Αντιμέτωπες με δύο προκλήσεις, οι οποίες κάθε άλλο παρά ασήμαντες είναι, θα βρεθούν το αμέσως επόμενο διάστημα οι τράπεζες, με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ωστόσο, να αποτελεί για αυτές τον κρυφό «άσο στο μανίκι» τους.
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννη Στουρνάρα, οι προκλήσεις σχετίζονται με την ανάγκη αφενός, της διατήρησης της ισχυρής κερδοφορίας και αφετέρου, της περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
«Επιβοηθητικά στην κερδοφορία των τραπεζών δρουν η αύξηση των επιτοκίων, η ανθεκτικότητα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε παρατηρούμενες διαταράξεις και η προοπτική για πιστωτική επέκταση, με αξιοποίηση των πόρων του Next Generation EU», τονίζεται στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική και προστίθεται: «Ταυτόχρονα, όμως, η άνοδος των επιτοκίων και οι διαταράξεις στον τραπεζικό τομέα, κυρίως των ΗΠΑ, επιδρούν αυξητικά στις δαπάνες για τόκους, καθώς και στη ζήτηση για νέα δάνεια. Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με ενδεχόμενη δημιουργία νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία των τραπεζών».
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την ΤτΕ, μία ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία θα οδηγήσει στην περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών, βοηθώντας έτσι –μεταξύ άλλων– στη συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους από τις αγορές.
Πιο αναλυτικά:
Κερδοφορία: Όπως τονίζεται στην Έκθεση, η συνιστώσα των εξόδων για τόκους που έχει αυξηθεί σχετίζεται με την άνοδο του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, λόγω της αυστηροποίησης των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς. Σημειώνεται ότι οι πρόσφατες διαταράξεις στον τραπεζικό τομέα, κυρίως των ΗΠΑ, επέδρασαν αυξητικά στις αποδόσεις των τραπεζικών ομολόγων, κυρίως της μη επενδυτικής κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών.
Μία επιπλέον πρόκληση για την κερδοφορία των τραπεζών προέρχεται από την επίδραση της αύξησης των επιτοκίων στο κόστος χρηματοδότησής τους από καταθέσεις που δύναται να προέλθει από περαιτέρω αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων ή/και στη ζήτηση για προθεσμιακές καταθέσεις έναντι καταθέσεων μίας ημέρας. Αξίζει να αναφερθεί πως οι καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών παρουσίασαν αύξηση κατά 6,9 δισ. ευρώ, η οποία έλαβε χώρα σχεδόν εξ ολοκλήρου κατά το πρώτο τετράμηνο του 2023. Πάντως, ο κύριος όγκος της καταθετικής βάσης των τραπεζών εξακολουθεί να απαρτίζεται από ρευστά διαθέσιμα που τηρούνται σε λογαριασμούς διάρκειας μίας ημέρας (76% των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα).
Επομένως, το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων καθίσταται σημαντικός κίνδυνος, καθώς θα συνεχίζονται οι εκδόσεις ομολόγων των ελληνικών τραπεζών με σκοπό την κάλυψη της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL).
Με βάση τα στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης και τις εκδόσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2023 έως τις 15 Ιουνίου απομένουν περίπου 6,7 δισ. ευρώ που πρέπει να καλυφθούν από αντίστοιχες ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους τύπους επιλέξιμων στοιχείων παθητικού έως το τέλος του 2025. Για τις ελληνικές τράπεζες, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε στο 13,4% το Μάρτιο του 2023 (από 14,4% το Δεκέμβριο του 2022), όπως και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) στο 16,5% (από 17,4% το Δεκέμβριο του 2022), παραμένοντας αμφότεροι χαμηλότερα από τους αντίστοιχους μέσους όρους σε επίπεδο ευρωζώνης.
Ποιότητα χαρτοφυλακίου: Για τις ελληνικές τράπεζες, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση παρέμεινε αμετάβλητη το α’ τρίμηνο του 2023. Το υπόλοιπο των ΜΕΔ μειώθηκε κατά 1,3% (σ.σ. διαμορφώθηκαν σε 13 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 200 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2022 και κατά περίπου 95,7 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ), αλλά ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων αυξήθηκε οριακά (Μάρτιος 2023: 8,8%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%,) εξαιτίας της μικρής μείωσης των υπολοίπων του συνόλου των δανείων. Ειδικά για τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων ήταν 6,4% το Μάρτιο του 2023, ενώ σχετικά με τη διάρθρωση των ΜΕΔ, το 65% περίπου αφορά σε επιχειρηματικά δάνεια, το 25% περίπου σε στεγαστικά και το υπόλοιπο σε καταναλωτικά.
Επίσης, το ποσοστό των εξυπηρετούμενων δανείων που παρουσιάζουν σημαντικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο σε σύγκριση με την αρχική αναγνώριση (stage 2 loans) επί του συνόλου των δανείων παρέμεινε αμετάβλητο το Μάρτιο του 2023 σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022 (10,7%). «Η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης», τονίζει η ΤτΕ και προσθέτει: «Κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου του 2023 παρατηρήθηκε καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ σε όλα τα χαρτοφυλάκια δανείων, καθώς ο συνδυασμός αυξημένων επιτοκίων και πληθωρισμού φαίνεται ότι επηρέασε τη χρηματοοικονομική κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Ενδεχόμενη επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας δύναται να ασκήσει αυξητικές πιέσεις στο κόστος πιστωτικού κινδύνου μελλοντικά».
Διαβάστε ακόμη
Ο πληθωρισμός «πίκρανε» την ΙΟΝ
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ