Ψηλά στην ατζέντα των συζητήσεων που θα εκκινήσει προσεχώς το νέο οικονομικό επιτελείο με τις τράπεζες θα βρεθούν τα «κόκκινα» δάνεια, τόσο τα παλαιά που είτε εξακολουθούν να βρίσκονται στους τραπεζικούς ισολογισμούς είτε έχουν μεταβιβαστεί στους servicers και άρα, παραμένουν στην οικονομία, όσο και το νέο στοκ, με δεδομένο ότι το τελευταίο διάστημα έχουν πυκνώσει οι «φωνές» αρμοδίων που μιλούν για αύξηση των καθυστερήσεων λόγω ανόδου των επιτοκίων.
«Καμπανάκι» προς αυτή την κατεύθυνση χτύπησε προ ολίγων ημερών ο πρόεδρος του SSM, Αντρέα Ενρία. «Οι εξελίξεις στην ποιότητα του ενεργητικού των ευρωπαϊκών τραπεζών παρουσιάζουν μικτή εικόνα. Ενώ, τόσο ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων, όσο και ο δείκτης δανείων του σταδίου 2, μειώθηκαν περαιτέρω, οι καθυστερήσεις πληρωμών έχουν σε γενικές γραμμές αυξηθεί», τόνισε χαρακτηριστικά σε παρέμβασή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σημειώνοντας πως η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών δεν είναι απροσδόκητη στον τρέχοντα κύκλο σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε από την πλευρά του και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, εστιάζοντας στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δόθηκε σήμερα, Παρασκευή, στη δημοσιότητα, στους κινδύνους που ενέχει πρωτίστως για τα πιο επιρρεπή δανειακά χαρτοφυλάκια η συνεχιζόμενη ανοδική πορεία των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό.
«Η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης», τονίζει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Επισημαίνεται ότι, παρά τη μείωση του υπολοίπου των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου του 2023, παρατηρήθηκε καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων, καθώς ο συνδυασμός αυξημένων επιτοκίων και πληθωρισμού φαίνεται ότι επηρέασε αρνητικά τη χρηματοοικονομική κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών». Αξίζει να αναφερθεί ότι η ΤτΕ έχει πολλάκις επισημάνει την ανάγκη για μία πιο ενεργή διαχείριση των «κόκκινων» δανείων από τους servicers, μέσα από την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων εργαλείων. Υπενθυμίζεται πως στο τέλος του α’ τριμήνου του 2023 οι servicers είχαν υπό τη διαχείρισή τους δάνεια, ύψους 71 δισ. ευρώ, εκ των οποίων ποσοστό 57% αφορά σε στεγαστικά και 43% σε καταναλωτικά και λοιπά δάνεια.
Όσον αφορά στο παλαιό απόθεμα, οι πληροφορίες θέλουν ο νέος «Ηρακλής» που είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για την εξυγίανση των μικρότερων τραπεζών, να καλύψει και τις εκκρεμότητες των μεγάλων. Όπως έχει γράψει το newmoney, το «κόκκινο» απόθεμα στις τράπεζες «άγγιξε» πέρυσι τα 13,2 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 28,2% ή 5,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, με τη συνολική πτώση σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους (σ.σ. Μάρτιος του 2016) να προσεγγίζει το 87,7% ή 94 δισ. ευρώ. Τους πρώτους μήνες του 2023 δε, οι τέσσερις συστημικοί Όμιλοι διέθεταν 9,1 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια (τρία δισ. ευρώ η Alpha Bank, 2,4 δισ. ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς, 2,1 δισ. ευρώ η Eurobank και 1,6 δισ. ευρώ η Εθνική Τράπεζα), στοχεύοντας σε περαιτέρω μείωσή τους πέριξ των έξι δισ. ευρώ έως το 2025. Ο «Ηρακλής 3», βέβαια, θα πρέπει προηγουμένως να περάσει από την κρησάρα της Eurostat, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκ των προτέρων εγγραφής των κρατικών εγγυήσεων στο δημόσιο χρέος.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση, με την υπό σύσταση νέα γενική γραμματεία Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους αποδεικνύει τη βαρύτητα, την οποία δίνει στο ζήτημα της υπερχρέωσης, ξεδιπλώνοντας το αμέσως επόμενο διάστημα τη στρατηγική της προς αυτή την κατεύθυνση.
Διαβάστε ακόμη
Οικογένεια Τσαντίλη: Η ώρα του σφυριού για ένα ακίνητο – «φιλέτο» στο Θησείο (pics)
«Ασανσέρ» o πληθωρισμός και τον Ιούνιο – Ξεκινά η μάχη κατά της ακρίβειας
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ