«Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα δίνει έμφαση στη βελτίωση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης σε ολόκληρη την ΕΕ, πέρα από την ανάκαμψη και παρέχει επίσης στις χώρες μέλη φθηνότερη χρηματοδότηση μέσω δανείων και η στήριξή του είναι συνεπώς αμφίδρομη», εξηγεί ο Taddei της, οικονομολόγος της Goldman Sachs.
«Η Νότια Ευρώπη είναι ο κύριος αποδέκτης του προγράμματος, με την Ισπανία και την Ιταλία που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ της τρέχουσας χρηματοδότησης. Η ιταλική και η ισπανική πρόταση για τα σχέδια ανάκαμψης έχουν προτείνει φιλόδοξες στρατηγικές για τη στήριξη της ανάκαμψης και την αύξηση της δυνητικής ανάπτυξης μετά το 2026.
Τα σχέδια στοχεύουν στην εμβάθυνση του κεφαλαιακού αποθέματος και στη στήριξη της αύξησης της παραγωγικότητας και εμείς αξιολογούμε τη σημασία των διαφορετικών μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών προφίλ για τις προοπτικές του χρέους και διαπιστώνουμε ότι, κατά μέσο όρο, μια αύξηση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη μειώνει το χρέος προς το ΑΕΠ κατά περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2030».
Παρότι στη μελέτη δεν γίνεται αναφορά για την ελληνική οικονομία, είναι εύκολο να φανταστούμε ότι μια θετική συσχέτιση είναι εξαιρετικά πιθανό να υφίσταται και για την εγχώρια οικονομία η οποία αναμένεται κινηθεί αρκετά υψηλότερα σε ρυθμούς ανάπτυξης από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο της την περίοδο 2021-2026 και επίσης ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ.
«Ενώ οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξάνονται καθώς η ΕΚΤ προχωρά προς την πολιτική ομαλοποίηση, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (RF) θα παράσχει επίσης πρόσθετη στήριξη στις χώρες μέλη μέσω της παροχής φθηνού δανεισμού. Μόνο η Ιταλία και η Ελλάδα έχουν εξαντλήσει το ανώτατο όριο τη συνολική δανειοδοτική ικανότητα που είναι διαθέσιμη μέσω του προγράμματος (6,8% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος).
Η Ιταλία, ειδικότερα, μπορεί να επωφεληθεί από δάνεια ύψους 120 δισ. ευρώ, για τα οποία θα πληρώσει σημαντικά μειωμένη απόδοση δανεισμού (πάνω από 130 μ.β. σήμερα), συμβάλλοντας στη διατήρηση της δυναμικής του χρέους υπό έλεγχο», εξηγεί η αμερικανική τράπεζα. Να σημειωθεί ότι τα δάνεια της ΕΕ θα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 5% του ιταλικού ΑΕΠ έως το 2030, σύμφωνα με την πλήρη εφαρμογή του σεναρίου.
Η GS πραγματοποιεί μια άσκηση για να αξιολογήσει τον κίνδυνο να τεθεί το ιταλικό χρέος σε μια επιταχυνόμενη πορεία μετά τα ύψη μετά την πανδημία και βρίσκει ότι παρόλο που τα δάνεια της ΕΕ θα αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 4% του συνολικού ιταλικού χρέους έως το 2030, θα μπορούσα
(1) να μειώσουν την αύξηση του πραγματικού επιτοκίου δανεισμού που καταβάλλει το ιταλικό Δημόσιο κατά περισσότερο από 10%,
(2) να μειώσουν την αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ κατά μέσο όρο, κατά περίπου 0,5 ποσοστιαίες μονάδες και
(3) να μειώσουν τον κίνδυνο ότι το χρέος θέτει σε επιταχυνόμενη πορεία από 26% σε 23% έως το 2027.
Οι βελτιώσεις αυτές θα ενισχυθούν σημαντικά εάν η Ιταλία μπορούσε να επωφεληθεί από τον προκαταβολικό δανεισμό της ΕΕ με ποσά που συνάδουν με την εναπομένουσα δανειοδοτική ικανότητα εντός του RF.
Διαβάστε ακόμη:
Επίδομα ακρίβειας έως 300 ευρώ σε 1.000.000 νοικοκυριά – Τα κριτήρια επιλογής