Την άποψη πως ο έλεγχος των διδύμων ελλειμμάτων, δημοσιονομικού και εξωτερικού, είναι προϋπόθεση για την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο μακροχρόνιο διάστημα και την αποφυγή κρίσεων εξέφρασε ο επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank, κ. Τάσος Αναστασάτος.
«Έχουμε δει και στο παρελθόν περιόδους ταχείας ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία όμως προερχόταν από ένα υπόδειγμα βασισμένο στην κατανάλωση Δημοσίου και ιδιωτών, με καύσιμο τον δανεισμό. Αυτό το υπόδειγμα ανάπτυξης κατέληγε σε ανισορροπίες, τόσο του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ), όσο και των δημόσιων οικονομικών, επειδή η προσφορά της οικονομίας αδυνατούσε να ανταποκριθεί στην φρενήρη αύξηση της συνολικής ζήτησης. Αυτές οι ανισορροπίες ήταν ο πραγματικός λόγος για τον οποίον ξέσπασε η κρίση χρέους το 2009», τόνισε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο του 8ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, για να προσθέσει: «Ως εκ τούτου, δεν έχει σημασία μόνο το μέγεθος της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, ήτοι εάν προέρχεται από ένα ισόρροπο υπόδειγμα ανάπτυξης, περισσότερο βασισμένο σε επενδύσεις και εξαγωγές, το οποίο να μην προκαλεί εξωτερικά και δημοσιονομικά ελλείμματα».
Επιπροσθέτως, όπως ανέφερε, έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίον διορθώνονται τέτοιες ανισορροπίες οψέποτε προκύψουν: στα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής μετά το 2009, αυτό συνέβη κυρίως μέσω συμπίεσης της συνολικής ζήτησης, η οποία μείωσε τις εισαγωγές, και όχι τόσο μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων τόνωσης της παραγωγικότητας, οι οποίες θα αύξαναν εξαγωγές και επενδύσεις.
Όσον αφορά το δημοσιονομικό ισοζύγιο, ο κ. Αναστασάτος σημείωσε πως παρά τα μεγάλα ελλείμματα του 2020 και 2021, ο κίνδυνος δεν είναι τόσο μεγάλος. «Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2022 υπεραπέδωσε του στόχου του προϋπολογισμού 2023 για πρωτογενές έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ επιτυγχάνοντας οριακό πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό, οφείλεται και στην υπεραπόδοση της ανάπτυξης αλλά κυρίως στον πληθωρισμό ο οποίος αύξησε την ονομαστική αξία των συναλλαγών, άρα και του ΦΠΑ και, σε συνδυασμό με τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, οδήγησαν σε υπεραπόδοση των δημοσίων εσόδων. Συνεισφορά είχαν και οι μεταρρυθμίσεις της φορολογικής διοίκησης των προηγούμενων ετών και η αυξημένη διείσδυση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών, η οποία μείωσε την παραοικονομία», εξήγησε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η υπεραπόδοση των εσόδων υπερκάλυψε τις αυξημένες δαπάνες για ενισχύσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών έναντι της ενεργειακής κρίσης. Η υπεραπόδοση των εσόδων μπορεί να συνεχιστεί και το 2023, αν και επιβραδυνόμενη, εφόσον επιβραδύνεται ο πληθωρισμός. Το ζητούμενο είναι να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες με αντίστοιχο αριθμό ώστε να επιτευχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό είναι εφικτό χωρίς ιδιαίτερες περικοπές, δεδομένου ότι εκπνέουν τα μέτρα στήριξης, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει αυτοπειθαρχία.
Δημοσιονομική διατηρησιμότητα
Στο μακροχρόνιο διάστημα, η δημοσιονομική διατηρησιμότητα προϋποθέτει έναν διατηρήσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης. Τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι επίσης απαραίτητα, όχι υπερβολικά όμως για να μην υπονομεύουν την ανάπτυξη. Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας δίνουν ένα παράθυρο ευκαιρίας για να συμβεί αυτό.
Ο βασικός κίνδυνος, με βάση τον κ. Αναστασάτο, για την βιωσιμότητα του ελληνικού υποδείγματος ανάπτυξης προέρχεται από το ΙΤΣ: το 2022 το εξωτερικό έλλειμμα έφτασε το 9,7% του ΑΕΠ διευρυνόμενο ακόμη περισσότερο σε σχέση με 2020 και 2021 (6,6% και 6,8% αντιστοίχως). Αν και σε αυτό συνετέλεσαν οι συγκυριακοί παράγοντες της πανδημίας το
2020-21 και της ενεργειακής κρίσης το 2022, η επιμονή τέτοιων ελλειμμάτων διαχρονικά και κάτω από πολύ διαφορετικές οικονομικές συνθήκες, δείχνει ότι τα εξωτερικά ελλείμματα, δυστυχώς, αποτελούν ακόμη δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας. «Το υπόδειγμα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν έχει μεταρρυθμιστεί επαρκώς ώστε οι εκάστοτε αυξήσεις των ρυθμών ανάπτυξης να μη συνοδεύονται από ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών. Ήτοι, η εισοδηματική ελαστικότητα των εισαγωγών είναι πολύ μεγάλη και κάθε αύξηση της κατανάλωσης αυξάνει τις εισαγωγές περισσότερο. Αλλά και οι επενδύσεις έχουν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εισαγόμενων εισροών», ανέφερε.
Παράλληλα, σημείωσε τα εξής:
Κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι το εξωτερικό έλλειμμα εν πολλοίς θα διορθωθεί μόνο του όταν μειωθούν οι τιμές των εισαγόμενων καυσίμων. H εκτίμηση αυτή είναι υπερβολικά καθησυχαστική. Τα καύσιμα αφορούν 48% περίπου της αύξησης των εισαγωγών αγαθών μεταξύ 2019-2022 αλλά και 46% περίπου της αύξησης και των εξαγωγών αγαθών. Άρα μόνο το 50% περίπου της επιδείνωσης της ισοζυγίου αγαθών μεταξύ 2019-2022 προέρχεται από τα καύσιμα. Το υπόλοιπο 50% αφορά αγαθά πλην καυσίμων και ως εκ τούτου το εμπορικό έλλειμμα θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια όσο αυξάνεται το ΑΕΠ.
Κάποιοι άλλοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι στο βαθμό που η αύξηση των εισαγωγών αφορά επενδυτικά αγαθά, δεν είναι επικίνδυνη διότι θα μεταφραστεί σε αυξημένη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και άρα εξαγωγές και ικανότητα αποπληρωμής. Και αυτό όμως είναι υπερβολικά καθησυχαστικό: το 2022, μόνο το 21% του ελλείμματος του Ισοζυγίου αγαθών αφορούσε κεφαλαιουχικά αγαθά και το υπόλοιπο 79% καταναλωτικά αγαθά, εκ των οποίων μόνο 34% καύσιμα.
Το ισοζύγιο των υπηρεσιών θα συνεχίσει να είναι πλεονασματικό, ωστόσο βασίζεται μονομερώς στον τουρισμό και την ναυτιλία. Οι πηγές εισόδων δεν είναι επαρκώς διαφοροποιημένες ώστε να μπορεί να αντισταθμιστεί μία πιθανή άσχημη χρονιά του τουρισμού, όπως για παράδειγμα συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Σύμφωνα με τις δικές μας οικονομετρικές εκτιμήσεις, το εμπορικό έλλειμμα μπορεί να μειωθεί γύρω στις 2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2023 εξαιτίας της συγκράτησης των τιμών των καυσίμων, το ισοζύγιο υπηρεσιών μπορεί να κινηθεί ελαφρά ανοδικά, προσεγγίζοντας τα προ πανδημίας επίπεδά του, κι επίσης το ισοζύγιο εισοδημάτων θα βελτιωθεί ελαφρά λόγω των απολήψεων από το ΤΑΑ. Συνολικά, το έλλειμμα του ΑΕΠ μπορεί να κινηθεί φέτος στην περιοχή του 7% και το 2024 στην περιοχή του 6%. Τα νούμερα αυτά παραμένουν μεγάλα. Αν και η συμμετοχή μας στο Ευρώ απομακρύνει το ενδεχόμενο νομισματικής κρίσης, ωστόσο τα εξωτερικά ελλείμματα επιβαρύνουν το εξωτερικό χρέος και τις προσλήψεις διατηρησιμότητας.
Η αντιμετώπιση των εξωτερικών ελλειμμάτων είναι ένα σύνθετο ζήτημα. Δεν υπάρχει εύκολη λύση, η προσπάθεια θα είναι μαραθώνιος, όχι σπριντ. Βασική επιδίωξη πρέπει να αποτελέσει η αύξηση της συνολικής αποταμίευσης της οικονομίας, και δη των νοικοκυριών η οποία το 2022 ξαναγύρισε σε αρνητική. Αυτό είναι αναγκαίο ώστε να συγκρατηθεί η κατανάλωση -και άρα οι εισαγωγές- και να εξοικονομηθούν πόροι για επενδύσεις ώστε να αυξηθούν οι παραγωγικές και εξαγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.
Η αύξηση των εξαγωγών έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις: (α) την συγκράτηση των αυξήσεων στις τιμές και τους μισθούς σε επίπεδα συμβατά με την βελτίωση της παραγωγικότητας (β) ενεργητική διερεύνηση νέων προϊόντων και υπηρεσιών, νέων αγορών, συμμετοχή σε διεθνείς αλυσίδες αξίας και κανάλια διανομής, πιο επιθετική και επαγγελματική προβολή (γ) το βασικότερο, προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων με έμφαση στις εξαγωγικές δραστηριότητες που ενσωματώνουν περισσότερη γνώση και τεχνολογία. Η αποεπένδυση των ετών 2009-2022 έχει μειώσει το κεφαλαιουχικό απόθεμα της χώρας κατά €101,4 δισ.. Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις αυξήθηκαν σημαντικά και έφτασαν το 2022 το 7,2 δισ., ωστόσο σε σημαντικό ποσοστό αφορούν εξαγορές υφιστάμενων επιχειρηματικών μονάδων και επενδύσεις χαρτοφυλακίου.
Οι επενδύσεις οι οποίες περισσότερο αυξάνουν τις παραγωγικές και εξαγωγικές δυνατότητες της οικονομίας στο μακροχρόνιο διάστημα είναι οι επενδύσεις για την δημιουργία νέας παραγωγικής υποδομής (greenfield investment), είτε εγχώριες είτε ξένες. Η προσέλκυση περισσότερων τέτοιων επενδύσεων προϋποθέτει φιλόδοξη και συστηματική εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον. Οι σημαντικότερες εξ αυτών: επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, αύξηση της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας διοίκησης, βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και σύνδεσή της με τις ανάγκες της αγοράς, γενικότερη εφαρμογή των κανόνων δικαίου (Rule of Law), ολοκλήρωση του κτηματολογίου και των χρήσεων γης, περαιτέρω απλοποίηση του πλαισίου αδειοδότησης επενδύσεων.
Το ΤΑΑ παρέχει κρίσιμους πόρους για επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς και είναι αναγκαία, όχι μόνο η ταχεία εκταμίευση, αλλά και η ορθή προτεραιοποίηση.
Διαβάστε ακόμη
«Ώρα ΕΝΦΙΑ»: Ξεκινά η ανάρτηση των εκκαθαριστικών
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ