στοιχείου (incurred loss).

Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι η υιοθέτηση και σταδιακή εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 θα συνεπάγεται δυνητικά την ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Τέλος, χρήζει αναφοράς ότι τα πιστωτικά ιδρύματα ολοκλήρωσαν τις ενέργειές τους για την ενίσχυση της εταιρικής τους διακυβέρνησης, μεταξύ άλλων με την ανανέωση των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων τους. Στο πλαίσιο αυτό, στο Ειδικό Θέμα ΙV περιγράφεται το θεσμικό πλαίσιο, η διαδικασία και τα κριτήρια αξιολόγησης της καταλληλότητας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών ενός πιστωτικού ιδρύματος, καθώς αναπτύσσονται διεξοδικά τα καθορισμένα κριτήρια αξιολόγησης

Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες. Το 2017 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεότερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 1,6%. Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική, ενώ πιθανή ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ θα βελτίωνε περαιτέρω τις συνθήκες χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Σε συνδυασμό με την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και για διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής του. Η ενίσχυση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας με έμφαση στην καινοτομία και τον εξαγωγικό προσανατολισμό, ώστε να επιτευχθεί αειφόρος και διατηρήσιμη ανάπτυξη.

Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Επιπροσθέτως, διεθνώς το εποπτικό και θεσμικό περιβάλλον γίνεται συνεχώς αυστηρότερο, καθώς οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος».