Σε πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, ύψους άνω των 100 δισ. ευρώ, αναμένεται να προχωρήσουν έως τα τέλη του 2022 οι ευρωπαϊκές τράπεζες, με την επίμαχη δραστηριότητα να αποδεικνύεται… ανθεκτική απέναντι, τόσο στις γεωπολιτικές, όσο και εν γένει μακροοικονομικές συνθήκες.
Όπως προκύπτει από επικαιροποιημένη έρευνα της PWC, το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους ολοκληρώθηκαν συναλλαγές, ύψους 52,8 δισ. ευρώ, με την Ιταλία να κρατά τα «ηνία», με πωλήσεις 22,6 δισ. ευρώ, ενώ ακολουθούν οι:
- Ηνωμένο Βασίλειο με 10,2 δισ. ευρώ.
- Ιρλανδία με 6,1 δισ. ευρώ.
- Ισπανία με πέντε δισ. ευρώ.
- Ελλάδα με 3,7 δισ. ευρώ.
- Ολλανδία με 800 εκατ. ευρώ και
- Άλλες χώρες με 4,4 δισ. ευρώ.
Στο μεταξύ, σε εξέλιξη βρίσκονται συναλλαγές «κόκκινων» δανείων, ύψους 31,3 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας σε άνω των 84 δισ. ευρώ τα χαρτοφυλάκια που αναμένεται να αλλάξουν χέρια μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022 έναντι 119 δισ. ευρώ το 2021, 94 δισ. ευρώ το 2020 και 106 δισ. ευρώ το 2019.
«Παρά την αυξανόμενη οικονομική αβεβαιότητα τα επίπεδα δραστηριότητας στην ευρωπαϊκή αγορά ”κόκκινων” δανείων παρέμειναν υψηλά. Η τελευταία ευρωπαϊκή έκθεσή μας δείχνει ότι στα μέσα του έτους η αγορά είχε σχετικά παρόμοια επίπεδα δραστηριότητας συναλλαγών χαρτοφυλακίου με το 2021 και, δεν θα ήταν περίεργο, εάν η συνολική ονομαστική αξία των συναλλαγών για ολόκληρο το έτος πλησιάσει ή ξεπεράσει τα 100 δισ. ευρώ», τονίζουν οι αναλυτές της έρευνας και προσθέτουν: «Η σημασία των προγραμμάτων τιτλοποίησης μη εξυπηρετούμενων δανείων που υποστηρίζονται από την Ιταλία και την Ελλάδα είναι ξεκάθαρα ακόμα εμφανής, καθώς είναι η κυρίαρχη κατηγορία ‘περιουσιακών στοιχείων’ για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, καθιστώντας τις δύο χώρες ως τις πιο δραστήριες ευρωπαϊκές αγορές ΜΕΔ».
Πράγματι, από τα 52,8 δισ. ευρώ οι τιτλοποιήσεις καταλαμβάνουν μερίδιο 15,3 δισ. ευρώ, με τα υπόλοιπα χαρτοφυλάκια να είναι:
- Λιανικής με εξασφαλίσεις (15,9 δισ. ευρώ).
- Διάφορα (10,7 δισ. ευρώ).
- Ανεξασφάλιστα λιανικής (6,5 δισ. ευρώ).
- Εταιρικά ή μικρών επιχειρήσεων (2,2 δισ. ευρώ) και
- Ειδικά (2,2 δισ. ευρώ).
Αξίζει να αναφερθεί πως στα τέλη του περασμένου μήνα εξέπνευσε η ισχύς του «Ηρακλή», μέσω του οποίου οι τράπεζες «ξεφορτώθηκαν» δάνεια, ύψους άνω των 50 δισ. ευρώ. Οι τιτλοποιήσεις Sunrise ΙΙΙ και Frontier II των Τράπεζας Πειραιώς και Εθνικής Τράπεζας αντίστοιχα, ήταν οι τελευταίες που εντάχθηκαν στο επίμαχο πρόγραμμα, με την κυβέρνηση να μην σχεδιάζει τυχόν επέκτασή του, ενώ ακόμη εκκρεμεί η απόφαση της Eurostat για το εάν και κατά πόσο μέρος ή το σύνολο των εγγυήσεων θα εγγραφεί στο δημόσιο χρέος.
Όπως επισημαίνει η PWC, οι αβέβαιες παγκόσμιες μακροοικονομικές συνθήκες θα μπορούσαν να μετριάσουν τη δραστηριότητα και να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες βραχυ-μεσοπρόθεσμα. «Η εμπειρία μας στο έργο και οι συζητήσεις με τους συμμετέχοντες στην αγορά μέχρι σήμερα δείχνουν μία διαφορετική εικόνα, η οποία ποικίλλει σημαντικά, ανάλογα με την κατάσταση και το πόσο εκτεθειμένοι είναι ο πωλητής και ο αγοραστής στα επιτόκια και τις αγορές κεφαλαίων», σημειώνει και συνεχίζει: «Από τη μία πλευρά, ορισμένοι πωλητές και επενδυτές καθυστερούν τις διαδικασίες για να ανατιμήσουν τον κίνδυνο, ειδικά για προϊόντα σταθερών επιτοκίων ή μακροπρόθεσμων. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε έντονη ζήτηση για εξειδικευμένα πιστωτικά ανοίγματα που διατίθενται από τις τράπεζες ως μέρος των ESG δεσμεύσεών τους. Είναι σαφές ότι οι επενδυτές μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο εάν μπορούν να κατανοήσουν, αναλάβουν και χρηματοδοτήσουν την «πράσινη» μετάβαση με τους δανειολήπτες, ιδιαίτερα όταν οι τράπεζες δεν έχουν αυτή την ικανότητα – μία κατάσταση win win και για τις δυο μεριές».
Οι επιδόσεις της Ελλάδας και τα «καμπανάκια» για νέα NPLs
Συγκεκριμένα η χώρα μας τους πρώτους έξι μήνες του 2022 ολοκλήρωσε συναλλαγές, ύψους 3,7 δισ. ευρώ, ενώ έχει σε εκκρεμότητα ακόμη 13 δισ. ευρώ. Ο συνολικός απολογισμός της αγοράς υπολογίζεται στα 17 δισ. ευρώ, έναντι 35 δισ. ευρώ το 2021, 25 δισ. ευρώ το 2020 και οκτώ δισ. ευρώ το 2019.
Σύμφωνα με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), οι τράπεζες πρέπει να είναι προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις στο εγγύς μέλλον. «Από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, οι μακροοικονομικές προοπτικές έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω, ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα ευαίσθητες σε απότομες προσαρμογές στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και στα επιτόκια. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες ενδέχεται να δεχτούν πίεση σε πολλά μέτωπα», σημειώνει σε πρόσφατη ανάλυση, εστιάζοντας στον πιστωτικό κίνδυνο. Αυτός, μέχρι στιγμής έχει παραμείνει συγκρατημένος, ενδέχεται, ωστόσο, να υπάρξουν ορισμένες ενδείξεις αυξανόμενου πιστωτικού κινδύνου.
Η οικονομική επιβράδυνση, ο υψηλός πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων μπορεί στο μέλλον να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών, ιδίως σε εταιρείες που σχετίζονται με την ενέργεια, κατοικίες και εμπορικά ακίνητα, καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. «Μία πιο έντονη επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να μεταφραστεί σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων», καταλήγει.
Οι ελληνικές τράπεζες, πάντως, στα αποτελέσματα του 9μήνου που αναμένεται να ανακοινώσουν την ερχόμενη εβδομάδα, εκτιμάται πως θα καταγράψουν περιορισμένη αύξηση στις αθετήσεις πληρωμών. Αυτό, ωστόσο, που σπεύδουν να επισημάνουν αρμόδιες πηγές είναι πως οι όποιες συνέπειες στον επίμαχο τομέα θα φανούν το 2023.
Διαβάστε ακόμη
Ελληνικό: Πρόσκληση σε εργολάβους για το εμπορικό κέντρο της Βουλιαγμένης, ύψους 350 εκατ.
TUI: Ελλάδα και Μαγιόρκα «πρωταθλήτριες» το φετινό φθινόπωρο