Την ανάγκη η Ελλάδα να επικοινωνήσει πιο δυναμικά τις μεγάλες επενδύσεις που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα, υπενθυμίζοντας πως το αφήγημα της χώρας δεν είναι πλέον αυτό της προσπάθειας ανάκαμψης, αλλά της αναμόρφωσης σε όλους τους τομείς, υπογράμμισαν στελέχη της αγοράς που συμμετείχαν στο πάνελ του 8ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, με τίτλο «Επενδύσεις στην Ελλάδα».
«Οι επενδυτικές αποφάσεις βασίζονται σε ένα story, «ζυγίζοντας» το ρίσκο και τις αποδόσεις. Το αυξημένο ρίσκο συνεπάγεται αυξημένες αποδόσεις κ.ο.κ. Πριν από μία πενταετία η διάθεση ήταν κάπως μελαγχολική, υπήρχε μία αξιολόγηση αρνητικού κινδύνου, ενώ οι τιμές ήταν χαμηλές. Τότε η χώρα βρισκόταν σε διαδικασία ανάκαμψης από την κρίση. Σήμερα έχει επιτευχθεί τεράστια πρόοδος, με τις τιμές να έχουν ανέβει και άρα, τις αποδόσεις να μην είναι πλέον οι ίδιες. Οι ξένοι επενδυτές, ωστόσο, δεν έχουν αναθεωρήσει τα δεδομένα τους, επειδή το εν λόγω αφήγημα δεν τους έχει επικοινωνηθεί», τόνισε χαρακτηριστικά ο διευθύνων σύμβουλος της Brook Lane Capital, Aziz Francis.
Σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν υλοποιηθεί, για παράδειγμα, δύο μεγάλες συναλλαγές -του κρατικού fund της Σιγκαπούρης GIC στον τουρισμό και της JP Morgan στη Viva Wallet– που θα έπρεπε να γίνουν περισσότερο γνωστές, υπενθυμίζοντας στους επενδυτές πως η Ελλάδα αποτελεί και πάλι επενδυτική ευκαιρία.
«Στην Ελλάδα είναι πάντα ευκολότερο να ανακαινίσεις ένα υπάρχον ξενοδοχείο ή να επενδύσεις σε εργοστάσια, αλλά θέλει πολύ χρόνο να πάρεις τις άδειες. Είναι χαρακτηριστικό πως για να ολοκληρωθεί το project στο Costa Navarino χρειάστηκαν 10 χρόνια για να συγκεντρωθούν όλες οι άδειες. Αυτό είναι ένα θέμα, είμαστε, ωστόσο, αισιόδοξοι», τόνισε από την πλευρά του, ο ανώτερος γενικός διευθυντής, επικεφαλής Corporate & Investment Banking της Τράπεζας Πειραιώς, κ. Θοδωρής Τζούρος.
Όπως ανέφερε, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα συμβάλλει αφενός, στην προσέλκυση ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων και αφετέρου, στην αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, οι οποίες το 2022 έφθασαν τα 7,2 δισ. ευρώ, το υψηλότερο μέγεθος των τελευταίων 30 ετών που αντιστοιχεί στο 3,1% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 0,9% την περίοδο 2002-2018.
«Το άλμα των επενδύσεων χρηματοδοτήθηκε από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, το οποίο έχει καίριο ρόλο στο μετασχηματισμό της οικονομίας», σημείωσε ο κ. Τζούρος, τονίζοντας πως το προηγούμενο έτος τα υπόλοιπα δανείων επιχειρηματικής πίστης ανήλθαν από τα 64 δισ. ευρώ στα 72 δισ. ευρώ, με άνοδο κατά 11,5% ετησίως, τη στιγμή που η αύξηση ήταν στο επίπεδο του 4,5% το 2021 και του 1,8% το 2019.
Σύμφωνα με τον κ. Τζούρο, οι επενδύσεις κατευθύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν, όπως, επίσης, σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στον ενεργειακό κλάδο και στον τουρισμό. Σταδιακά δε, αναμένεται να αυξηθεί το ποσοστό των επενδύσεων που κατευθύνονται στη δημιουργία νέων projects σε σχέση με τις επενδύσεις που γίνονται σε υφιστάμενα projects, μέσω μετοχικής συμμετοχής και οι οποίες είναι σήμερα η πλειονότητα.
Όπως εκτίμησε ο κ. Τζούρος, παρά την αύξηση του κόστους δανεισμού, το Ταμείο Ανάκαμψης θα συμβάλλει στην πραγματοποίηση νέων επενδύσεων στη χώρα. «Ήδη, έχουν υπογραφεί συμβάσεις για δάνεια άνω των τριών δισ. ευρώ μέσω του Ταμείου, δίνοντας μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση χαμηλού κόστους σε μία σειρά από κλάδους και επιτρέποντας επενδύσεις άνω των έξι δισ. ευρώ εντός του 2023 και τα επόμενα χρόνια.
Το momentum
«Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα νέο – τον τρίτο – ανοδικό κύκλο», ανέφερε από την πλευρά του, ο κ. Θεμιστοκλής Φιωτάκης, Global Head FX & Emerging Markets Macro Strategy της Barclays Bank, εστιάζοντας στα… όπλα που έχει πλέον στη διάθεσή της η χώρα μας:
Πρώτον, την αλλαγή της Ευρώπης. Τα τελευταία 10 χρόνια ήταν εστιασμένη σε ένα μοντέλο μείωσης κόστους, με φθηνές χρηματοδοτήσεις, κυρίως εξαιτίας της Γερμανίας, η οποία, όμως, πλέον δέχεται «πιέσεις» από Κίνα και ΗΠΑ. Δεύτερον, το παγκόσμιο εμπόριο υπηρεσιών έχει «εκραγεί», αφού οι καταναλωτές ζητούν ολοένα και περισσότερο να ταξιδεύουν, να συναλλάσσονται, απαιτούν διεθνή υγεία και χρηματοοικονομικά προιόντα. Η Ελλάδα «ταιριάζει» απόλυτα σε αυτή την τάση, αφού ο τομέας των υπηρεσιών είναι από τους πλέον ανταγωνιστικούς.
«Υπάρχουν τρομερές ευκαιρίες και πολλά χρήματα», διαπίστωσε ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, Managing Director και επικεφαλής Παγκοσμίων Δραστηριοτήτων – Στρατηγικής Συναλλάγματος της Bank of America, εφιστώντας, ωστόσο, την προσοχή στο γεγονός ότι οι προηγούμενες εισροές κατέληξαν σε πληθωρισμό, επειδή διοχετεύθηκαν κυρίως στην κατανάλωση και όχι σε επενδύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν το εξαγωγικό αποτύπωμα της Ελλάδας.
Την άποψη πως η Ελλάδα θα έπρεπε να σκεφτεί πιο μεγαλόπνοα, αποτελώντας εξαγωγέα ηλεκτρικής ενέργειας στην υπόλοιπη Ευρώπη εξέφρασε η Agnès Belaisch, Μanaging Director και Chief European Strategist στο επενδυτικό ινστιτούτο Barings, καλώντας τη χώρα να υποδεχθεί επενδυτές, εγχώριους, αλλά και ξένους που θα συμβάλλουν στην ενεργειακή μετάβαση.
Διαβάστε ακόμη
Αναλυτές: Το ράλι των ευρωπαϊκών μετοχών τελειώνει (πίνακες)
ΟΠΑΠ: Ανεβάζει τον πήχη για το πρόγραμμα αγοράς ιδίων μετοχών
Π. Λασκαρίδης: Σε πτώση η ελληνική σημαία, αλλά υπάρχουν σημάδια αισιοδοξίας
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ