© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η Hyatt δηλώνει ότι θέλει να επεκτείνει την παρουσία της σε resorts στη χώρα μας, όπως και η ισπανική Melia, η Intercontinental συζητεί επίσης την περαιτέρω παρουσία της σε δημοφιλείς νησιωτικούς προορισμούς, ενώ η Radisson βάζει την υπογραφή στο νέο απόκτημα του ομίλου Φάις στη Σαντορίνη.
Στη δεύτερη συνεχόμενη δύσκολη σεζόν για τον ευρωπαϊκό τουρισμό οι ξένες αλυσίδες δίνουν ξανά ψήφο εμπιστοσύνης στον ελληνικό τουρισμό, ο οποίος σταδιακά γίνεται επώνυμος, με ξενοδοχεία δηλαδή που αποτελούν μέλος ενός ξένου ή ελληνικού brand που διαθέτει πάνω από μία μονάδα ανά την Ελλάδα.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του κλάδου, οι επώνυμες αλυσίδες αντιστοιχούν σε διψήφιο ποσοστό επί του συνόλου των ξενοδοχειακών μονάδων, στο 10%, έχοντας σχεδόν διπλασιαστεί σε σύγκριση με πέντε χρόνια πριν. Επιπλέον, με δεδομένο το κατά πολύ μεγαλύτερο μέγεθος των εν λόγω ξενοδοχείων σε σύγκριση με τις πιο οικογενειακές μονάδες, πλέον είναι πολύ περισσότερα πάνω από 1 στα 3 -ή αλλιώς το 32%- τα δωμάτια που αντιστοιχούν τώρα σε επώνυμες αλυσίδες.
Και έπεται συνέχεια, αν ληφθούν υπόψη οι δηλώσεις των επιτελών των μεγάλων ομίλων του εξωτερικού ότι θέλουν να ενισχύσουν περαιτέρω το αποτύπωμά τους στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, και δη στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που και οι Ελληνες ξενοδόχοι επενδύουν περαιτέρω στο branding.
Τα νούμερα δείχνουν ότι η σταδιακή μετάβαση της ελληνικής ξενοδοχίας σε ένα πιο επώνυμο τουριστικό προϊόν πραγματοποιείται ακόμη και εν μέσω υγειονομικής κρίσης, περίοδο κατά την οποία μπορεί να υπήρξε μεν επιβράδυνση σε επίπεδο νέων επενδύσεων, ωστόσο κανένα από τα νέα projects δεν εγκαταλείφθηκε.
Οι αλυσίδες που επεκτείνονται τώρα
«Η δυναμική του Radisson Hotel Group συνεχίζεται, υλοποιώντας τη στρατηγική επέκτασής του για την Ελλάδα ως μια αγορά-κλειδί για τον όμιλο».
Η δήλωση ανήκει στον κ. Ελι Μίλκι, αντιπρόεδρο του Radisson Hotel Group και αρμόδιο για την ανάπτυξη του ομίλου, με αφορμή τη λειτουργία του ολοκαίνουριου «Radisson Blu Resort» στη Σαντορίνη, του ξενοδοχείου που αποτελεί μάλιστα και το πρώτο μεγάλο εγχείρημα του κ. Σάμι Φάις στον τομέα του τουρισμού πολλών αστέρων στον πλέον premium προορισμό της χώρας. «Το άνοιγμα του “Radisson Blu Resort” στη Σαντορίνη στέλνει ένα σαφές μήνυμα στην αγορά σε σχέση με τη διεθνή ανάπτυξη του χαρτοφυλακίου του ομίλου και το αποτύπωμά του στη Νότια Ευρώπη και τη Μεσόγειο».
Σημειωτέον ότι η Radisson, με παρουσία ήδη σε Αθήνα και Κρήτη, ανακοίνωσε τον περασμένο Ιούλιο και το ντεμπούτο του brand της Radisson Individuals στην Ελλάδα, του νέου σήματος του ομίλου που λανσαρίστηκε στην Ευρώπη το δ’ τρίμηνο του 2020 και έρχεται τώρα με το ξενοδοχείο «Anda Hotel Athens» στο Κολωνάκι, το οποίο αναμένεται να λειτουργήσει μέσα στο πρώτο μισό του 2022.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Hyatt, η οποία, πέραν της επέκτασης του νέου «Grand Hyatt», ιδιοκτησίας των Hines – Henderson Park, στη λεωφόρο Συγγρού, στο πρώην «Odeon Starcity», το οποίο θα είναι έτοιμο το 2022 ανεβάζοντας τη δυναμικότητα στα 550 δωμάτια από 309 που είναι σήμερα, τοποθετεί τους νησιωτικούς προορισμούς της χώρας μας, μαζί με αυτούς της Ισπανίας, στις βασικές αγορές για επέκταση τα επόμενα χρόνια. Ενα σημαντικό βήμα σε αυτό το κομμάτι γίνεται, έμμεσα τώρα, μέσω της διεθνούς εξαγοράς της Αpple Leisure Group, του αμερικανικού ομίλου διαχείρισης ταξιδίων φιλοξενίας και αναψυχής από τη Βόρεια Αμερική, που το 2020, εν μέσω πανδημίας, προχώρησε σε συμφωνία προκειμένου να αναλάβει τη διαχείριση τριών ξενοδοχείων στην Ελλάδα, ιδιοκτησίας της Hotel Investment Partners (HIP), σε Κρήτη, Κέρκυρα και Ζάκυνθο.
Τα ονόματα των ομίλων της Accor, μέσω του MGallery και της Intercontinental, έχουν ακουστεί ως υποψήφια και για ορισμένες από τις μονάδες που έχουν ενταχθεί στο σχήμα της αμερικανικής Hines στην Κρήτη (βλ. το χαρτοφυλάκιο των πέντε ξενοδοχείων πρώην ιδιοκτησίας των ομίλων Μαμιδάκη και Κεφαλογιάννη), η οποία έχει αποδείξει σταθερά την περίοδο της πανδημίας 2020-2021 ότι εξακολουθεί να εμπιστεύεται τον ελληνικό τουρισμό επενδύοντας πολλές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για ξενοδοχειακά ακίνητα με επίκεντρο το νησί. Μάλιστα, η αγορά δεν αποκλείει ακόμη και το ενδεχόμενο δημιουργίας branded κατοικιών σε συνεργασία με μεγάλη διεθνή αλυσίδα στην Κρήτη, σε συνέχεια και της πρόσφατης κίνησης από πλευράς των Αμερικανών να υποβάλουν την υψηλή προσφορά των 125 εκατ. ευρώ για το τουριστικό συγκρότημα Καψή.
Η Κρήτη είναι από τις βασικές αγορές-στόχους και για την ισπανική Μelià, τον μεγαλύτερο ξενοδοχειακό όμιλο στην Ισπανία και από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη με πάνω από 320 ξενοδοχεία και περισσότερα από 82.000 δωμάτια σε 40 χώρες και τέσσερις ηπείρους. Η Melià Hotels, με παρουσία στην Αθήνα σχεδόν 15 έτη, αποφάσισε εν μέσω πανδημίας να τοποθετηθεί στον τομέα των resorts σε ελληνικά νησιά μέσα από τη συνεργασία της με ένα από τα πιο γνωστά ονόματα του κλάδου της φιλοξενίας στη χώρα μας, τον όμιλο Zeus Hotels της οικογένειας Παπακαλιάτη.
Ενα ξενοδοχείο στην Κρήτη, το «Blue Sea Beach», καθώς και ένα στη Ρόδο, το «Cosmopolitan Hotel», θα λειτουργήσουν ως Affiliated by Melià μετά τις κατάλληλες μετατροπές από το 2022, ενώ ένα ακόμη ξενοδοχείο στην Κρήτη («Marina Beach») θα επαναλειτουργήσει κάτω από την ομπρέλα του brand Sol by Melià. Ο όμιλος συνεχίζει να αναζητεί ευκαιρίες συνεργασίας τόσο για management όσο και για franchise σε βασικούς ελληνικούς προορισμούς, όπως η Κρήτη, η Κως, η Ρόδος, η Κέρκυρα, αλλά και σε νησιά όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, χωρίς να ξεχνά και τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Διεθνές comeback για τα brands της Cook (Cook’s Club και Casa Cook), τα οποία απέκτησε μετά την κατάρρευση της Τhomas Cook τον Σεπτέμβριο του 2019, ετοιμάζει για την επόμενη μέρα μετά την πανδημία και ο κινεζικός όμιλος της Fosun. Με παρουσία και στη χώρα μας, η Fosun σκοπεύει να τριπλασιάσει το χαρτοφυλάκιό της με το brand της Cook παγκοσμίως -συμπεριλαμβανομένης και της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου- μέσα στους επόμενους 18 μήνες.
Εως το τέλος Ιουλίου, τα brands Casa Cook και Cook’s Club επαναλειτούργησαν σε 11 ξενοδοχεία στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, και συγκεκριμένα σε Ελλάδα (Ρόδο, Κως, Κρήτη), Τουρκία, Ισπανία, Βουλγαρία και Αίγυπτο. Στόχος είναι το εν λόγω χαρτοφυλάκιο μαζί και με το σήμα Cook’s Home να φτάσει διεθνώς τουλάχιστον τα 30, συμπεριλαμβανομένων και των 11 που έχουν ήδη επαναλειτουργήσει. Η Ελλάδα αποτελεί για τον όμιλο στρατηγικό προορισμό, δεδομένου ότι «συμβαδίζει με το προφίλ και την αισθητική των συγκεκριμένων brands», με νέα ανοίγματα το 2022.
Επενδύσεις μέσα στην πανδημία
Οσον αφορά τα επίσημα νούμερα, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού τουρισμού ο αριθμός των ξενοδοχειακών μονάδων της χώρας έχει υπερβεί τις 10.000.
Συγκεκριμένα, έφτασαν στο τέλος του 2020 τα 10.052 με δυναμικότητα 438.294 δωματίων, ενώ αντίστοιχα το 2019, χρονιά-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό, λειτουργούσαν 9.971 ξενοδοχεία με δυναμικότητα 433.689 δωματίων. Η τάση αναβάθμισης του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας φαίνεται και από το γεγονός ότι αυξήθηκε ο αριθμός των ξενοδοχείων των υψηλότερων κατηγοριών ενώ μειώθηκε ο αριθμός των μονάδων με 2 αστέρια και 1 αστέρι.
Ενδεικτικά, στις δύο ανώτερες κατηγορίες 4 και 5 αστεριών προκύπτει διψήφιο ποσοστό αύξησης 11% κατά τη διετία 2019-2020 ως προς τον αριθμό των μονάδων (από 2.131 στο τέλος του 2018 στις 2.359 μονάδες συνολικά στο τέλος του 2020) και πάνω από 8% ως προς τον αριθμό των δωματίων (από 199.091 στο τέλος του 2018 στα 215.593 δωμάτια στο τέλος του 2020).
Για την περίοδο προ πανδημίας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της εξειδικευμένης εταιρείας συμβούλων GBR Consulting, στο τέλος του 2018 το ποσοστό των branded μονάδων ήταν στο 8% επί του συνόλου των 9.873 μονάδων πανελλαδικά, ενώ σε ό,τι αφορά τα δωμάτια αντιστοιχούσε στο 27% επί του συνόλου των 425.973 δωματίων. Ενδιαφέρον έχουν και τα στοιχεία που επικαλείται η GBR για την εξέλιξη των ξενοδοχείων κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας: το 2016 ο αριθμός των branded μονάδων αντιστοιχούσε στο 6% και στο 21% επί του συνόλου των δωματίων. Το 2016 καταγράφονταν στην ελληνική αγορά 137 ξένα brands και εγχώρια brands (βλ. Grecotel, Mitsis, H Hotels κ.ά.) έναντι 198 το 2021, σημειώνοντας αύξηση κατά 45%.
Τα διεθνή ονόματα ήταν αυτά που έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη αύξηση κατά 95% στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, έχοντας σχεδόν διπλασιαστεί, με αιχμή τις πεντάστερες μονάδες.
Ορισμένα από τα διεθνή brands που έκαναν την είσοδό τους στην ελληνική αγορά τα τελευταία πέντε χρόνια είναι αυτά που συνδέονται με τον όμιλο της Marriott International (με τα Αutograph Collection και Moxy), τη Wyndham (με τα Dolce Hotels & Resorts, Ramada, WyndhamGrand), τη Hilton (μέσω της Curio Collection), την Accor (μέσω των Angsana, Ibis Styles και MGallery), τα Labranda Hotels & Resorts (FTI), την OKU Hotels, το Pacha Group κ.ά.
Διαβάστε ακόμα:
Μεταβιβάσεις ακινήτων: Στενεύουν τα περιθώρια για την έκρηξη τιμών και φόρων
Γιώργος και Αντώνης Γλου: Βγαίνουν στο σφυρί τα σπίτια τους στην Καστέλα (pics)
Ενοικιαστές δίνουν έως και $4.000 τον μήνα με έναν όρο: Να υπάρχει θυρωρός