To ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρέμεινε ανθεκτικό στις τελευταίες διεθνείς κρίσεις, χάρη στην ενίσχυση των ισολογισμών των πιστωτικών ιδρυμάτων, αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην τελευταία έκθεσή του στο πλαίσιο των ετήσιων διαβουλεύσεων του άρθρου IV.
Σημειώνει, ωστόσο, ότι εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές μελλοντικές προκλήσεις, μεταξύ των οποίων και την εμφάνιση των πρώτων ανισορροπιών στην αγορά ακινήτων. Ειδικότερα, αναφέρει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εντοπίσει την ταχεία αύξηση στις τιμές των ακινήτων ως έναν σημαντικό, αλλά σε αρχική φάση ακόμη, συστημικό κίνδυνο.
Μετά το χαμηλό επίπεδο του 2017, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν πάνω από 50% σε ονομαστικούς όρους και κατά 35% σε πραγματικούς (αφού αφαιρεθεί δηλαδή ο πληθωρισμός), ενώ δεν διαφαίνεται ακόμη μία επιβράδυνση των αυξήσεων, λόγω της ισχυρής απασχόλησης, της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος και της ζήτησης από ξένους, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του προγράμματος «Χρυσή Βίζα», αναφέρει το Ταμείο. Διάφοροι δείκτες, προσθέτει, δείχνουν ότι οι τιμές των κατοικιών ήταν υπερτιμημένες το 2023, καθώς ο λόγος τους προς τα εισοδήματα και προς τα ενοίκια ήταν υψηλότερος κατά 6% και 29%, αντίστοιχα, σε σχέση με τους μακροπρόθεσμους μέσους όρους, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Καθώς οι υψηλότερες τιμές των ακινήτων αυξάνουν το ύψος της δόσης για όσους θα ήθελαν να πάρουν στεγαστικό δάνειο, αυξάνεται παράλληλα και ο κίνδυνος να μη μπορούν τα νοικοκυριά να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους και συνεπώς και ο κίνδυνος να αυξηθούν και οι ζημιές των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Αν και το ΔΝΤ σημειώνει ότι το χρέος των ελληνικών νοικοκυρών έχει μειωθεί μετά την κρίση χρέους και είναι πολύ χαμηλότερο σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, σημειώνει ότι υπάρχουν κάποια στοιχεία που χρειάζονται στενή παρακολούθηση. Η αύξηση των δανείων στα νοικοκυριά εξακολουθεί να είναι υποτονική, αλλά το κόστος εξυπηρέτησής τους παραμένει από τα υψηλότερα στην ΕΕ, όπως προκύπτει από το κόστος στέγασης σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα και το ύψος της δόσης του δανείου σε σχέση με το εισόδημα.
Αναφέρει, επίσης, ότι παρατηρείται ήδη μία αύξηση στο ύψος της δόσης σε σχέση με το εισόδημα (debt service-to-income, DSTI). Παράλληλα, στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο επίπεδο στον λόγο του ποσού του δανείου σε σχέση με την αξία του (loan-to-value ratio, LTV), το οποίο υπερβαίνει το 80%, χωρίς πάντως να προκύπτει κάποια ιδιαίτερη ανησυχία από την κατανομή των κινδύνων αυτών. Επίσης, η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στην αγορά ακινήτων είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ και σε σχέση με τα επίπεδα πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, το Ταμείο σημειώνει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά αυτή την περίοδο την προοπτική να θεσπίσει μέτρα που θα θέτουν κάποιους περιορισμούς στις χορηγήσεις δανείων – όπως περιορισμούς στο ύψος του στεγαστικού δανείου σε σχέση με την αξία του ακινήτου και στο ύψος της δόσης σε σχέση με το εισόδημα του δανειολήπτη – τροποποιώντας το 2023 το νομικό πλαίσιο, ώστε να έχει τη δυνατότητα να επιβάλει τέτοια μέτρα στις τράπεζες.
Το Ταμείο αναφέρει ότι τα μέτρα αυτά θα βοηθήσουν στην αύξηση της αντοχής των δανειοληπτών, με τον περιορισμό της πιθανότητας μη εξυπηρέτησης του δανείου τους καθώς και στον περιορισμό των ζημιών των τραπεζών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Θεωρεί ότι τα δύο αυτά μέτρα λειτουργούν συμπληρωματικά και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να εξεταστεί η ταυτόχρονη εφαρμογή τους , ώστε να αυξηθεί η ανθεκτικότητα των δανειοληπτών σε ενδεχόμενα σοκ στα εισοδήματα και τα επιτόκια.
Με βάση μία ποσοτική ανάλυση που κάνει το ΔΝΤ, προκύπτει ότι αν το πλαφόν στο ύψος του δανείου σε σχέση με την αξία του ακινήτου τεθεί στο 85%, το αντίστοιχο πλαφόν στο ύψος της δόσης σε σχέση με το εισόδημα θα ήταν περίπου 40%.
Διαβάστε ακόμη
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ