Στα 2,3 δισ. ευρώ διαμορφώθηκαν τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για το πρώτο εξάμηνο του 2024, αυξημένα κατά 25% σε ετήσια βάση με την DBRS να στέλνει ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης για τις τέσσερις τράπεζες εκτιμώντας πως το δυναμικό πρώτο εξάμηνο δημιουργεί ακόμη καλύτερες προοπτικές.

Τα υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και οι καθαρές προμήθειες στήριξαν τα έσοδα το α’ εξάμηνο του 2024, παρά τα σημαντικά χαμηλότερα κέρδη από συναλλαγές και άλλα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα. Ο έλεγχος του κόστους συνέβαλε στην αντιστάθμιση των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων δαπανών για την ψηφιοποίηση.

Το κόστος κινδύνου μειώθηκε το α’ εξάμηνο του 2024 σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, αν και παρέμεινε σε υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το προφίλ κινδύνου ενισχύθηκε περαιτέρω εν μέσω της συνεχιζόμενης μείωσης του κινδύνου και των ευνοϊκών τάσεων για την ποιότητα του ενεργητικού.

Η ρευστότητα του τομέα εξακολουθεί να υποστηρίζεται από τις μεγάλες, αυξανόμενες και σταθερές καταθέσεις, καθώς και από την αυξανόμενη δραστηριότητα εκδόσεων στην αγορά, παρά τις συνεχιζόμενες αποπληρωμές της χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα. Τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας έχουν ενισχυθεί περαιτέρω, ωστόσο, η ποιότητα των κεφαλαίων παραμένει αδύναμη.

«Τα υψηλότερα βασικά έσοδα, η πειθαρχία στο κόστος και οι χαμηλότερες προβλέψεις για επισφάλειες οδήγησαν σε υψηλότερα κέρδη το πρώτο εξάμηνο του 2024. Ένα ισχυρότερο του αναμενόμενου α’ εξάμηνο του 2024 διαμορφώνει υψηλότερες προσδοκίες για το σύνολο του έτους, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης από την αναμενόμενη ανθεκτικότητας των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων, η οποία αντανακλά την πιο αργή μείωση των επιτοκίων, καθώς και το καλύτερο μείγμα καταθέσεων και το ρυθμό αύξησης των πιστώσεων», εξήγησε ο Andrea Costanzo, αντιπρόεδρος της ομάδας αξιολόγησης ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Morningstar DBRS.

«Τα καθαρά περιθώρια (NIM) αποδείχθηκαν πιο ανθεκτικά από τις αρχικές προσδοκίες, αντανακλώντας μια πιο αργή μείωση των επιτοκίων, καθώς και το καλύτερο μείγμα καταθέσεων και τον ρυθμό αύξησης των πιστώσεων. Ο συνεχιζόμενος έλεγχος του κόστους συνέβαλε στην αντιστάθμιση των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων δαπανών για την ψηφιοποίηση. Το ισχυρότερο από το αναμενόμενο πρώτο εξάμηνο του 2024 ώθησε τις τράπεζες να αναθεωρήσουν προς τα πάνω τις προβλέψεις τους για την κερδοφορία το 2024. Το κόστος κινδύνου (CoR) μειώθηκε το α΄ εξάμηνο του 2024 σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, αν και παρέμεινε στα υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αντανακλώντας τη συνετή προσέγγιση των τραπεζών», συνεχίζει ο οίκος αξιολόγησης.

Η κεφαλαιοποίηση ενισχύεται περαιτέρω αλλά η ποιότητα των κεφαλαίων παραμένει σχετικά αδύναμη

«Οι δείκτες κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκαν περαιτέρω το πρώτο εξάμηνο του 2024, υποστηριζόμενοι από τα συνεχή κέρδη, τους ισχυρότερους ισολογισμούς και τις δράσεις διαχείρισης κεφαλαίου, παρά την επανάληψη της διανομής μερίσματος διανομής μερισμάτων και τη σημαντική αύξηση του όγκου των νέων δανείων. Στο τέλος Ιουνίου 2024, ο μέσος όρος του πλήρως επιβαρυμένου δείκτη CET1 ήταν 15,9%, ενώ ο μέσος δείκτης πλήρως επιβαρυμένων συνολικών κεφαλαίων ήταν 19,5%, αυξημένος από 15,6% και 19%, αντίστοιχα, στο τέλος του 2023. Ως αποτέλεσμα, τα μέσα αποθέματα ασφαλείας κατά τη διάρκεια του ελάχιστες απαιτήσεις ήταν περίπου 600 μ.β. και 480 μ.β., αντίστοιχα, για το CET1 και το συνολικό δείκτη κεφαλαίου. Παρόλα αυτά, η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει σχετικά αδύναμη με τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) που αντιπροσωπεύουν περίπου το 50% του κεφαλαίου CET1 στο τέλος Ιουνίου 2024, αν και μειωμένο από 56% στο τέλος του 2023», καταλήγει η Morningstar DBRS».

Διαβάστε ακόμη

Energean: Ισχυρό ενδιαφέρον για αποθήκευση CO2 στον Πρίνο

ΑΑΔΕ: Ψηφιακό δελτίο αποστολής «από το χωράφι ως το ράφι» και στην οικοδομή

Καζάνι που βράζει η Μέση Ανατολή εν αναμονή της απάντησης του Ιράν – Χάος και στις αγορές

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ