Φθηνό χρήμα, το οποίο ενισχύει την ήδη ισχυρή ρευστότητά τους καθώς οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά 8% το τελευταίο 12μηνο, αντλούν οι ελληνικές τράπεζες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Η εξέλιξη αυτή σύμφωνα με πληροφορίες από τις τράπεζες διευκολύνει την προσπάθειά τους να στηρίξουν την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων μέσω των προγραμμάτων στήριξης που έχουν ανακοινώσει.
Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), στις 7 Απριλίου, για αποδοχή των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου ως ενεχύρων, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ένα επιπλέον σημαντικό εργαλείο: την άντληση χρήματος με αρνητικά επιτόκια. Η ρευστότητα από τον μηχανισμό φθηνής μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης LTRO (Long-Term Refinancing Operations) της ΕΚΤ έχει επιτόκιο -0,50%, ενώ μπορεί να φθάσει ως και -1%.
Κινείται δηλαδή σε αρνητικό επίπεδο, παρέχοντας μια μεγάλη ευκαιρία στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο να θωρακιστεί και να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης του κορονοϊού. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης μπορεί να δανείζονται π.χ. 1 εκατ. ευρώ και να επιστρέφουν στην ΕΚΤ 990.000 ευρώ.
Αξιοποιώντας τη δυνατότητα αυτή, τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις άντλησαν στη διάρκεια του Απριλίου 9,2 δισ. ευρώ, όπως προκύπτει από τη μηνιαία λογιστική κατάσταση της κεντρικής τράπεζας. Αν δεν υπήρχε η απόφαση της 7ης Απριλίου της ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες θα αντλούσαν τη ρευστότητα αυτή μέσω της διατραπεζικής αγοράς, κάνοντας ρέπος τα ομόλογα που τοποθετούν τώρα στην ΕΚΤ, με πολύ υψηλότερο κόστος, πιο κοντά σε αυτό των καταθέσεων.
Το κόστος δανεισμού μέσω καταθέσεων με το οποίο επιβαρύνονται οι ελληνικές τράπεζες είναι υψηλότερο των τραπεζών της ευρωζώνης. Για παράδειγμα, το μέσο επιτόκιο των νέων προθεσμιακών καταθέσεων διαμορφώθηκε στο 0,29% τον Μάρτιο 2020, όταν το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο της ευρωζώνης ήταν -0,07%.
Πάντως, η ρευστότητα του εγχώριου συστήματος όπως τονίζουν με κάθε ευκαιρία τραπεζικά στελέχη είναι ισχυρή, με το δείκτη δανείων προς καταθέσεις να έχει βελτιωθεί στο επίπεδο του 78% τον Μάρτιο, έναντι 92% ένα έτος πριν. Ο δε δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio), ο οποίος αποτυπώνει τη δυνατότητα κάλυψης έκτακτων εκροών από το τραπεζικό σύστημα σε διάστημα ένα μήνα, ήταν με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το τρίτο τρίμηνο του 2019, αρκετά πάνω από το εποπτικό όριο του 100%, στο 115%.
Την ίδια στιγμή σύμφωνα με επίσημα στοιχεία η καταθετική βάση των ελληνικών τραπεζών συνεχίζει να ενισχύεται σταθερά και με αποκλιμακούμενο κόστος. Με βάση τα επίσημα στοιχεία του Μαρτίου, το υπόλοιπο των καταθέσεων της αγοράς ανέρχεται, στα 162,4 δισ. ευρώ έναντι 150,4 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2019, σημειώνοντας ετήσια αύξηση 8%, ενώ έναντι του Μαρτίου 2018, η αύξηση διαμορφώνεται στο 15,6%.