Κάτι περισσότερο από τρεις μήνες μετρά το «φλερτ» της Lone Star, συμφερόντων του John Grayken, με την Τράπεζα Κύπρου, στη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκαν τρεις προσφορές εξαγοράς από πλευράς του fund, με την τελευταία να αποτιμά τη συμφωνία στα 727,25 εκατ. ευρώ, σχεδόν 50% πάνω από την τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία της τράπεζας (496,25 εκατ. ευρώ).
Πιο αναλυτικά, όπως έγινε γνωστό από σχετική ανακοίνωση στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου (σ.σ. η Τράπεζα Κύπρου ελέγχεται από την Bank of Cyprus Holdings PLC, οι μετοχές της οποίας τελούν υπό διαπραγμάτευση στην επίμαχη αγορά), η πρώτη κρούση από τη Lone Star έγινε στις 5 Μαΐου 2022 στην τιμή του 1.25 ευρώ ανά μετοχή της Τράπεζας Κύπρου, με την απόρριψη από το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας να έρχεται λίγες ημέρες μετά και συγκεκριμένα στις 20 του ίδιου μήνα.
Η δεύτερη πρόταση λήφθηκε πέντε ημέρες αργότερα – στις 25 Μαΐου 2022 – στην τιμή 1.38 ευρώ ανά μετοχή και κατόπιν προσεκτικής εξέτασης μαζί με τους χρηματοοικονομικούς συμβούλους του το διοικητικό συμβούλιο την απέρριψε στις 3 Ιουνίου 2022. Στις 16 Ιουνίου 2022, ωστόσο, η Lone Star προσέγγισε εκ νέου την Τράπεζα Κύπρου, ζητώντας συνάντηση για συζήτηση θεμάτων, αναφορικά με την υλοποίηση της δεύτερης πρότασης. Οι οικονομικοί όροι αυτής, ωστόσο, παρέμειναν ίδιοι, γεγονός που οδήγησε σε εκ νέου απόρριψη στις 29 Ιουνίου 2022.
Τέλος, η τρίτη προσφορά λήφθηκε στις 8 Ιουλίου 2022 στην τιμή του 1.51 ευρώ ανά μετοχή. Το διοικητικό συμβούλιο, μετά από προσεκτική εξέταση μαζί με τους χρηματοοικονομικούς συμβούλους του, κατέληξε ότι αυτή αποτιμά, ουσιαστικά, πιο χαμηλά την αξία της τράπεζας και τις μελλοντικές της προοπτικές και ότι δεν ήταν προς το συμφέρον, τόσο της ίδιας και των μετόχων της, όσο και των άλλων ενδιαφερομένων μερών. Ως εκ τούτου, την απέρριψε ομόφωνα στις 22 Ιουλίου 2022.
Έκτοτε, σύμφωνα με το δ.σ. της Τράπεζας Κύπρου, δεν έχει υπάρξει καμία περαιτέρω προσέγγιση από την Lone Star, προτρέποντας έντονα τους μετόχους να μην προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια στο παρόν στάδιο, δεδομένου ότι «δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνει οποιαδήποτε επίσημη πρόταση, ούτε είναι γνωστοί οι όροι, με τους οποίους πιθανόν να γίνει η οποιαδήποτε πρόταση». Η επισήμανση αυτή έρχεται σε συνέχεια πληροφοριών που θέλουν κάποιους από τους μετόχους να… καλοβλέπουν την «πολιορκία» του fund, κρίνοντας πως είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους ίδιους να αποεπενδύσουν. Υπενθυμίζεται πως περί το 20% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας κατέχουν Ρώσοι – με πλέον χαρακτηριστικό τη Lamesa Investments Limited του Victor Vekselberg που κατέχει ποσοστό 9,27% στην κυπριακή τράπεζα – οι οποίοι στην τρέχουσα συγκυρία αναζητούν να κλείσουν τις θέσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, η Lone Star Funds έχει προθεσμία μέχρι το απόγευμα της 30ης Σεπτεμβρίου για να ανακοινώσει εάν θα υποβάλλει εκ νέου προσφορά.
Το εγχώριο ενδιαφέρον
Με ενδιαφέρον παρακολουθούν τις εξελίξεις στη Μεγαλόνησο οι διοικήσεις των εγχώριων τραπεζών, εξετάζοντας το ενδεχόμενο διεκδίκησης της Κύπρου, εφόσον υπάρξουν πρόσφορες συνθήκες.
Το τελευταίο διάστημα, άλλωστε, οι συστημικοί Όμιλοι αναζητούν τρόπους ενίσχυσης της παρουσίας τους στο εξωτερικό, με την Eurobank να δείχνει τον δρόμο. Ενδεικτικά, το 2021 η τράπεζα ενίσχυσε τη θέση της στη Σερβία, μέσω της συγχώνευσης με την Direktna Banka, κατέχοντας πλέον μερίδιο 70% στη νέα τράπεζα, ενώ στην Κύπρο απέκτησε μερίδιο συμμετοχής 12,6% στην Ελληνική Τράπεζα, τη δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας. Συνολικά, η συμβολή των διεθνών δραστηριοτήτων στην καθαρή κερδοφορία ανέρχεται σε 148 εκατ. ευρώ, με συνολικό δανειακό χαρτοφυλάκιο περίπου 10 δισ. ευρώ.
Το «αφεντικό» της Lone Star
«Δεν ανακατεύομαι, εκτός εάν υπάρχει παρέκκλιση από τους στόχους. Ασχολούμαι μόνο με την επίλυση προβλημάτων». Με τη φράση αυτή περιγράφει ο ισχυρός άνδρας της Lone Star, John Grayken, τον τρόπο που διοικεί την εταιρεία του, η οποία από το 1995 έως και σήμερα «μετρά» 21 funds, με υπό διαχείριση κεφάλαια πέριξ των 85 δισ. δολαρίων.
Γεννημένος το 1956 στη Βοστώνη από γονείς εξ Ιρλανδίας και Γερμανίας, ο ίδιος ήξερε από την πρώτη στιγμή πως ήθελε να έχει τη δική του επιχείρηση. Τον τρόπο για να το επιτύχει τον συνειδητοποίησε κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και το Χάρβαρντ, αλλά και της εργασίας του στη Morgan Stanley και τον Όμιλο του Robert Bass. Σήμερα κατέχει τον τίτλο του τρίτου πλουσιότερου ανθρώπου στον κλάδο του private equity, σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, με καθαρή αξία της περιουσίας του στα 7,6 δισ. δολάρια, πίσω από τον ιδρυτή της Blackstone, Stephen Schwarzman, με 21,9 δισ. δολάρια και το «αφεντικό» του Apollo, Leon Black, με 8,6 δισ. δολάρια.
Πρόκειται για ένα πολύ έντονα ιδιωτικό άτομο, γεγονός που ώθησε το Forbes να τον αποκαλέσει «σκιώδη». Εκτός από τη δουλειά, πάντως, ο ίδιος απολαμβάνει να περνά χρόνο με τα τέσσερα παιδιά του, μην διστάζοντας να παραδεχτεί πως έχει ξενυχτήσει στο πλευρό τους όταν ήταν μωρά. «Το να εργάζομαι και να είμαι με την οικογένειά μου είναι τα δύο πράγματα που μου αρέσουν περισσότερο να κάνω. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορεί να τα ανταγωνιστεί», ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Διαβάστε ακόμα:
Οι τρεις σταθμοί για την ανακοίνωση των νέων μέτρων στήριξης
Στρατηγική επίσκεψη Μητσοτάκη στο Κατάρ
Κυβερνοεπίθεση στον ΔΕΣΦΑ: Συνεχίζονται οι προσπάθειες απεμπλοκής