Αύξηση κατά 51% κατέγραψαν το 2023 τα έσοδα από τόκους των τραπεζών, με τους στόχους για την επόμενη τριετία να είναι εξίσου αισιόδοξοι, παρά την αποκλιμάκωση των επιτοκίων που, όπως όλα δείχνουν, θα ξεκινήσει πριν το καλοκαίρι.
Όπως προκύπτει από τα οικονομικά αποτελέσματα των συστημικών Ομίλων, το 2023 έκλεισε με επιτοκιακά έσοδα, ύψους άνω των 8 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά περίπου 3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, με το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο να διευρύνεται σημαντικά, ενισχύοντας έτσι, την κριτική που ασκείται περί… επιλεκτικής ανταπόκρισης των τραπεζών στις αυξήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), έχοντας περάσει εξολοκλήρου στα δάνεια και όχι στις καταθέσεις.
Πιο αναλυτικά, στα 2,160 δισ. ευρώ (2,263 δισ. ευρώ σε επίπεδο Ομίλου) διαμορφώθηκαν πέρυσι τα καθαρά έσοδα από τόκους της Εθνικής Τράπεζας, ως αποτέλεσμα των υψηλότερων βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, της υγιούς αύξησης των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 1,2 δισ. ευρώ ετησίως στην Ελλάδα, καθώς και της αυξημένης συνεισφοράς των εσόδων από χρεόγραφα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο να διαμορφωθεί υψηλότερα, στις 302 μονάδες βάσης (337 μονάδες σε επίπεδο Ομίλου).
Σύμφωνα με την τράπεζα, η ανατιμολόγηση των βασικών επιτοκίων στα δάνεια έφτασε το 73% το δ’ τρίμηνο του 2023, υποστηρίζοντας την υγιή μείωση του δανειακού επιτοκιακού περιθωρίου, ενώ η ενσωμάτωση της αύξησης των βασικών επιτοκίων στα επιτόκια καταθέσεων παραμένει σχετικά χαμηλή, στο 11% για το σύνολο των καταθέσεων, αντανακλώντας την ισχυρή και σχετικά σταθερή βάση καταθέσεων πρώτης ζήτησης (79% του συνόλου), η οποία αποτελείται κυρίως από λογαριασμούς ταμιευτηρίου με μέσο υπόλοιπο 4.000 ευρώ ανά πελάτη. Για την τριετία 2024 – 2026 η διοίκηση της ΕΤΕ αναμένει πως τα έσοδα από τόκους θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα, έχοντας ήδη προχωρήσει σε headging.
Στα 2,003 δισ. ευρώ ανήλθαν πέρυσι τα επιτοκιακά έσοδα της Τράπεζας Πειραιώς, με την αύξηση σε ετήσια βάση να «αγγίζει» το 48%, υποστηριζόμενα από τα υψηλότερα επιτόκια στα χαρτοφυλάκια δανείων και ομολόγων, τα οποία αντιστάθμισαν το υψηλότερο κόστος καταθέσεων. Αυτό έφτασε στο 2,0%, με τις νέες προθεσμιακές καταθέσεις να διαμορφώνονται σε περίπου 2,5%. Συνολικά, ο δείκτης καθαρού περιθωρίου επιτοκίου διαμορφώθηκε στο υψηλό επίπεδο του 2,77% το δ’ τρίμηνο του 2023 σε σύγκριση με 2,72% το προηγούμενο τρίμηνο και 2,21% πριν από ένα χρόνο, ενώ διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 2,69% το 2023. Για εφέτος η Τράπεζα Πειραιώς αναμένει επιτοκιακά έσοδα, ύψους 1,9 δισ. ευρώ, ενώ τη διετία 2025 – 2026 αυτά εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν στο 1,8 δισ. ευρώ.
Αύξηση κατά 46,9% κατέγραψαν τα καθαρά έσοδα από τόκους της Eurobank, έχοντας διαμορφωθεί σε 2,174 δισ. ευρώ, λόγω κυρίως των εσόδων από χορηγήσεις, ομόλογα, παράγωγα προϊόντα και των δραστηριοτήτων στο εξωτερικό. Το καθαρό περιθώριο επιτοκίου ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά 84 μονάδες βάσης και ανήλθε σε 2,75%. Επισημαίνεται πως η Eurobank στοχεύει σε καθαρά έσοδα από τόκους 2,3 δισ. ευρώ το 2024 και 2,4 δισ. ευρώ το 2026.
Τέλος, το καθαρό έσοδο τόκων της Alpha Bank σημείωσε αύξηση κατά 41% σε ετήσια βάση – στο 1,653 δισ. ευρώ από 1,173 δισ. ευρώ το 2022 – παρά το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, ως αποτέλεσμα του κόστους έκδοσης ομολόγων (MREL). Το καθαρό περιθώριο επιτοκίου διαμορφώθηκε σε 2,2% έναντι 1,6% τον αμέσως προηγούμενο χρόνο. Όσον αφορά στην επίδοση του τελευταίου τριμήνου του 2023, αυτή επηρεάστηκε θετικά από την αύξηση των επιτοκίων, των υπολοίπων δανείων, καθώς και από τη συνεισφορά των εσόδων από χρεόγραφα, τα οποία αντιστάθμισαν την αύξηση του κόστους των καταθέσεων, καθώς και το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης από την ΕΚΤ. Την επόμενη τριετία η Alpha Bank εκτιμά πως τα επιτοκιακά έσοδα θα αυξηθούν κατά 5% εν συγκρίσει με το 2023.
Η κριτική του ΚΕΠΕ
«Ύστερα από 10 πρωτόγνωρες αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων εκ μέρους της ΕΚΤ που άρχισαν στις 27 Ιουλίου 2022 και ήταν συνολικού μεγέθους 450 μονάδων βάσης παρατηρείται μία πρωτοφανής διεύρυνση του επιτοκιακού περιθωρίου (interest rate spread) στην ευρωζώνη», διαπιστώνει σε πρόσφατη ανάλυσή του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), εστιάζοντας στο ελληνικό παράδοξο.
Κι αυτό γιατί, όπως υπογραμμίζει, υπάρχει μία ισχυρή ασυμμετρική απόκριση των ελληνικών τραπεζών στις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, με τα επιτόκια των δανείων να αυξάνονται αμέσως, ενώ τα αντίστοιχα των καταθέσεων να παραμένουν αρχικά αμετάβλητα και εν συνεχεία, να αυξάνονται ισχνά, με αποτέλεσμα το περιθώριο επιτοκίου να «σπάει» το ένα ιστορικό ρεκόρ μετά το άλλο. «Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, πιθανότατα εκμεταλλευόμενες την υψηλή συγκέντρωση και τον χαμηλό ανταγωνισμό στον εγχώριο κλάδο – απαλλαγμένες πια από τα ‘κόκκινα δάνεια’, τα οποία μεταφέρθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους ισολογισμούς τους στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ ή servicers) – και επωφελούμενες από τις αυξήσεις επιτοκίων αναφοράς της ΕΚΤ, κατέγραψαν μεγάλες αυξήσεις στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα και υψηλές τιμές καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου και, κατά συνέπεια, σημαντικά κέρδη», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ), πάντως, η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα που εμφανίζει υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου επιτοκιακό περιθώριο, προτάσσοντας τις περιπτώσεις των Λετονίας (3,90%), Εσθονίας (3,77%), Λιθουανίας (3,58%), Σλοβενίας (3,30%), Πορτογαλίας (3,16%), Ισπανίας (2,63%), Αυστρίας (2,43%), Ιταλίας (2,10%), Ιρλανδίας (1,98%), Λουξεμβούργου (1,69%) και Φινλανδίας (1,59%).
Μειώσεις επιτοκίων
Τις προθέσεις των αξιωματούχων της ΕΚΤ, όσον αφορά στο ύψος, αλλά κυρίως τον χρόνο της μείωσης των επιτοκίων προσπαθεί να μαντέψει η αγορά, εστιάζοντας στα στοιχεία εκείνα που λαμβάνει υπόψη της η κεντρική τράπεζα, προκειμένου να χαράσσει την πολιτική της (σ.σ. πληθωρισμός, μισθοί κ.ο.κ.).
Σε χθεσινή συνέντευξή του στο Bloomberg, πάντως, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, εξέφρασε την άποψη πως η μείωση των επιτοκίων πρέπει να αρχίσει άμεσα, έτσι ώστε η νομισματική πολιτική να μην γίνει πολύ περιοριστική. «Είναι σκόπιμο να γίνουν δύο μειώσεις επιτοκίων πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές και τέσσερις κινήσεις κατά τη διάρκεια του έτους φαίνονται λογικές», τόνισε χαρακτηριστικά. Αξίζει να αναφερθεί πως η επόμενη προγραμματισμένη συνεδρίαση της ΕΚΤ είναι στις 11 Απριλίου, ενώ ακολουθούν ακόμη δύο εν μέσω θέρους – στις 6 Ιουνίου και στις 18 Ιουλίου.
Διαβάστε ακόμη
Μεγάλο deal στις ΑΠΕ για KKR: Εξαγοράζει την Encavis έναντι €2,8 δισ.
Τουρισμός για Όλους 2024: Αλλαγές στα κριτήρια – Ποιοι είναι οι δικαιούχοι
Τα μηνύματα της Moody’s: Δεν επιτρέπεται «πισωγύρισμα» αν θέλετε επενδυτική βαθμίδα
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ