Στο ζήτημα των συγχωνεύσεων και εξαγορών, με πρόσχημα αυτή τη φόρα την υγειονομική κρίση, επανέρχεται ο SSM, θέτοντας σε δημόσια διαβούλευση – έως την 1η Οκτωβρίου – σχετικό draft, που αφορά στο σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
«Ο Εποπτικός Μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει δηλώσει πολλές φορές ότι ένας ορισμένος βαθμός ενοποίησης θα ήταν χρήσιμος για την αντιμετώπιση ορισμένων από τις διαρθρωτικές προκλήσεις, που αντιμετωπίζουν σήμερα οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ. Μπορεί να ενισχύσει τη χαμηλή κερδοφορία τους, βοηθώντας τες να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας, να γίνουν πιο αποδοτικές από άποψη κόστους και να βελτιώσουν την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν ένα μέλλον, που είναι όλο και πιο ψηφιακό και σίγουρα παγκόσμιο», επισημαίνει ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ, Εντουάρ Φερνάντεζ-Μπόλο και συνεχίζει:
«Επιπλέον, η συγχώνευση μπορεί να βοηθήσει και τις δύο τράπεζες να διαφοροποιήσουν τις πηγές εισοδήματός τους και να προωθήσουν τον ιδιωτικό καταμερισμό των κινδύνων εντός της τραπεζικής ένωσης, γεγονός, που θα καταστήσει την ευρωζώνη συνολικά πιο ανθεκτική σε τυχόν διαταραχές».
Στο πλαίσιο αυτό, ο SSM καλεί τις τράπεζες, που εξετάζουν το ενδεχόμενο συγχώνευσης, να επικοινωνήσουν με τον εποπτικό μηχανισμό και δη, πριν ενημερώσουν δημοσίως τους συμμετέχοντες στην αγορά. «Στόχος είναι να δώσουμε feedback σχετικά με το έργο – συμπεριλαμβανομένου εάν θα απαιτηθεί έγκριση μέσω επίσημης απόφασης ή όχι», καταλήγει.
Μολονότι το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα θεωρείται από το πλέον… συγκεντρωτικό, με μόλις τέσσερις συστημικούς Ομίλους, οι συγχωνεύσεις – εξαγορές επανέρχονται από καιρού εις καιρόν στο προσκήνιο. Αξίζει να αναφερθεί πως σε διάστημα σχεδόν μίας 20ετίας έχουν… σβήσει από τον ελληνικό χάρτη περίπου 40 τράπεζες. Ειδικότερα:
Τη διετία 1998-1999 η Τράπεζα Πειραιώς προχωρά στην εξαγορά και συγχώνευση της Μακεδονίας – Θράκης, της Τράπεζας Χίου, της Credit Lyonnais Greece και του δικτύου της Nat. Westminster στην Ελλάδα. Λίγο αργότερα προχωρά στην εξαγορά και συγχώνευση της ΕΤΒΑ.
Η ΕΤΕ απορροφά την Εθνική Κτηματική το 1998 και την ΕΤΕΒΑ το 2002.
Την τετραετία 1997-2000 η Eurobank εξαγοράζει και συγχωνεύεται με την Ίντερμπανκ Ελλάδος και την Τράπεζα Κρήτης.
Αποκτά, επίσης, ποσοστό συμμετοχής ελέγχου της Τράπεζας Αθηνών και το 1999 ολοκληρώνει τη συγχώνευσή της. Το 2000 συγχωνεύεται με την Τράπεζα Εργασίας και μετονομάζεται σε Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias.
Το 1999 η Alpha Bank εξαγοράζει το 51% των μετοχών της Ιονικής Τράπεζας, που κατείχε τότε η μητρική της Εμπορική Τράπεζα.
Η Ιονική, μία από τις ισχυρότερες τράπεζες της εποχής της, ήταν και η αρχαιότερη σε λειτουργία τράπεζα στη χώρα, με ημερομηνία ίδρυσης το 1839 στην Κέρκυρα.
Οι ιδιωτικές πλέον ελληνικές τράπεζες καλύπτουν στη 10ετία 1998-2007 το 80% του ελληνικού τραπεζικού συστήματος σε όρους ενεργητικού.
Ιανουάριος 2008 – Απρίλιος 2018: Οι εν λειτουργία τράπεζες, μέσω συγχωνεύσεων, εξαγορών και εξυγιάνσεων, μειώθηκαν από 64 σε 38 ενώ αποχώρησε σχεδόν το σύνολο των ξένων τραπεζών με δίκτυα εξυπηρέτησης λιανικής πελατείας, εκτός της HSBC και της Citibank.
Μεταξύ των ξένων τραπεζών, που αποχώρησαν, συγκαταλέγονται οι γαλλικές τράπεζες Credit Agricole και Societe Generale, οι οποίες πούλησαν τις θυγατρικές τους στην Ελλάδα σε ελληνικές συστημικές τράπεζες.
Το ίδιο συνέβη και με την πορτογαλική Millennium BCP η οποία προχώρησε στην πώληση της θυγατρικής της τράπεζας στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2013.
Μέσα σε μία πενταετία 21 πιστωτικά ιδρύματα έπαυσαν να λειτουργούν στην Ελλάδα.
Πιο αναλυτικά, από τον Οκτώβριο του 2010 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2015 επτά εμπορικές και επτά συνεταιριστικές τράπεζες τέθηκαν σε καθεστώς εξυγίανσης.
Μεταξύ αυτών η Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Με ενεργητικό 14,7 δισ. ευρώ και δάνεια – στεγαστικά, σε ποσοστό 51% – καλής ποιότητας και απόδοσης, η ΑΤΕ συνεισέφερε κεφάλαια στην Πειραιώς και, βεβαίως, ρευστότητα, ενώ το ΤΤ από την πλευρά του, βοήθησε την Eurobank με 6,8 δισ. ευρώ δάνεια και 10,5 δισ. ευρώ καταθέσεις.
Σήμερα, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες και η Attica Bank καλύπτουν το 97% του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (σε όρους ενεργητικού) από 67,7%, που ήταν το μερίδιο των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών στο τέλος του 2007.