Τεράστιες ζημιές κατέγραψε η Credit Suisse το τρίτο τρίμηνο του 2022, σημαντικά χειρότερες από τις εκτιμήσεις των αναλυτών, καθώς ανακοίνωσε σημαντική στρατηγική αναμόρφωση.
Η ελβετική τράπεζα εμφάνισε ζημίες ύψους 4,034 δισ. ελβετικών φράγκων (4,09 δισ. δολάρια), έναντι των προσδοκιών των αναλυτών για ζημίες 567,93 εκατ. ελβετικών φράγκων.
Το ίδιο τρίμηνο πέρυσι η Credit Suisse είχε ανακοινώσει κέρδη 434 εκατ. ελβετικών φράγκων.
Η τράπεζα σημείωσε ότι η ζημία αντικατοπτρίζει απομείωση αξίας 3,655 δισ. ελβετικών φράγκων που σχετίζεται με την «επανεκτίμηση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως αποτέλεσμα της συνολικής στρατηγικής αναθεώρησης». Η τράπεζα θα προχωρήσει σε σημαντική αναμόρφωση των δραστηριοτήτων της για να μειώσει σημαντικά την έκθεσή της σε σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού, τα οποία χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων μιας τράπεζας. Στοχεύει επίσης να μειώσει τη βάση κόστους της κατά 15%, ή 2,5 δισ. ελβετικά φράγκα, έως το 2025. Η Credit Suisse αναμένει να επιβαρυνθεί με χρεώσεις αναδιάρθρωσης ύψους 2,9 δισ. ελβετικών φράγκων μέχρι το τέλος του 2024.
Τα σκάνδαλα
Eνα σώμα ενόρκων αποφάνθηκε ότι η Credit Suisse Group AG δεν συνωμότησε με τις μεγαλύτερες τράπεζες παγκοσμίως προκειμένου να επηρεάσει τις τιμές στην αγορά συναλλάγματος μεταξύ του 2007 και του 2013. Έτσι η τράπεζα κέρδισε μία νίκη, καθώς εργάζεται για την ανασυγκρότησή της, προκειμένου να αφήσει πίσω της μια σειρά σκανδάλων.
Η υπόθεση αυτή έχει σημείο αναφοράς μία προσπάθεια χειραγώγησης της αγοράς συναλλάγματος, η οποία προκάλεσε τη διεξαγωγή μιας σειράς ερευνών σχετικά με τους κανόνες που διέπουν την ίδια αγορά, με συνέπεια την επιβολή προστίμων μεγαλύτερων των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων (10,23 δισεκατομμύρια ευρώ) σε αρκετές τράπεζες.
Ένας εκπρόσωπος της Credit Suisse δήλωσε ότι η τράπεζα «είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένη για το γεγονός ότι οι ένορκοι συμφώνησαν με τα επιχειρήματά της ώστε η υπόθεση του ενάγοντος να μην έχει καμία αξία». Η Credit Suisse ήταν η τελευταία τράπεζα που είχε ανοιχτή δικαστική διαμάχη με τους επενδυτές ξένου συναλλάγματος το 2013, ενώ άλλες 15 τράπεζες επέτυχαν να συμβιβαστούν στο πλαίσιο συμφωνιών οικονομικού ύψους 2,31 δισεκατομμυρίων δολαρίων (2,36 δισεκατομμυρίων ευρώ). Οι επενδυτές κατηγόρησαν την τράπεζα ότι το προσωπικό της μοιράστηκε μυστικές πληροφορίες σχετικά με την πορεία των τιμών με άλλους παίκτες της αγοράς, καθώς και άλλες τράπεζες.
Στη διάρκεια της δίκης που άρχισε στις 11 Οκτωβρίου σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στο Μανχάταν, οι ένορκοι άκουσαν καταθέσεις σχετικά με την παραδοχή της ενοχής τους από 5 τράπεζες το 2015 για συνωμοσίες που σχετίστηκαν με το σπάσιμο του ανταγωνισμού στην αγορά συναλλάγματος, ενώ είδαν αντίγραφα σημειώσεων από τις αίθουσες επικοινωνίας της Suisse που έφεραν τον χαρακτηρισμό «Το Καρτέλ», με τους επενδυτές να υποστηρίζουν ότι το προσωπικό της τράπεζας είχε εμπλακεί σε συνωμοσία.
Διαβάστε ακόμη
Επιτόκια: «Θύματα» των αυξήσεων και οι δανειολήπτες του Νόμου Κατσέλη
Με ειδική σήμανση τα προϊόντα του «καλαθιού του νοικοκυριού» – Θα αλλάζουν κάθε Πέμπτη