Βαριές… καμπάνες στις τράπεζες, οι οποίες θα παραβαίνουν τον ευρωπαϊκό κανονισμό, χρεώνοντας υψηλές προμήθειες στις συναλλαγές με κάρτες, θα μπορούν να επιβάλλουν η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την σχετική τροπολογία που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας, οι τρεις αρχές αναλαμβάνουν πλέον τον ρόλο του ελεγκτή της αγοράς, τσεκάροντας εάν τηρείται ο Κανονισμός που ορίζει ανώτατο όριο στις διατραπεζικές προμήθειες, ήτοι:
- Το 0,3% της αξίας της συναλλαγής για τις πιστωτικές κάρτες.
- Το 0,2% της αξίας της συναλλαγής για τις χρεωστικές κάρτες.
Για τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστική κάρτα, τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να επιτρέψουν τη χρέωση διατραπεζικής προμήθειας ανά συναλλαγή έως πέντε λεπτά του ευρώ, σε συνδυασμό με το ανώτατο όριο του 0,2%.
Αυτό επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι το άθροισμα των διατραπεζικών προμηθειών του συστήματος καρτών πληρωμής δεν υπερβαίνει το 0,2% της ετήσιας αξίας των εγχώριων συναλλαγών με χρεωστική κάρτα εντός εκάστου συστήματος καρτών πληρωμής.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, τα εν λόγω ποσοστά ρυθμίζουν την προμήθεια μεταξύ διαφορετικών τραπεζών (έκδοσης και αποδοχής της κάρτας πληρωμών) και δεν αφορούν στο… κοστούμι που χρεώνει η κάθε τράπεζα προς τους πελάτες της (κατόχους ή/και αποδέκτες καρτών). «Η τιμολογιακή πολιτική διαμορφώνεται ελεύθερα. Το επίμαχο κόστος, ωστόσο, είθισται να ενσωματώνεται στην προμήθεια που πληρώνει η εκάστοτε επιχείρηση, στο πλαίσιο των υπηρεσιών αποδοχής και εκκαθάρισης συναλλαγών καρτών, ανεβάζοντας σημαντικά τον λογαριασμό για τις ίδιες», σχολιάζουν χαρακτηριστικά.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το 2019 στην Ελλάδα λειτουργούσαν περίπου 730.000 τερματικά, αριθμός αυξημένος κατά 30.000 σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο χρόνο. Μέσω αυτών πραγματοποιήθηκαν πέρυσι ένα δισεκατομμύριο συναλλαγές (+23% εν συγκρίσει με το 2018), αξίας 36 δισ. ευρώ (+14% σε ετήσια βάση).
Όσον αφορά στον αριθμό των ενεργών καρτών πληρωμών σε κυκλοφορία, αυτός, σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), ανήλθε σε 18 εκατομμύρια στο τέλος του 2019, καταγράφοντας αύξηση 5% σε σχέση με το 2018 και επιβεβαιώνοντας το σταθερά αυξητικό ρυθμό έκδοσής τους μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και στις αναλήψεις μετρητών το 2015.
«Για το θέμα των διατραπεζικών προμηθειών έχουμε ασκήσει τεράστια πίεση. Αυτή τη στιγμή διευκρινίζονται τα θέματα των αρμοδιοτήτων και των κυρώσεων. Αυτό αποτελεί μία σημαντική πρόοδο σε ένα πρόβλημα που έχουμε αναδείξει όλοι αυτόν τον καιρό», σχολίασε ο υφυπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, κ. Γιώργος Ζαββός, απαντώντας στην κριτική που άσκησε στην κυβέρνηση ο βουλευτής Ηλείας του Κινήματος Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ), κ. Μιχάλης Κατρίνης, όσον αφορά στις υπέρογκες προμήθειες που συνεχίζουν να χρεώνουν οι τράπεζες στους καταναλωτές (ιδιώτες και επιχειρήσεις).
Προς επίρρωση, μόνον το γ’ τρίμηνο του 2020 τα έσοδα για τους τέσσερις συστημικούς Ομίλους ξεπέρασαν τα 300 εκατ. ευρώ, με τις χρεώσεις να αφορούν σε παντός τύπου υπηρεσίες – από τις απλές συναλλαγές, όπως πληρωμές λογαριασμών, αποστολή εμβασμάτων, δάνεια και κάρτες, μέχρι και τις πιο εξειδικευμένες, ήτοι, διαχείριση περιουσίας και εν γένει επενδυτική τραπεζική.
Στο μεταξύ, ουδέν νεώτερον υπάρχει από τον έλεγχο της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την εφαρμογή εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ των τραπεζών στο ζήτημα των προμηθειών.
Διαβάστε ακόμη:
«Φούσκωσαν» την Folli Follie και έβγαλαν €180 εκατ. από πωλήσεις μετοχών – μερίσματα
Στουρνάρας: «Εφικτή η λειτουργία της Bad Bank εντός του 2021»