Το 49% της Viva Wallet αποκτά η JP Morgan, με τις δύο πλευρές να ολοκληρώνουν το deal μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές λεπτομέρειες της συμφωνίας δεν είναι ανακοινώσιμες, δεδομένου ότι εκκρεμούν σειρά εγκρίσεων από τις αρμόδιες αρχές, εντούτοις οι Αμερικανοί εισέρχονται στην ελληνική fintech, εξαγοράζοντας ποσοστό πέριξ του 49%.
«Είμαστε ενθουσιασμένοι με την στρατηγική επένδυση στην Viva Wallet, για να υποστηρίξουμε το όραμά της να ενδυναμώσει τη νέα ανάπτυξη και την καινοτομία στις πληρωμές, με στόχευση στις μικρομεσαίες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και σε εμπόρους», τόνισε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της J.P. Morgan Payments, Τάκης Γεωργακόπουλος, για να προσθέσει: «Το ευρωπαϊκό τοπίο πληρωμών είναι κατακερματισμένο, αλλά μεγάλο ως προς τις ευκαιρίες, με περισσότερους από 17 εκατομμύρια εμπόρους έτοιμους να εφαρμόσουν διευρυμένες λύσεις πληρωμών και αυτός είναι ένας μεγάλος τομέας εστίασης για πρόσθετη ανάπτυξη για την J.P. Morgan Payments στο μέλλον».
«Η στρατηγική επένδυση της Morgan στη Viva Wallet σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη μας στην τεχνολογία και την ομάδα της που ήδη προσφέρει μία ολιστική πολυκαναλική ικανότητα πληρωμών για τους εμπόρους σε όλη την Ευρώπη και καλύτερης εξυπηρέτησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων», ανέφερε με την σειρά του, ο Max Neukirchen, Global Head of Payments & Commerce Solutions της J.P. Morgan.
Αξίζει να αναφερθεί πως η επίμαχη επένδυση έρχεται μετά την πρόσφατη ανακοίνωση της εταιρείας να συνάψει στρατηγική συνεργασία με τη Volkswagen Financial Services AG, με σχέδια για απόκτηση ποσοστού κοντά στο 75% στην πλατφόρμα πληρωμών του κατασκευαστή αυτοκινήτων, με την επιφύλαξη των ρυθμιστικών εγκρίσεων.
«Η αποστολή της Viva Wallet είναι να αλλάξει τον τρόπο, με τον οποίο πληρώνουν και πληρώνονται οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη με τεχνολογία αιχμής, πρωτοφανή ευελιξία και σε βάθος γνώση του ευρωπαϊκού τοπίου πληρωμών», δήλωσε από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος και συνιδρυτής της Viva, Χάρης Καρώνης, σημειώνοντας πως η στρατηγική επένδυση από την J.P. Morgan θα επιτρέψει στην εταιρεία να ολοκληρώσει το όραμά της για την παροχή πλήρως τοπικών υπηρεσιών πληρωμών και συναλλαγών σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη».
Όπως έγραφε νωρίτερα το newmoney, με επιστολή του προς τους μετόχους, με αφορμή την ετήσια έκθεση για το 2020, ο Jamie Dimon, ισχυρός άνδρας της JP Morgan, εκθειάζει τις εταιρείες fintech – στην Αμερική, αλλά και σε όλο τον κόσμο – αφού κάνουν μεγάλα βήματα στην δημιουργία προϊόντων και υπηρεσιών, τόσο ψηφιακής, όσο και φυσικής τραπεζικής. «Από δάνεια και συστήματα πληρωμών έως επενδύσεις, έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά στην ανάπτυξη εύχρηστων, γρήγορων και έξυπνων προϊόντων. Έχουμε μιλήσει για αυτό εδώ και χρόνια, αλλά αυτός ο ανταγωνισμός είναι πλέον παντού. Η ικανότητα των fintechs να συγχωνεύουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να χρησιμοποιούν δεδομένα έξυπνα και να ενσωματώνονται γρήγορα με άλλες πλατφόρμες (συχνά χωρίς τα μειονεκτήματα του να είναι μία πραγματική τράπεζα) θα βοηθήσει αυτές τις εταιρείες να κερδίσουν σημαντικό μερίδιο αγοράς», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μόνο τον τελευταίο χρόνο, η JP προχώρησε σε 24 εξαγορές ή στρατηγικές επενδύσεις σε μία σειρά από τομείς, ενισχύοντας σημαντικά την παρουσία της στο κομμάτι του fintech. Ενδεικτικά, τον περασμένο Ιούνιο απέκτησε την βρετανική Nutmeg για περίπου 819 εκατ. ευρώ, ενώ ξόδεψε περισσότερο από ένα δισ. δολάρια για να εξαγοράσει το 40% της βραζιλιάνικης ψηφιακής τράπεζας C6.
Το deal, πάντως, πέρασε από πολλά κύματα. Οι βασικοί μέτοχοι, μάλιστα, σε μία προσπάθεια να «μπλοκάρουν» την συμφωνία με τους Αμερικανούς, εμφανίζονταν να έχουν αναζητήσει χρηματοδότηση από ξένες εταιρείες κεφαλαίου, μεταξύ των οποίων τη Blackstone και το CVC, προκειμένου να εξαγοράσουν οι ίδιοι το ποσοστό που κατείχαν τα παραπάνω funds. Αφορμή αποτέλεσε το ζήτημα της αποτίμησης της εταιρείας από πλευράς JP, με το δίδυμο Καρώνη – Αντύπα να εστιάζει στην εντυπωσιακή της πορεία.
Μόλις πέρυσι, άλλωστε, κατάφερε να «σηκώσει» 80 εκατ. δολάρια από την Tencent, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και την Breyer Capital, έχει παρουσία σε 23 χώρες, κατέχει τρεις άδειες, εκ των οποίων δύο ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος – μία εδώ και μία στην Αγγλία – και, επίσης, έχει ολοκληρώσει την εξαγορά της Praxia Bank. Σε κάθε περίπτωση, οι δύο άνδρες θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο «τιμόνι» της Viva, ποντάροντας στην τεχνολογία και σε επιλεγμένες επενδύσεις, όπως αυτή στην Fraudio Holding BV, μία ολλανδική εταιρεία ανάπτυξης λογισμικού που ειδικεύεται στην ανίχνευση και πρόληψη ύποπτων συναλλαγών, αλλά και στην N7 mobile.
Διαβάστε ακόμα:
Eurobank Equities: Οι τέσσερις λόγοι αισιοδοξίας για την ελληνική αγoρά – Τα top picks για το 2022
Προϋπολογισμός: Στα €10,3 δισ. το πρωτογενές έλλειμμα το 2021 – Ποιοι φόροι αύξησαν τα έσοδα