search icon

Τράπεζες

Μονοψήφιο δείκτη NPEs και σύστημα bonus/malus η «συνταγή» Πισσαρίδη για τις τράπεζες

Προκρίνεται η δημιουργία «κακής τράπεζας» και η μεταφορά του συνόλου των προβληματικών δανείων είτε μέσω μαζικών τιτλοποιήσεων ή πωλήσεων από κάθε τράπεζα χωριστά - Γιατί οι επιχειρήσεις πληρώνουν ακριβά τον δανεισμό

Δύο στρατηγικές – μία μακροχρόνια και μία πιο άμεση – που θα βοηθήσει τις τράπεζες να απαλλαγούν από τον… βραχνά των «κόκκινων» δανείων, προτείνει ο καθηγητής, κ. Χριστόφορος Πισσαρίδης.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το προσχέδιο για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας, το οποίο επεξεργάστηκε επιτροπή, υπό τον ίδιο, το βασικό πρόβλημα με τις τράπεζες και πηγή πολλών άλλων δυσχερειών (δυσκολία στον δανεισμό προς νέες επιχειρήσεις, αργή ψηφιοποίηση, δανεισμός σε επιχειρήσεις «ζόμπι») είναι τα προβληματικά δάνεια.

«Μία πρώτη στρατηγική είναι να επιλυθεί το πρόβλημα σταδιακά, σε ορίζοντα 3 – 5 χρόνων, κυρίως με την αξιοποίηση των ετήσιων κερδών προ προβλέψεων για την αύξηση των προβλέψεων κάθε χρόνο, καθώς και με τιτλοποιήσεις ή πωλήσεις προβληματικών δανείων. Οι κεφαλαιακές ανάγκες, που ενδέχεται να προκύψουν με τη στρατηγική αυτή, θα μπορούν να καλυφθούν στο μέλλον, ίσως, υπό καλύτερες συνθήκες», επισημαίνεται χαρακτηριστικά και προστίθεται: «Η στρατηγική αυτή περιορίζει τις άμεσες ανάγκες για νέα κεφάλαια, αλλά παρατείνει τα υπάρχοντα προβλήματα».

Μία δεύτερη στρατηγική, την οποία η επιτροπή Πισσαρίδη θεωρεί ως καλύτερη, είναι να λυθεί το πρόβλημα πιο άμεσα είτε μέσω της δημιουργίας «κακής τράπεζας» (bad bank) και τη μεταφορά του συνόλου των προβληματικών δανείων σε αυτή είτε μέσω άμεσων μαζικών τιτλοποιήσεων ή και πωλήσεων προβληματικών δανείων στην αγορά από κάθε τράπεζα χωριστά.

«Και στις δυο περιπτώσεις ενδέχεται να προκύψουν κεφαλαιακές ανάγκες. Από τις πρόσφατες τιτλοποιήσεις προκύπτει ότι για κάθε ένα δισ. ευρώ προβληματικών δανείων, που τιτλοποιούνται, απαιτούνται 200 εκατ. ευρώ επιπρόσθετες προβλέψεις και κατ’ επέκταση και κεφάλαια. (Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, εάν τα έσοδα από την τιτλοποίηση είναι 300 εκατ. ευρώ και οι προβλέψεις 500 εκατ. ευρώ, η τράπεζα, δηλαδή, προβλέπει απώλεια έναντι της λογιστικής αξίας κατά 500 εκατ. ευρώ αντί για 700 εκατ. ευρώ). Για πωλήσεις προβληματικών δανείων στην αγορά, οι ανάγκες για προβλέψεις είναι μεγαλύτερες», τονίζεται.

Πιο αναλυτικά, η λύση της «κακής τράπεζας» έχει το πλεονέκτημα ότι διευκολύνει τον συντονισμό μεταξύ των πιστωτών, καθώς όλα τα προβληματικά δάνεια από μία επιχείρηση συγκεντρώνονται κάτω από την ίδια στέγη. Υπάρχουν, όμως, και μειονεκτήματα, ιδιαίτερα στην πρακτική εφαρμογή.

«Η δημιουργία της ‘κακής τράπεζας’ θα απαιτήσει μακρές διαπραγματεύσεις, ιδιαίτερα καθώς η κάθε τράπεζα βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο εκκίνησης όσον αφορά στις προβλέψεις. Κατά το διάστημα αυτό, που ενδέχεται να κρατήσει ακόμα και δύο χρόνια, η διαχείριση των προβληματικών δανείων θα υπολειτουργεί. Οι τράπεζες έχουν, επίσης, προχωρήσει σε σχεδιασμό και υλοποίηση των δικών τους λύσεων η καθεμιά (π.χ. τιτλοποιήσεις), οι οποίες έχουν εγκριθεί από τον SSM και η ανατροπή των λύσεων αυτών θα έχει κόστος», σημειώνεται χαρακτηριστικά.

Μία εναλλακτική λύση είναι η κάθε τράπεζα ανεξάρτητα να προχωρήσει ταχύτερα στην εξυγίανση του δικού της χαρτοφυλακίου προβληματικών δανείων μέσω τιτλοποιήσεων και πωλήσεων.

«Υπό τη λύση αυτή, η κυβέρνηση, σε συνεννόηση με τον SSM, θα πρέπει να επιταχύνει το σημερινό τριετές πρόγραμμα μείωσης των προβληματικών δανείων, που έχει εγκριθεί από τον SSM και να θέσει στις ελληνικές τράπεζες τον δεσμευτικό στόχο ότι τα προβληματικά δάνεια ως προς το σύνολο των δανείων θα πρέπει να μειωθούν σε μονοψήφιο αριθμό στο τέλος του 2021 (ενδεχομένως με κάποια πρόβλεψη παράτασης εάν η πανδημία συνεχιστεί και το 2021)», συστήνει η επιτροπή και προσθέτει:

«Παράλληλα, θα πρέπει να καθιερωθεί σύστημα bonus/malus από την κυβέρνηση και τον SSM για αποκλίσεις από τους στόχους και για διατήρηση επιχειρήσεων ‘ζόμπι’ στο χαρτοφυλάκιό τους. Το σύστημα αυτό μπορεί να βασίζεται, ενδεικτικά, σε ευνοϊκότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση για τράπεζες, που ξεπερνούν τους στόχους τους».

Γιατί οι επιχειρήσεις… πληρώνουν ακριβά τον δανεισμό από τις τράπεζες

Στο υψηλό κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις από τις τράπεζες εστιάζει η επιτροπή Πισσαρίδη, αναλύοντας τους λόγους ως εξής:

Ένας σημαντικός παράγοντας είναι τα προβληματικά δάνεια, τα οποία (μετρούμενα ως NPE) αποτελούν περίπου το 40% του συνόλου των τραπεζικών δανείων, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, με την Κύπρο στο 35% και τις υπόλοιπες χώρες πολύ χαμηλότερα. Τα προβληματικά δάνεια αποθαρρύνουν τον νέο δανεισμό προς τις επιχειρήσεις: είτε αυτός δεν πραγματοποιείται καθόλου είτε συνοδεύεται από υψηλά επιτόκια.

Η αρνητική σχέση προβληματικών δανείων και νέου δανεισμού μπορεί να γίνει κατανοητή ως εξής: Τα προβληματικά δάνεια έχουν πραγματική αξία πολύ μικρότερη της αρχικής λογιστικής τους αξίας στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η λογιστική τους αξία μειώνεται προς την πραγματική αξία με την πάροδο του χρόνου (π.χ. μέσω διαγραφών, πωλήσεων ή τιτλοποιήσεων) και αυτό επιφέρει σημαντικές απώλειες στις τράπεζες. Οι απώλειες με τη σειρά τους δημιουργούν νέες κεφαλαιακές ανάγκες.

Η άντληση νέων κεφαλαίων, όμως, μπορεί να είναι επώδυνη για τους υπάρχοντες παλαιούς μετόχους (το φαινόμενο debt overhang συνίσταται στο ότι τα νέα κεφάλαια, που προέρχονται από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, καθιστούν τα προϋπάρχοντα χρέη της τράπεζας πιο ασφαλή, αυξάνοντας, επομένως, την αξία τους. Την αξία αυτή την καρπώνονται οι πιστωτές της τράπεζας – ομολογιούχοι, καταθέτες. Συγχρόνως, η αξία αυτή δεν μπορεί να προκύψει εις βάρος των νέων μετόχων, διαφορετικά αυτοί δεν θα επένδυαν στην αύξηση κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, η επιπλέον αξία αναγκαστικά προκύπτει εις βάρος των υπαρχόντων παλαιών μετόχων) και, έτσι, οι τράπεζες προσπαθούν να την αποφύγουν. Άρα, με μικρή κεφαλαιακή βάση και χωρίς νέα κεφάλαια οι τράπεζες αδυνατούν να προσφέρουν νέα δάνεια. Αυτό, άλλωστε, το απαγορεύουν οι κανονισμοί ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας του SSM και της ΤτΕ. Ο νέος δανεισμός περιορίζεται ιδιαίτερα προς τις ΜμΕ, γιατί αυτές έχουν τον μεγαλύτερο πιστωτικό κίνδυνο.

Ένας δεύτερος παράγοντας, που συμβάλλει στο υψηλό κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων, είναι το σχετικά υψηλό λειτουργικό κόστος των ελληνικών τραπεζών, το οποίο μεταφέρεται στις επιχειρήσεις υπό μορφή υψηλότερων χρεώσεων σε επιτόκια ή προμήθειες. Το υψηλό λειτουργικό κόστος οφείλεται σε σειρά παραγόντων, όπως η ελλιπής ψηφιοποίηση διαδικασιών, υπεράριθμο και ανενεργό προσωπικό, κ.λπ..

Ένας τρίτος παράγοντας υψηλού κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων είναι το υψηλό κόστος δανεισμού των ίδιων των τραπεζών στις διεθνείς αγορές. Το υψηλό κόστος δανεισμού των τραπεζών οφείλεται εν μέρει στο ότι η Ελλάδα θεωρείται χώρα υψηλότερου κινδύνου από τις περισσότερες άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Οφείλεται, επίσης και στα προβληματικά δάνεια. Το ύψος των δανείων αυτών (40% του συνόλου), σε συνδυασμό με το ότι σημαντικό μέρος των τραπεζικών μετοχικών κεφαλαίων προέρχονται από μελλοντικές φοροελαφρύνσεις (τα deferred tax assets είναι 60% του συνόλου), δημιουργεί αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές σχετικά με το εάν οι τράπεζες έχουν επαρκή κεφάλαια και μελλοντικά έσοδα, για να καλύψουν τις απώλειές τους από τα προβληματικά δάνεια. Οι πρόσφατες ενέργειες της ΕΚΤ, όπου οι τράπεζες δανείζονται με πολύ χαμηλό επιτόκιο ακόμα και με εξασφαλίσεις (collateral) χαμηλής ποιότητας, έχουν μειώσει αισθητά το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών και, επομένως, τη σημασία του τρίτου παράγοντα.

Ένας τέταρτος και τελευταίος παράγοντας είναι η αναποτελεσματικότητα της πτωχευτικής διαδικασίας, το κόστος της οποίας μεταφέρεται από τις τράπεζες στα επιτόκια και τους υπόλοιπους όρους των δανείων τους. Η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων μίας επιχείρησης, που τίθεται υπό εκκαθάριση, είναι διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα. Αυτό κάνει τους πιστωτές να προτιμούν συχνά την επίτευξη συμφωνίας με τους μετόχους για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης, ακόμα και σε περιπτώσεις, όπου η εκκαθάριση θα κατεύθυνε πόρους σε πιο παραγωγικές επιχειρήσεις.

Η αναδιοργάνωση μιας επιχείρησης είναι, επίσης, χρονοβόρα διαδικασία, η οποία μειώνει συχνά την αξία της επιχείρησης. Είναι ενδεικτικό ότι από τις 3.500 μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις, που αντιμετώπισαν προβλήματα από την αρχή της κρίσης, μόνον περίπου 100 επέλεξαν τη διαδικασία της αναδιοργάνωσης (νόμος 106).

Η αναποτελεσματικότητα στην πτωχευτική διαδικασία δεν αυξάνει μόνο το κόστος της χρηματοδότησης αλλά διαιωνίζει και το πρόβλημα των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων («ζόμπι»). Η εκκαθάριση καθίσταται μη ελκυστική επιλογή για τους πιστωτές, ενώ, επίσης, υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στην αναδιοργάνωση. Τα στρεβλά κίνητρα, που δημιουργούνται στις τράπεζες από τα προβληματικά δάνεια, που κατέχουν, συμβάλλουν στο πρόβλημα. Αυτό, γιατί ακόμα και εάν η εκκαθάριση αποφέρει σημαντικούς πόρους, οι τράπεζες υποχρεώνονται να εγγράψουν απώλειες στους ισολογισμούς τους, ενώ δεν έχουν τέτοια υποχρέωση εάν αφήσουν την επιχείρηση σε λειτουργία. Το ποσοστό των επιχειρήσεων «ζόμπι» ήταν περίπου 30% το 2016 και οι επιχειρήσεις αυτές αντιπροσώπευαν περίπου το 30% του συνολικού δανεισμού.

Exit mobile version