Μία ανάσα από την απόκτηση ενός χαρτοφυλακίου που θα μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες στην αγορά των «κόκκινων» δανείων έφτασαν οι δύο επενδυτές (το mega consortium των Bain, Fortress, Davidson Kempner και η Ellington) που υπέβαλαν δεσμευτικές προσφορές για το project Αριάδνη, αφού χθες, Πέμπτη, το διοικητικό συμβούλιο της PQH τις έκρινε ως «οικονομικά απαράδεκτες».
Έτσι, ο διαγωνισμός που ξεκίνησε πριν από σχεδόν οκτώ μήνες κηρύχθηκε άγονος, με τον εκκαθαριστή να αναλαμβάνει εκ νέου τη διαχείρισή του. Μία διαχείριση που, όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές, αποτέλεσε την αφορμή και όχι την αιτία της πώλησης, δεδομένου ότι μέσω αυτής ξεκίνησε η συζήτηση με τους «παίκτες» της αγοράς. «Η απόφαση για την πώληση δεν ήταν λόγω αδυναμιών στη διαχείριση. Τουναντίον, με αφορμή αυτή βλέπαμε να υπήρχε έδαφος συζήτησης με επενδυτές και άλλωστε, είχε προηγηθεί και το επιτυχημένο παράδειγμα της πώλησης του χαρτοφυλακίου «Αίολος».
Η πώληση είναι ένα από τα πολλά εργαλεία που έχει ο εκκαθαριστής στη διάθεσή του. Θα επανεξετάσουμε εάν κάποια πώληση – με όποια μορφή – έχει νόημα μελλοντικά και θα λάβουμε τις απαραίτητες εγγυήσεις που χρειάζονται», σημειώνουν χαρακτηριστικά, αφήνοντας ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο κατάτμησης του χαρτοφυλακίου. «Η PQH, πάντως, από την ίδρυση της φέρεται να πιάνει συστηματικά τους ετήσιους στόχους ανακτήσεων που θέτει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), διανέμοντας τα αντίστοιχα ποσά στους πιστωτές της», προσθέτουν. Ενδεικτικά, για την περίοδο 2016 – 2020 μόνο το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που είναι και ο μεγαλύτερος πιστωτής της, εμφανίζεται να έχει λάβει πάνω από 300 εκατ. ευρώ.
Το χρονικό του «ναυαγίου»
Το χαρτοφυλάκιο «Αριάδνη» αποτελείται από δάνεια επιχειρηματικής και λιανικής τραπεζικής, με και χωρίς εμπράγματες εξασφαλίσεις, με λογιστικό υπόλοιπο 5,2 δισ. ευρώ και συνολική οφειλή 13,9 δισ. ευρώ. Aντιστοιχεί σε 97.000 δάνεια, στα οποία, ωστόσο, δεν περιλαμβάνονται αγροτικά, δάνεια που φέρουν την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου και για τα οποία είναι σε εξέλιξη νομικές διαδικασίες (ποινικές διώξεις).
Δεδομένου του μεγέθους του και με σκοπό την ανάδειξη της αξίας αυτού η PQH προχώρησε στη σχεδίαση και ολοκλήρωση ενός εκτενούς προγράμματος ενεργειών προετοιμασίας, με την υποστήριξη του χρηματοοικονομικού και άλλων εξειδικευμένων συμβούλων. Με την ολοκλήρωση των επίμαχων ενεργειών – που στελέχη της αγοράς εκτιμούν πως κράτησαν για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα – και αφού λήφθηκαν οι απαραίτητες εγκρίσεις βγήκε – στις 23.11.2021 – στον «αέρα» ο διαγωνισμός.
Από την αρχή της διαδικασίας το επενδυτικό ενδιαφέρον υπήρξε έντονο – κυρίως από διεθνείς επενδυτές «κόκκινων» δανείων – με το σύνολο να έχει ζητήσει ενημέρωση για τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό. Πιο αναλυτικά, από τη Morgan Stanley ενημερώθηκαν 30 επενδυτές, εκ των οποίων 13 υπέβαλαν τα δικαιολογητικά και μπήκαν στο VDR, ενώ στη φάση των μη δεσμευτικών προσφορών υποβλήθηκαν τέσσερις στον αριθμό από επτά επενδυτές.
Ενώ, ωστόσο, η συναλλαγή βρισκόταν σε εξέλιξη, η πρωτοφανής γεωπολιτική κρίση επιβάρυνε σημαντικά το μακροοικονομικό περιβάλλον, δημιουργώντας πιέσεις και παρατεταμένη αβεβαιότητα στις αγορές. «Παρά το γεγονός ότι το ενδιαφέρον παρέμεινε σταθερό, η PQH, προς όφελος της συναλλαγής και εντός του διαδικαστικού πλαισίου του Κανονισμού Εκποιήσεων, ανταποκρίθηκε με ταχύτητα στις έκτακτες συνθήκες που επικράτησαν και παρείχε στους επενδυτές τη μέγιστη δυνατή ευελιξία, ώστε να τους υποστηρίξει εν όψει της κατάθεσης δεσμευτικών προσφορών», σχολιάζουν πηγές του εκκαθαριστή. Οι επενδυτές, ωστόσο, φαίνεται πως έχουν άλλη άποψη, αποδοκιμάζοντας το γεγονός ότι δεν έγιναν κάποιες… αναπροσαρμογές είτε στο τίμημα είτε και στην περίμετρο του χαρτοφυλακίου, δεδομένου ότι οι τρέχουσες εξελίξεις τους υποχρεώνουν να είναι πιο συγκρατημένοι, όσον αφορά στην ανάληψη ρίσκου.
Στις 15.07.2022 έληξε η φάση των δεσμευτικών, με την κατάθεση δύο προσφορών (Fortress/ Bain Capital/ Davidson Kempner και Ellington). Αξιολογώντας τις προτάσεις και αφού έλαβε τις εκθέσεις των επιμέρους εμπειρογνωμόνων συμβούλων, η PQH κατέληξε στην εισήγησή της, βάσει της οποίας, σύμφωνα με τον Κανονισμού Εκποιήσεων, καμία εκ των προσφορών δεν πληροί τις προϋποθέσεις.
«Ένας ανεξάρτητος αποτιμητής εισάγει μία αποτίμηση. Αυτή την προσκομίζει στον εκκαθαριστή και κατόπιν ακολουθεί μία συζήτηση με την Ειδική Επιτροπή Εκκαθαρίσεων (ΕΠ.ΕΙΔ.ΕΚΚΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Οι δύο προσφορές, λοιπόν, δεν πέρασαν τον πήχη του ορίου δίκαιης και εύλογης αποτίμησης του χαρτοφυλακίου, ήτοι τα 720 εκατ. ευρώ και οικονομικά είναι απαράδεκτες», τονίζουν οι ίδιες πηγές και προσθέτουν: «Επιπλέον, δεν πληρούσαν κάποιες προϋποθέσεις. Αναμέναμε δεσμευτικές προσφορές με κάθε έννοια της λέξης και αυτές που λάβαμε ενδεχομένως να μην ήταν όσο δεσμευτικές θα θέλαμε. Περιείχαν όρους και αιρέσεις, κάτι που θεωρείται αυτόματα απαράδεκτο».
Ως εκ τούτου, ο διαγωνισμός για την πώληση του χαρτοφυλακίου κηρύχθηκε άγονος.
Διαβάστε ακόμη:
Ρωσία – Ουκρανία: Υπεγράφη συμφωνία για εξαγωγή στα σιτηρά (upd)
Μεγάλου: «Οι στόχοι του business plan 2022 –2025 θα επιτευχθούν νωρίτερα»